Skip to main content

Για ποιο λόγο πραγματοποιήθηκε το ταξίδι Τσίπρα στην Άγκυρα;

Το πιθανότερο είναι ότι o πρωθυπουργός, ενόψει των εκλογών, θέλει να αποφύγει κάποιο θερμό επεισόδιο και έσπευσε να κατευνάσει τον Τούρκο πρόεδρο.

Ματαίως αναζητώ τον λόγο που οδήγησε τον πρωθυπουργό της Ελλάδας να επισκεφθεί την Άγκυρα. Φάνηκε από την υποδοχή των Τούρκων, ότι δεν υπήρξε σοβαρή προετοιμασία -άλλωστε, όπως είπα κι εχθές, οι κυβερνητικοί που συνόδευαν τον πρωθυπουργό είχαν διακοσμητικό ρόλο- αφού δεν είχε μαζί στελέχη του παραγωγικού κλάδου, ούτε των ενόπλων δυνάμεων.

Το πιθανότερο είναι, ότι o πρωθυπουργός, ενόψει των εκλογών, θέλει να αποφύγει κάποιο θερμό επεισόδιο και έσπευσε να κατευνάσει τον Τούρκο πρόεδρο. Επειδή όμως οι Τούρκοι δεν καταλαβαίνουν από αβρότητες, είναι άγνωστο τι τους πρόσφερε. Ένα δείγμα είναι το γεγονός ότι στο επίσημο δείπνο παρίστατο ο πρόεδρος αλυτρωτικού συλλόγου "Τούρκων" της Δωδεκανήσου.

Παραλλήλως, αναγνώρισε ατύπως μεν αλλά ντε φάκτο το δικαίωμα της Τουρκίας να έχει λόγο για τους μουσουλμάνους της Θράκης, δηλώνοντας πως «στο πλαίσιο της Συνθήκης της Λωζάννης οι δύο χώρες ενημερώνουν η μια την άλλη σχετικά με τις εξελίξεις που αφορούν τις μειονότητες». Πού το είδε αυτό αναγραφόμενο στην Συνθήκη της Λωζάννης, και τι σχέση μπορεί να έχει η Τουρκία με τους μουσουλμάνους της Ελλάδας;

Δεν θα έπρεπε να έχει, αλλά ο Α. Τσίπρας με την δήλωσή του, αποκάλυψε πως έχει δοθεί το δικαίωμα από την Ελλάδα στην Τουρκία να θεωρεί Τούρκους τους μουσουλμάνους της Θράκης -και τους Ρομά, και τους Πομάκους- επειδή αναμφιβόλως οι κατευθυνόμενοι ψήφοι από το τουρκικό Προξενείο της Κομοτηνής συνεισφέρουν σημαντικά στο κόμμα.

Το μείζον όμως ζήτημα είναι ότι συμφώνως με τα όσα αποκαλύπτονται, οι Τούρκοι μας έχουν σύρει σε επίσημες διαπραγματεύσεις για όλα τα ζητήματα, τα οποία έγιναν αντικείμενο άτυπης διαπραγμάτευσης τα προηγούμενα 20 χρόνια, στο πλαίσιο των λεγόμενων διερευνητικών επαφών. Η Άγκυρα εδώ και δεκαετίες προσπαθεί να ρυμουλκήσει την Αθήνα σε διαπραγμάτευση επί των μονομερών τουρκικών διεκδικήσεων.

Επί δεκαετίες η Ελλάδα τονίζει ότι η μόνη διαφορά με την Τουρκία είναι το εύρος της υφαλοκρηπίδας. Πώς συνέβη και ανοίξαμε τα θέματα που ενδιαφέρουν την Τουρκία, η οποία δι’ αυτού του τρόπου διεθνοποιεί και επισημοποιεί τις διεκδικήσεις της; Η Χάλκη δεν είναι ελληνικό Ίδρυμα, ούτε και το Πατριαρχείο, για να επιτρέπεται στους Τούρκους να τα αντιπαραβάλλουν με τους ψευτομουφτήδες της Θράκης.

[Η επίσκεψη, κατά τον καθηγητή Γεωπολιτικής, Ι. Μάζη, δεν προσέφερε κάτι επιπλέον στις ουσιαστικές διαφορές με την Τουρκία, όπου για εμάς είναι μόνο το θέμα της υφαλοκρηπίδας, ενώ για τον Ερντογάν είναι ένα πλέγμα μονομερών διεκδικήσεων, το οποίο με τέτοιες προσεγγίσεις, υπάρχει κίνδυνος να διολισθαίνουμε σε διεθνοποίηση αιτιάσεων που κανονικά δεν θα έπρεπε καν να εκφέρονται].

Υπάρχει επίσης ένα σοβαρό θέμα, που αφορά το Κυπριακό, για το οποίο αμφιβάλλω αν υπάρχει κοινή γραμμή, όχι μόνον μεταξύ Ελλαδιτών και Κυπρίων, αλλά και μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων των δύο χωρών. Συμφώνως προς κυπριακά δημοσιεύματα, ο Αλέξης Τσίπρας ήταν κoμιστής συγκεκριμένων θέσεων και μηνυμάτων της Λευκωσίας προς τον Τούρκο Πρόεδρο, οι οποίες «εστιάζονται κυρίως στην ανάγκη άμεσης επανέναρξης των συνομιλιών με σημείο εκκίνησης το πλαίσιο του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ, όπως διαμορφώθηκε στη διαπραγμάτευση του Κραν Μοντανά».

Κατ’ αρχάς, στο Κραν Μοντά η ελληνική αποστολή επέτυχε να τεθεί το θέμα εγγυήσεων/ασφάλειας, με τους Τούρκους να βρίσκονται σε δύσκολη θέση. Άρα, εκ πρώτης όψεως μας συμφέρει να επανεκκινήσουν από αυτό το σημείο οι νέες συνομιλίες, ενώ η Τουρκία δεν το αποδέχεται.

Όμως, αυτό σημαίνει ότι θα διαπραγματευόμαστε πάλι την διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία, όπως πράττουμε επί 40 χρόνια ανεπιτυχώς. Ο διεθνής παράγοντας επιμένει, θέτει μάλιστα και χρονικά όρια, όπως διαπιστώθηκε στην προ εβδομάδος συζήτηση στον ΟΗΕ για την ΟΥΝΦΙΚΥΠ.

Αυτός είναι και ο λόγος που πληθαίνουν οι φωνές, ότι οιαδήποτε επανεκκίνηση πρέπει έχει μηδενική βάση. Όλα τα άλλα απέτυχαν. Μάλιστα, αν υπάρχει κάποιος ικανοποιημένος, είναι μόνον η τουρκική πλευρά. Για ποιο λόγο επομένως, να επιμένουμε σε τρόπο αντιμετώπισης του προβλήματος, που αποδεδειγμένα δεν οδηγεί πουθενά; Πάλι θα υποκύψουμε τις βρετανοτουρκικές απαιτήσεις;