Skip to main content

Γιατί οι εξαγωγές της Β.Ελλάδος δεν μπορούν να αγνοήσουν τα Βαλκάνια

Το καλό για τη Βόρεια Ελλάδα –και ειδικά για την Κεντρική Μακεδονία- είναι ότι κλάδοι αιχμής για τη μεταποίηση της περιοχής, δείχνουν να αντέχουν.

Η μείωση των ελληνικών εξαγωγών που καταγράφηκε τον Οκτώβριο και το Νοέμβριο περιόρισε την ανοδική τους πορεία, με αποτέλεσμα στο 11μηνο Ιανουάριος – Νοέμβριος 2019 η αύξησή τους να είναι οριακή, μόλις 0,1%. Εάν εξαιρέσει κανείς τα πετρελαιοειδή η εικόνα είναι κάπως καλύτερη, αλλά και πάλι ο ρυθμός αύξησης των πωλήσεων της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές βαίνει μειούμενος.

Το θέμα είναι μείζονος σημασίας για τη Βόρεια Ελλάδα, όπου υπάρχει παράδοση επιχειρηματικής εξωστρέφειας η οποία σε κάποιο βαθμό αντισταθμίζει την υστέρηση στον τουρισμό, που συνιστά εξαγωγική δραστηριότητα άλλου τύπου, αφού τα χρήματα έρχονται από το εξωτερικό στην Ελλάδα. Το καλό για τη Βόρεια Ελλάδα –και ειδικά για την Κεντρική Μακεδονία- είναι ότι κλάδοι αιχμής για τη μεταποίηση της περιοχής, δείχνουν να αντέχουν.

Οι εξαγωγές των τροφίμων αυξήθηκαν κατά 3,5%, των καπνών κατά 3,9% των χημικών κατά 16,6%. Παρ’ όλα αυτά το πρόβλημα υπάρχει και αν δεν αντιμετωπιστεί μεθοδικά, συστηματικά, στρατηγικά και μακροπρόθεσμα είναι δυνατόν να αποτελέσει τροχοπέδη της ανάπτυξης, αφού η Ελλάδα παραμένει μια έντονα εισαγωγική χώρα με πολύ μεγάλο έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου, που στο 11μηνο του 2019 αυξήθηκε κατά 6,2%.  

Σε μια φάση παγκοσμιοποιημένων αγορών η πορεία των εξαγωγών εξαρτάται κατά βάσιν από δύο λόγους:

Πρώτον, από την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών, στη βάση της σχέσης της ποιότητας με την τιμή.

Δεύτερον, από τη δυνατότητα αξιοποίησης όσο το δυνατόν περισσότερων αγορών στον πλανήτη, καθώς η διαφοροποίηση συνιστά ασφάλεια.

Και στα δύο αυτά πεδία η χώρα μας έχει πρόβλημα. Η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων παραμένει ακόμη σε μεγάλο βαθμό χαμηλή, κυρίως διότι σε πολλές περιπτώσεις παρακολουθούμε ασκήσεις ισορροπίας στο κενό. Προφανώς η Ελλάδα δεν μπορεί –τόσο λόγω μεγέθους, όσο και λόγω βιοτικού επιπέδου- να ανταγωνιστεί τις χώρες χαμηλού παραγωγικού κόστους. Η επόμενη σοβαρή επιλογή θα ήταν η παραγωγή εξαιρετικά ποιοτικών προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας. Κάτι που κάνουν λίγες ελληνικές επιχειρήσεις. Οι περισσότερες επιλέγουν μια… μέση οδό, παράγοντας προϊόντα μέτριας ποιότητας, που συχνά είναι ακριβότερα από τον ανταγωνισμό. Για παράδειγμα, στον κλάδο της αγροδιατροφής, των τροφίμων και των ποτών, μόνο οι οινοποιοί έχουν αντιληφθεί μαζικά ότι εάν θέλουν να πουλήσουν στο εξωτερικό πρέπει να προωθήσουν κρασί υψηλής ποιότητα και ανάλογης τιμής. Φυσικά ευνοούνται από τις κλιματολογικές και εδαφολογικές συνθήκες, ώστε να έχουν στη διάθεσή τους άριστη πρώτη ύλη, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν είναι η μόνοι. Η ευλογημένη ελληνική γη παρέχει τη δυνατότητας ποιοτικής παραγωγής –ακόμη και μοναδικής παραγωγής- σε πολλά προϊόντα, πολλά εκ των οποίων παραμένουν επί της ουσίας αναξιοποίητα, αφού είτε διατίθενται χύμα και μαζικά, άρα φτηνά, είτε υπόκεινται σε κάποια οριακά βασική μεταποιητική διαδικασία και πωλούνται, επίσης, φτηνά. Οι ελλείψεις στα πεδία της καινοτομίας και του μάρκετινγκ είναι ηχηρές, καθώς οι περισσότεροι μικροί ή μεγαλύτεροι επιχειρηματίες επικεντρώνονται στις ανάγκες του σήμερα και έχουν λίγη έως ελάχιστη υπομονή να στηρίξουν τις δραστηριότητες και τις επιλογές τους.

