Skip to main content

Γιατί η Συμφωνία δεν επηρεάζει τις οικονομικές σχέσεις Ελλάδος - ΠΓΔΜ

Η συμφωνία των Πρεσπών δημιούργησε προσδοκίες ότι θα συμβάλλει στην στενότερη οικονομική συνεργασία ανάμεσα στις δύο πλευρές. Είναι, όμως, έτσι;

Η Συμφωνία των Πρεσπών, από την περίοδο που ακόμη βρισκόταν στο στάδιο των διαπραγματεύσεων, δεν είχε υπογραφεί και δεν είχε επικυρωθεί από τις δύο χώρες, δημιούργησε προσδοκίες ότι θα συμβάλλει στην στενότερη οικονομική συνεργασία ανάμεσα στις δύο πλευρές.

Για την ακρίβεια, το συγκεκριμένο αφήγημα προέβαλαν οι κυβερνήσεις σε Αθήνα και Σκόπια για να πείσουν ότι η επίλυση των διαφορών ανάμεσα στην Ελλάδα και την πΓΔΜ σε ότι αφορά το ονοματολογικό θα βοηθήσει τους δύο λαούς να ζήσουν καλύτερα και μέσω της οικονομικής ανάπτυξης ή συν-ανάπτυξης, όπως είναι όρος που κατά κόρον έχει χρησιμοποιηθεί από τον Αλέξη Τσίπρα. Τις τελευταίες ημέρες που η Συμφωνία των Πρεσπών έχει επικυρωθεί κι επομένως δημιουργεί νέα δεδομένα στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας, ο ισχυρισμός αυτός επανέρχεται από τα χείλη πολιτικών, αλλά και κάποιων εκπροσώπων επιχειρηματικών φορέων. Πρόκειται για κάτι πολύ καλό και εξαιρετικά αισιόδοξο για να είναι αληθινό με βάση τα πραγματικά δεδομένα των δύο οικονομιών και των δύο παραγωγικών συστημάτων. Το σενάριο αυτό ανήκει περισσότερο στην κατηγορία μιας επιθυμίας που προβάλλεται ως εν δυνάμει πραγματικότητα, παρά στον ρεαλισμό.

Για όσους ζουν από κοντά τα οικονομικά και επιχειρηματικά δεδομένα στα Βαλκάνια τις τελευταίες τρεις δεκαετίες –και στη Θεσσαλονίκη για ευνόητους λόγους υπάρχουν αρκετοί με τέτοιες προσλαμβάνουσες και εμπειρίες- τα πράγματα είναι πιο απλά. Σημειώστε:

Η Ελλάδα και η πΓΔΜ συνορεύουν και ως εκ τούτου συνεργάζονται πρωτίστως ως γείτονες. Με δεδομένο, μάλιστα, αφενός το μικρό μέγεθος της γειτονικής χώρας, που δεν αποτελεί στρατιωτική απειλή όπως η Τουρκία, και αφετέρου την πάγια ελληνική πολιτική του «δεν διεκδικούμε τίποτα», οι προϋποθέσεις για απρόσκοπτη συνεργασία υπάρχουν. Και αξιοποιούνται στο μέτρο του δυνατού. Η ελληνική πλευρά πουλάει προϊόντα στα Σκόπια, ενώ ελληνικές επιχειρήσεις –ακόμη και κρατικές- έχουν επενδύσει σε διάφορους τομείς στη γειτονική χώρα. Εμπόριο και επενδύσεις που αντιστοιχούν –για να μην ξεχνιόμαστε- στο πληθυσμιακό μέγεθος των δύο εκατ. κατοίκων και καταναλωτών. Επίσης, οι κάτοικοι της πΓΔΜ επιλέγουν μαζικά τη Βόρεια Ελλάδα και τη Θεσσαλονίκη για τις καλοκαιρινές τους διακοπές, αλλά και τις ενδιάμεσες αποδράσεις τους τα σαββατοκύριακα και τα τριήμερα.

Από την πλευρά τους πολλοί βορειοελλαδίτες μεταβαίνουν καθημερινά στην άλλη πλευρά των συνόρων τόσο για διασκέδαση, όσο και για ψώνια ή υπηρεσίες, από σούπερ μάρκετ και βενζινάδικα, μέχρι οδοντιατρικές επισκέψεις. Σε αυτές τις ανταλλαγές –και τις γενικότερες οικονομικές και επιχειρηματικές σχέσεις- βασικά κριτήρια είναι εάν συμφέρουν οικονομικά και εάν είναι εφικτές πρακτικά. Επομένως η συμφωνία με την οποία –μεταξύ άλλων- η πΓΔΜ ονομάζεται Βόρεια Μακεδονία και αναγνωρίζει την αρχαία ιστορία της Μακεδονίας ως ελληνική, δεν θα έχει κάποια ιδιαίτερη επίπτωση στο οικονομικό και επιχειρηματικό τοπίο. Όσοι ονειρεύονται κάτι διαφορετικό, καλό θα ήταν να ξανακοιτάξουν το θέμα. Από τις δυνατότητες των επιχειρήσεων της γειτονικής χώρας και την καταναλωτική δύναμη των κατοίκων, μέχρι τις ανάγκες των ελληνικών επιχειρήσεων σε εξαγωγές και επενδύσεις. Περίπου 30 χρόνια μετά το άνοιγμα των συνόρων οι εμπορικές και οικονομικές σχέσεις των δύο χωρών περνούν από σκαμπανεβάσματα, τα οποία ορίζουν οι κύκλοι της οικονομίας.

