Skip to main content

Γιατί οι αμαρτίες του παρελθόντος στην οικονομία δεν… ξεγράφονται

Κάποιοι ακόμα πιστεύουν ότι μπορούν να διατηρήσουν το επίπεδο δουλειάς και ζωής που είχαν, χωρίς εκείνοι να προχωρήσουν σε κανενός είδους προσαρμογή

Οι οικονομικές κρίσεις, όπως ήταν η αμιγώς ελληνική της δεκαετίας του 2010 και η σημερινή παγκόσμια ύφεση λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού, έχουν σχεδόν πάντα μπροστά τους θολό τοπίο σε ότι αφορά την αντιμετώπισή τους. Είναι τέτοια και τόσο μεγάλη η πίεση που ασκείται στο σύστημα –τόσο στους παράγοντες που έχουν το πρόβλημα, όσο και στους επιφορτισμένους με την προσπάθεια επίλυσής του- που σε ορισμένες περιπτώσεις η συνεννόηση πρέπει να ξεκινήσει από τα βασικά. Περίπου από το μηδέν. 

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα όσων συμβαίνουν αυτή ακριβώς της περίοδο. Η προσπάθεια της Ελλάδας, αλλά και της Ευρώπης, για τη στήριξη της οικονομίας, των επιχειρήσεων και των εργαζομένων με ειδικά προγράμματα πρωτοφανούς οικονομικού ύψους, έχει δημιουργήσει την εντύπωση ότι κάποιος ανάμεσά μας μοιράζει λεφτά. Ότι αρκεί από μόνη της η επιχειρηματική ιδιότητα ή το να είναι κάποιος δηλωμένος στην εφορία ως ελεύθερος επαγγελματίας για να σπεύσει το σύστημα –από το κράτος, το υπουργείο Οικονομικών και τα ασφαλιστικά ταμεία, μέχρι τις τράπεζες- να τον καλύψει. Κάτι που στο μυαλό ορισμένων –μάλλον αρκετών- σημαίνει να τον διατηρήσει εάν είναι δυνατόν στο επίπεδο δουλειάς και ζωής που είχε, χωρίς εκείνος να προχωρήσει σε κανενός είδους προσαρμογή. «Εφόσον δεν φταίω για την πανδημία, γιατί να την πληρώσω;» είναι η σκέψη που κυριαρχεί, αλλά και εκφράζεται δημοσίως σε πολλές περιπτώσεις από μεμονωμένους του επιχειρείν ή τους συλλογικούς τους φορείς.

Παράλληλα, ευρύτατα διαδεδομένη είναι η αντίληψη ότι λόγω της οξύτατης οικονομικής κρίσης που έχει δημιουργήσει ο κορωνοϊός η ιστορία καθενός ξαναγράφεται. Δηλαδή οι όποιες αμαρτίες του παρελθόντος… ξεγράφονται. Ότι όλοι ξεκινούν από το μηδέν, από την ίδια αφετηρία ανεξαρτήτως εάν το προηγούμενο διάστημα ήταν ή δεν ήταν συνεπείς στις υποχρεώσεις τους. Εάν χρωστούσαν στο δημόσιο ή στις τράπεζες, εάν ήταν γραμμένοι στον Τειρεσία, εάν τα χρέη τους ήταν ρυθμισμένα ή αν απλά ήταν… ξεχασμένα. Παρακολουθώντας κανείς τις δηλώσεις και τις ανακοινώσεις των παραγωγικών φορέων –και της Θεσσαλονίκης- η αίσθηση του «δώσε και σώσε» προς το κράτος είναι έντονη και διάχυτη. Διατυπώνεται, μάλιστα, με εξαιρετική ευκολία, θυμίζοντας συνδικαλιστικά αιτήματα παλαιότερων εποχών, όταν –ειδικά στο δημόσιο- οι εκπρόσωποι των εργαζομένων ζητούσαν τα πάντα. Προκαλώντας συχνά αντιδράσεις από τον ιδιωτικό τομέα, στον οποίο οι σχέσεις είναι πιο σφιχτές και πιο σκληρές.

Στο Thessaloniki Helexpo Forum, το οποίο επί της ουσίας ολοκληρώθηκε χθες, αφού το σαββατοκύριακο υπάρχει μόνο το πολιτικό γεγονός της παρουσίας Τσίπρα στην Θεσσαλονίκη, το συγκεκριμένο θέμα τέθηκε τόσο στο ειδικό πάνελ της Πέμπτης για τη ρευστότητα, όσο και σε όλες σχεδόν τις θεματικές συζητήσεις για την προοπτική της ανάπτυξης και των επενδύσεων. Λόγω της ψυχραιμίας που συνήθως επικρατεί σε αυτού του τύπου τις εκδηλώσεις, τις συναντήσεις και τις συζητήσεις η έννοια της φερεγγυότητας, που γενικώς αποσιωπάτε συχνά, ακούστηκε. Ίσως όχι πολύ, αλλά πάντως με την εγκυρότητα που της αρμόζει. Κι αυτό διότι όσο προχωράει η κρίση, όσο το κράτος προσπαθεί απεγνωσμένα να βοηθήσει παρά τη δική του οικονομική δυστοκία, όσο η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τις υγειονομικές συνέπειες και την πιθανότητα lockdown, τόσο εντείνονται οι πιέσεις να αυξηθεί η περίμετρος των δικαιούχων και να ελαστικοποιηθούν μέχρι καταργήσεως τα κριτήρια.

