Skip to main content

Γιατί η αύξηση των εξαγωγών δεν αρκεί για να «γυρίσει ο τροχός»

Το οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδας σχετίζεται με το υφιστάμενο παραγωγικό πρότυπο, το οποίο όλοι ξορκίζουν, αλλά κανείς δεν προσπαθεί να αλλάξει.

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, που επεξεργάστηκε ο Σύνδεσμος Εξαγωγέων (ΣΕΒΕ), οι εξαγωγές της χώρας το 10μηνο Ιανουάριος - Οκτώβριος 2018 διαμορφώθηκαν στα 27,8 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 16,7% έναντι των 23,6 δισ. ευρώ της αντίστοιχης περιόδου του 2017. Αν εξαιρέσουμε τα πετρελαιοειδή οι ελληνικές εξαγωγές αυξήθηκαν στο 10μηνο της φετινής χρονιάς κατά περίπου δύο δισ. ευρώ ή ποσοστό 11,8%. Η αύξηση των εισαγωγών στο φετινό 10μηνο έναντι του περσινού ήταν 4,4 δισ. ευρώ –ποσοστό 10,5%. Η εικόνα αυτή οδηγεί το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας την ίδια περίοδο σε έλλειμμα 18,6 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 1,4% έναντι του 2017.

Η παράθεση αυτή αριθμών, μεγεθών και ποσοστών, που δημοσιοποιήθηκαν στο τέλος της περασμένης εβδομάδας και ίσως κάποιοι κουράζονται να τα διαβάσουν, αποδεικνύουν μια πολλή σοβαρή πτυχή του προβλήματος της χώρας. Το οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδας σχετίζεται εν πολλοίς με το υφιστάμενο παραγωγικό πρότυπο, το οποίο όλοι ξορκίζουν, αλλά κανείς δεν προσπαθεί ουσιαστικά να αλλάξει. Όπως υπογραμμίζουν οι πάντες –πολιτικοί, φορείς, επιχειρηματίες, τεχνοκράτες- η εξαγωγή αγαθών και υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένου του τουρισμού, αποτελεί αναγκαία συνθήκη για να επιστρέψει στην Ελλάδα η διατηρήσιμη ανάπτυξη. Εκείνο που δεν ακούγεται με την ίδια ένταση είναι ότι η εξωστρέφεια από μόνη της –έτσι γενικά και αόριστα- δε φτάνει για να δώσει διέξοδο. Διαχρονικά στην Ελλάδα η αύξηση των εξαγωγών σημαίνει και αύξηση των εισαγωγών. Ως αποτέλεσμα, ακόμη και τα χρόνια της κρίσης και της ύφεσης που οι εξαγωγές αυξάνονται και η εσωτερική κατανάλωση συρρικνώνεται, το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας παραμένει έντονα αρνητικό. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι τα λεφτά που μπαίνουν στη χώρα από την πόρτα μέσω των εξαγωγών και του δανεισμού, φεύγουν σε μεγαλύτερο βαθμό από το παράθυρο των εισαγωγών. Με ποδοσφαιρικούς όρους: Στα «καλά» χρόνια η ομάδα έβαζε 3 κι έτρωγε 6 γκολ. Σήμερα βάζει 5 και τρώει 7. Τα πράγματα είναι καλύτερα, αλλά απέχουν πολύ όχι μόνο από την εικόνα πρωταθλητή, αλλά και από την ομάδα που θα σώσει την παρτίδα και θα καταφέρει να μείνει στην κατηγορία, έστω την τελευταία αγωνιστική.    

Η αύξηση των εισαγωγών παράλληλα με τις εξαγωγές είναι για τη σημερινή Ελλάδα κάτι απόλυτα φυσιολογικό. Διότι οι εισαγωγές δεν αφορούν μόνο την κατανάλωση, που αυξάνεται όταν υπάρχει άνοδος του διαθέσιμου εισοδήματος. Αφορούν πολύ περισσότερους τομείς: Τις πρώτες ύλες για μεταποιητικές επιχειρήσεις, που στη συνέχεια παράγουν τελικά προϊόντα. Την ενέργεια, χωρίς την οποία τίποτε δε γίνεται. Τα φυτοφάρμακα που στηρίζουν την αγροτική παραγωγή. Αφορούν κάθε παραγωγική διαδικασία στη χώρα, καθώς ακόμη και αυτό που λέμε ελληνικό προϊόν συχνά είναι λιγότερο ελληνικό και περισσότερο εισαγόμενο. Αφορούν ακόμη και την κάλυψη των κενών που πιθανόν δημιουργούνται στην εγχώρια αγορά από την αύξηση των εξαγωγών σε συγκεκριμένους κλάδους της οικονομίας.

