Skip to main content

Γιατί η σχέση Γκάλη - Γιαννάκη ενδιαφέρει ακόμη τη Θεσσαλονίκη

Η απάντηση του Γιαννάκη σε πρόσφατη συνέντευξη μπορεί να δόθηκε σε ήπιους τόνους και με χαμόγελο αλλά κρύβει πολύ… δηλητήριο για τον Γκάλη

Έχουν περάσει πάνω από 30 χρόνια από την εποχή που το μπάσκετ του Άρη βρισκόταν καθημερινά στην ελληνική και ευρωπαϊκή επικαιρότητα. Από την εποχή που ο Γκάλης, ο Γιαννάκης και τα άλλα παιδιά έδιναν χαρά στους Έλληνες, όχι μόνο μέσα από τις επιτυχίες της ομάδας τους, αλλά και της εθνικής.

Η Ελλάδα έχασε τότε μια μεγάλη ευκαιρία να εξελιχθεί θεσμικά και οργανωμένα σε μία χώρα παραγωγής αθλητών και συλλόγων πρωταγωνιστών, αλλά αυτή είναι μία μεγάλη -και εν πολλοίς πονεμένη- ιστορία. Το επίκαιρο του θέματος έχει να κάνει με το ενδιαφέρον που συντηρείται ακόμη στον κόσμο –ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη- για τη σχέση που είχαν ο Νίκος Γκάλης με τον Παναγιώτη Γιαννάκη. Εάν υπερτερούσε η διάθεση συνεργασίας ή εάν το πάνω χέρι είχαν ο ανταγωνισμός και ο εγωισμός. Εάν ήταν μεγάλοι αθλητές ή μικροί άνθρωποι, διότι –όσο κι αν κάποιοι διαφωνούν- και τα δύο δεν γίνεται. Σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις ένας απόλυτα εγωιστής και φαντασμένος μετατρέπεται σε μια ομαδική διαδικασία σε κάποιον συνεργάσιμο και άρα αποτελεσματικό. Ο επαγγελματισμός δεν αρκεί. Μάλλον δεν αρκεί από μόνο του ούτε το ταλέντο.

Σε μια τηλεοπτική του συνέντευξη πριν από δύο ημέρες ο Παναγιώτης Γιαννάκης επανήλθε στο θέμα απαντώντας σε ερωτήσεις. Επειδή, όμως, πρόκειται για «παλιά καραβάνα» στον δημόσιο λόγο, είναι βέβαιον ότι αν ήθελε να αποφύγει τις αιχμές θα το είχε κάνει. Δεν τις απέφυγε επειδή, προφανώς, δεν ήθελε. Τι είπε λοιπόν; Ότι ο Μάικλ Τζόρνταν –ίσως ο μεγαλύτερος μπασκετμπολίστας του κόσμου- «καταλάβαινε ότι για να κερδίσεις, δεν φτάνει μόνο ένας. Πρέπει να κάνουν κι άλλα παιδιά, πολλούς και διάφορους ρόλους. Δεν ξέρω αν το καταλάβαινε ο Νικ». Στην προσπάθεια του, μάλιστα, να το σώσει το έκανε χειρότερο: «Ο Νίκος ήταν ένας άνθρωπος που ήθελε να κερδίζει, με τη μόνο διαφορά ότι ήθελε να κερδίζει από την επίθεση».