Αυτό, λοιπόν, που έγινε σαφές είναι ότι οι λύσεις για τις επιχειρήσεις δεν μπορούν να είναι οριζόντιες. Δεν μπορούν να μη λαμβάνουν υπόψιν τους ζητήματα συνέπειας και καθαρού οικονομικού μητρώου. Όχι μόνο επειδή σε πολλές περιπτώσεις η ασυνέπεια δεν είναι αποτέλεσμα αδυναμίας, αλλά τακτική αποκόμισης κερδών. Ούτε μόνο επειδή τα χρήματα του κράτους, της Ευρώπης, των αναπτυξιακών προγραμμάτων, των εμπορικών τραπεζών από κάπου προέρχονται, για κάποιο σκοπό προορίζονται κι επομένως πρέπει να επιστραφούν για να ανακυκλωθούν. Πρωτίστως, η ισοπέδωση νοθεύει την επιχειρηματική προσπάθεια και τον ανταγωνισμό. Είναι η ίδια λογική που ισχύει στα περίφημα κόκκινα δάνεια, τα οποία οι τράπεζες πωλούν κουρεμένα σε ειδικές εταιρείες διαχείρισης καθυστερούμενων οφειλών για να εξυγιάνουν τους ισολογισμούς της και οι οφειλέτες απορούν γιατί άραγε δεν τα πωλούν στους ίδιους σε αυτές τις χαμηλές –έστω και κάπως υψηλότερες, αλλά όχι πολύ- τιμές.

Ευτυχώς στις κοινωνίες οι καφενόβιοι και οι τζαμπατζήδες μπορεί να δημιουργούν θόρυβο, αλλά σπανίως φτάνουν να κυβερνήσουν. Ίσως επειδή οι πολλοί αντιλαμβάνονται τι θα συμβεί ή –σε ορισμένες περιπτώσεις- έχουν δει να συμβαίνει, δεν τους εμπιστεύονται. Είναι χαρακτηριστικές οι δηλώσεις της προέδρου της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας Αθηνάς Χατζηπέτρου τις προηγούμενες ημέρες στη Θεσσαλονίκη, ότι τα δύο βασικά προγράμματα στήριξης των επιχειρήσεων, το ΤΕΠΙΧ και το εγγυοδοτικό, απευθύνονται σε επιχειρήσεις που οι ιδιοκτήτες του επιθυμούν ειλικρινώς και εμπράκτως να τις σώσουν. Το ίδιο ισχύει και με το νέο πτωχευτικό κώδικα, που θα ισχύει από το επόμενο έτος. Η δεύτερη ευκαιρία σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις θα δίδεται, υπό την προϋπόθεση της πλήρους διαφάνειας και της άρσης κάθε τραπεζικού και άλλου απορρήτου που αφορά την περιουσία.

Πολύ συχνά στις συζητήσεις για την κρίση και την ανάπτυξη οι μετέχοντες αναφέρουν ότι η οικονομία εξαρτάται πολύ από το κλίμα που στην αγορά. Οι περισσότεροι εννοούν πως όταν στην κοινωνία φυσάει αέρας αισιοδοξίας τότε το χρήμα κυκλοφορεί και άρα γίνονται επενδύσεις, αυξάνει η κατανάλωση, αυξάνεται ο τζίρος και τα κέρδη και παράγεται πλούτος. Εξίσου σημαντικός παράγων για το καλό κλίμα είναι και η εμπιστοσύνη ανάμεσα στους παράγοντες του οικονομικού χώρους. Στις επιχειρήσεις, στο δημόσιο, στις τράπεζες, στην κοινωνία, στους καταναλωτές. Η εμπιστοσύνη που εμπεδώνεται μόνο όταν στη λειτουργία των πραγμάτων υπάρχει –έστω στοιχειώδης- ορθολογισμός, ισονομία και δεοντολογία. Τα κινήματα του τύπου «Δεν πληρώνω» και «Ασφαλισμένοι ανασφάλιστοι» που άνθισαν τα προηγούμενα χρόνια μόνο αδιέξοδα και μεγαλύτερα προβλήματα παρήγαγαν, ακόμη και σε όσους τα υπηρέτησαν.