Το «κουβάρι» της παραγωγής και του διεθνούς εμπορίου είναι εξαιρετικά μπερδεμένο, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά παντού στον πλανήτη. Στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο που ζούμε δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά. Η επιτυχία για μια οικονομία είναι απλή στα λόγια, δύσκολη στην πράξη. Να είναι ανταγωνιστική, δηλαδή το ισοζύγιο της να είναι ισορροπημένο και ενδεχομένως να κοιτάει περισσότερο προς το συν, παρά προς τον πλην. Αυτό δεν εξαρτάται  μόνο από την εξωστρέφεια της κάθε οικονομίας, αλλά οι εξαγωγές σε συνδυασμό με την κατάλληλη παραγωγική βάση συνιστούν ένα από τα κλειδιά της λύσης. Δυστυχώς στη χώρα μας η παραγωγική διαδικασία κινείται κατά κανόνα στον αυτόματο πιλότο. Πάρτε παράδειγμα τον αγροτικό χώρο: από τον προπάππου, στον παππού, στον μπαμπά, στον γιο και στον εγγονό συχνά τα μόνα που αλλάζουν είναι ο τρόπος καλλιέργειας και τα μηχανήματα, που εξελίσσονται. Τα προϊόντα παραμένουν τα ίδια και η επιλογή τους εξαρτάται περισσότερο από το ύψος των κοινοτικών επιδοτήσεων, παρά από το τι ζητάει η αγορά. Εξίσου ίδια παραμένει η οργάνωση των παραγωγών, οι οποίοι κατά κανόνα επιμένουν να καλλιεργούν κατά μόνας τον μικρό τους κλήρο. 

Για κάποιους λόγους –εν πολλοίς ανεξήγητους- στην Ελλάδα η πολιτεία έχει αποποιηθεί των ευθυνών της να παρεμβαίνει θεσμικά σε παραγωγικά θέματα. Εδώ και δεκαετίες οι κυβερνήσεις αποφεύγουν να ασκήσουν κλαδικές πολιτικές, ακόμη και σε τομείς που δεν υπάρχει κάποιο κώλυμα από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η μεταποίηση, καθώς οι πάντες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη ζητούν, πλέον, αυτόνομο υπουργείο Βιομηχανίας.

Οι ελληνικές εξαγωγές πηγαίνουν τα τελευταία χρόνια –και το 2018- καλά σε πολλούς κλάδους. Τρόφιμα, λίπη και έλαια, χημικά, βιομηχανικά και άλλα προϊόντα αυξάνουν τις πωλήσεις τους στις διεθνείς αγορές, χάρη στη  δραστηριότητα επιχειρήσεων με εξωστρέφεια –πολλές εκ των οποίων βρίσκονται στο βορειοελλαδικό τόξο. Οι επιχειρήσεις αυτές αναπτύσσονται και στηρίζουν εξ’ αντανακλάσεως την ελληνική οικονομία. Αλλά, για να «γυρίσει ο τροχός» στην Ελλάδα χρειάζεται να γίνουν πολλά ακόμη. Πρωτίστως να εκπονηθεί, να εφαρμοστεί και να υποστηριχθεί με συνέπεια μακροπρόθεσμη στρατηγική για το παραγωγικό πρότυπο της χώρας, το οποίο κυρίως θα βασίζεται και θα αξιοποιεί στις δυνατότητες της χώρας, αλλά θα λαμβάνει υπόψιν του τις ανάγκες των διεθνών αγορών, για τις οποίες υπάρχουν ασφαλείς μεσοπρόθεσμες προβλέψεις.

ΥΓ. Οι ελληνικές εξαγωγές κατευθύνονται κατά 70% στην Ευρωπαϊκή Ένωση και κατά 30% σε τρίτες χώρες. Μία ισορροπία που κάποιοι τη θεωρούν επίφοβη, εξαιτίας της στασιμότητας στις ανεπτυγμένες οικονομίες της Ευρωζώνης, σε αντίθεση με τις έντονα ανοδικές προοπτικές άλλων περιοχών του πλανήτη.