Το δεύτερο ουσιαστικό πρόβλημα των ελληνικών εξαγωγών είναι ότι κατευθύνονται κατά 68% στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κατά 32% σε τρίτες χώρες –και μάλιστα χαμηλής καταναλωτικής δύναμης όπως τα βαλκάνια. Αυτή η κατανομή έχει ως συνέπεια σήμερα οι ελληνικές εξαγωγές να πληρώνουν βαρύ τίμημα από την επιβράδυνση της ανάπτυξης στην Ευρώπη, που εδώ κι ένα χρόνο κινείται με υποπολλαπλάσιους ρυθμούς από τον υπόλοιπο κόσμο και κυρίως από την Ανατολική Ασία και την Βόρεια Αμερική.

Η κοινή συνισταμένη των προσεγγίσεων των περισσότερων ελληνικών επιχειρήσεων στα δύο αυτά πεδία συνοψίζεται στη λέξη ευκολία. Η δημιουργία προϊόντων και υπηρεσιών υψηλών προδιαγραφών είναι δύσκολη και άκρως απαιτητική δουλειά. Κρύβει τα δικά της ιδιαίτερα άγχη, τις δικές της οριακές αγωνίες, ενώ συχνά πριν από την επιτυχία έχουν προηγηθεί ηχηρές απογοητεύσεις. Επίσης, λόγω του ευρώ η προσέγγιση στις ευρωπαϊκές αγορές έγινε ευχερέστερη, έστω και στη λογική των χαμηλών τιμών. Ποιος να μπλέκει τώρα όχι μόνο με διαφορετικές νοοτροπίες και εμπορικές πρακτικές, αλλά και με συναλλαγματικές ισοτιμίες; Μόνο που έτσι ο ορίζοντας για όποιον αντιλαμβάνεται την αξία των εξαγωγών είναι χαμηλός και σκοτεινιάζει εύκολα.

Για τις εξελίξεις στη μεταποίηση της Β. Ελλάδος αυτές οι δύο παράμετροι, σε συνδυασμό με τις χρηματοδοτικές δυνατότητες, θα καθορίσουν το αποτέλεσμα. Τα υπόλοιπα δεδομένα, αν και σημαντικά, στην πραγματικότητα είναι δεύτερης προτεραιότητας. Θετικό στοιχείο για την περιοχή, πέρα από το ότι μερικοί βασικοί εξαγωγικοί κλάδοι αντέχουν την πίεση, είναι ότι το τελευταίο διάστημα αρκετές παραγωγικές επιχειρήσεις στη Θεσσαλονίκη, στην Κεντρική Μακεδονία και στο βορειοελλαδικό τόξο γενικότερα στρέφουν και πάλι το βλέμμα τους προς Βορράν.

Δηλαδή προς τα Βαλκάνια – αυτή τη φορά με ρεαλιστικές προσδοκίες. Η περιοχή –πλην Τουρκίας- έχει πληθυσμό περί τα 50 εκατομμύρια και παρά το ότι το οικονομικό προφίλ των χωρών είναι κατά τεκμήριο υποδεέστερο της Ελλάδας, πάντα υπάρχουν αυτοί που μπορούν να ξοδέψουν. Ασφαλώς η βαλκανική αγορά δεν μπορεί να «σώσει» τις ελληνικές επιχειρήσεις, αλλά η γεωγραφική της εγγύτητα απαγορεύει να την αγνοήσει κανείς. Τουναντίον επιτρέπει να θεωρείται από εμπορική άποψη κάτι σαν «γειτονιά» της χώρας μας.