Πρόκειται για αποκαλυπτική απάντηση, που αν και δόθηκε σε ήπιους τόνους και με χαμόγελο, κρύβει πολύ… δηλητήριο και μας αφήνει να καταλάβουμε ποια ήταν τότε τα πραγματικά αισθήματα μέσα στην ομάδα του Άρη και στην εθνική ασφαλώς. Διότι –ούτε λίγο, ούτε πολύ, ο Γιαννάκης εμμέσως πλην σαφώς λέει ότι ο Γκάλης δεν καταλάβαινε ότι μετέχει σε ομαδικό άθλημα και παίζει μαζί με άλλους που λέγονται συμπαίκτες. Δεν μπορούσε, επίσης, να αντιληφθεί ότι ένα ματς κρίνεται τόσο από τους πόντους που θα βάλει μια ομάδα, όσο και από τους πόντους που θα δεχθεί. Μόνο… χαζούλη, που δεν τον είπε. Με την καλή έννοια πάντοτε…

Προφανώς τα πράγματα είναι κάπως αλλιώς. Δεν ξέρουμε πώς ακριβώς, διότι δεν μπορούμε να μπούμε στο μυαλό και την καρδιά κανενός. Αλλά είναι σίγουρο ότι ο Γκάλης και το μπάσκετ ήξερε και ότι είχε συμπαίκτες γνώριζε και το πως μια ομάδα κερδίζει έναν αγώνα καταλάβαινε. Εκείνο που ίσως δεν κατάφερε ποτέ καλά –παρά την αμερικανική του νοοτροπία ή ίσως εξαιτίας της- είναι να κάνει δημόσιες σχέσεις μέσα κι έξω από τα γήπεδα. Με συμπαίκτες, προπονητές, παράγοντες, αντιπάλους. Στην Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα. Επίσης ήταν σκληρός διαπραγματευτής στα οικονομικά, ίσως διότι αντιλαμβανόταν και τιμολογούσε αντιστοίχως όχι μόνο την δική του αξία, αλλά και την υπεραξία που προσέδιδε στην ομάδα του και –τελικά- συνολικά στο ελληνικό μπάσκετ. Τιμολογούσε τον τρόπο να παραμένει σε υψηλό επίπεδο και να κερδίζει. Τον τρόπο ζωής του, τη σκληρή προπόνηση, την πνευματική συγκέντρωση. Όλα αυτά που –κακά τα ψέματα- ήταν άγνωστα στην Ελλάδα της δεκαετία του 1980, που έκανε τα πρώτα της βήματα στον επαγγελματικό, ανταγωνιστικό αθλητισμό. Και ως γνωστόν το κάθε συνάφι, στην προκειμένη περίπτωση οι συμπαίκτες, οι συναθλητές και το μπασκετικό κύκλωμα εν γένει, δεν συγχωρεί εύκολα τον καλύτερο, ο οποίος επιπλέον έχει συνειδητοποιήσει την αξία του και δεν κρύβεται πίσω από μια υποκριτική μετριοφροσύνη. Στην πραγματικότητα βρισκόμαστε μπροστά σε σύγκρουση νοοτροπιών, οπότε ο… πόλεμος είναι δεδομένος.   

Η σχέση Γκάλη – Γιαννάκη απασχολεί ακόμη τη Θεσσαλονίκη, όπως ακριβώς ο υπόλοιπος κόσμος εξακολουθεί να γοητεύεται από ιστορίες για τη Μαρία Κάλλας και τον Αριστοτέλη Ωνάση. Η εποχή που το σπουδαίο δίδυμο μεγαλουργούσε στα γήπεδα της Ευρώπης υπήρξε λαμπερή και οι μνήμες της είναι ακόμη έντονες. Ιδιαίτερα σήμερα που η Θεσσαλονίκη περισσότερο γκρίζα και μουντή, όπως συνήθως ο καιρός το φθινόπωρο και τον χειμώνα. Μόνο που επειδή πολλά έχουν γραφτεί και έχουν ειπωθεί –σίγουρα όλα τα δημόσια έχουν καταγραφεί- από εδώ και πέρα κάθε παραπάνω κουβέντα θα αποκαλύπτει σκοτεινά συναισθήματα και μαύρες σκέψεις. Γι’ αυτό καλό θα ήταν να αποφεύγονται, δεδομένου, μάλιστα, ότι τέτοιου είδους… αδικήματα δεν έχουν χρόνο παραγραφής.