Ούτε οι πρωθυπουργοί, ούτε τα υπουργεία Εξωτερικών μπορούν τα επηρεάσουν ουσιαστικά τον συγκεκριμένο οικονομικό χώρο, ο οποίος με τα σημερινά δεδομένα έχει εξαντλήσει τα όρια του σε πολλούς τομείς.

Τα επόμενα στάδια στις οικονομικές σχέσεις Αθήνας – Σκοπίων ενδέχεται να επηρεαστούν πραγματικά σε δύο ενδεχόμενα. Κατ’ αρχήν, από την είσοδο της πΓΔΜ στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κάτι που θα σημάνει την ενδυνάμωση της τοπικής οικονομίας, μέσω κυρίως των κοινοτικών κονδυλίων. Πρόκειται για μακρινή προοπτική, τις επιπτώσεις της οποίας είναι πολύ νωρίς για να προσεγγίσει κάποιος με αξιοπιστία. Πολύ περισσότερο να ποντάρει οικονομικά και επενδυτικά επάνω της. Το δεύτερο –πολύ πιθανό- ενδεχόμενο είναι ο εμπορικός πόλεμος στις διεθνείς αγορές για τις επωνυμίες και τα σήματα που χρησιμοποιούν τον όρο Μακεδονία και παράγωγά του. Αλλά αυτό ήδη συμβαίνει σε πολλές περιπτώσεις και δεν πρόκειται να σταματήσει εύκολα. Πολύ περισσότερο που η Συμφωνία των Πρεσπών προβλέπει μακροχρόνιες και γραφειοκρατικές διαδικασίες επί του θέματος, που είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν θα οδηγήσουν σε τρία, πέντε ή περισσότερα χρόνια σε κάποιο οριστικό αποτέλεσμα. Μάλλον τα κατά τόπους δικαστήρια και η επιχειρηματική ισχύς θα αποφαίνονται κατά περίπτωση.

Τούτων δοθέντων ας μη ποντάρει κανείς τα ρέστα του στην συν-ανάπτυξη Ελλάδας – πΓΔΜ. Οι δύο χώρες έχουν διαφορετικού μεγέθους οικονομίες και διαφορετικού προσανατολισμού επιχειρηματικές, παραγωγικές και εμπορικές κατευθύνσεις. Ειδικά η Ελλάδα –και ειδικότερα η Βόρεια Ελλάδα- ήδη για την ανάπτυξη και την εξωστρέφεια της κοιτά πέρα από τα Βαλκάνια. Όχι από ιδεοληψία, αλλά για αντικειμενικούς λόγους. Οι γύρω χώρες –και η πΓΔΜ- έχουν πολύ δρόμο ακόμη να διανύσουν για να αποτελέσουν καθοριστικό παράγοντα για την ελληνική οικονομία. Ακόμη και στην αισιόδοξη δεκαετία του 1990, όταν τα σύνορα στα Βαλκάνια χαμήλωναν μέχρι εξαφανίσεως και υπήρχε –έστω θεωρητικά- η προοπτική της δημιουργίας ενιαίας αγοράς 60 εκατ. καταναλωτών στα βόρεια σύνορα της χώρας, ήταν κατανοητό ότι το πληθυσμιακό μέγεθος δεν αρκεί, χωρίς σημαντική αύξηση του μεγέθους και ωρίμανσης των οικονομιών των χωρών της περιοχής. Η ουτοπία εκείνης της περιόδου, που ενδεχομένως να εμπνέει κάποιους ακόμη και σήμερα, είναι ότι οι εξελίξεις σε αυτή την κατεύθυνση θα έτρεχαν γρήγορα. Κάτι που –φυσικά- δεν επιβεβαιώθηκε στην πράξη. Όπως ακριβώς ο ιστορικός, έτσι και ο οικονομικός χρόνος, δεν εκβιάζονται, ούτε πυκνώνουν τόσο πολύ. Ας μη ξεχνά κανείς τι πέρασαν στο οικονομικό πεδίο αυτές οι χώρες τις πέντε δεκαετίες πριν το 1990.

ΥΓ. Η Ελλάδα έχει σοβαρά θέματα να λύσει με τον εξ’  Ανατολών γείτονα. Η αλήθεια είναι ότι το κατά καιρούς κλίμα στις σχέσεις Αθήνας – Άγκυρας επηρεάζει τις οικονομικές και εμπορικές σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας. Οι άνθρωποι δεν ταξιδεύουν, ίσως κάποιοι και να μην αγοράζουν προϊόντα φτιαγμένα στη μια ή στην άλλη πλευρά του Αιγαίου κι του Έβρου, οι επιχειρηματίες είναι επιφυλακτικοί. Υπάρχει κανείς που πιστεύει ότι αντίστοιχα αισθήματα έχουν αναπτυχθεί ανάμεσα στους πολίτες της Ελλάδας και της πΓΔΜ; Αν υπάρχει, μία επίσκεψη στις συνοριακές διαβάσεις μια οποιαδήποτε καθημερινή ημέρα, γιορτή και σχόλη θα τον κάνει να αναθεωρήσει τέτοιου είδους απόψεις.  

ΥΓ2. Πολύ κουβέντα γίνεται για το λιμάνι της Θεσσαλονίκης και πως δήθεν τώρα, μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών, οι επιχειρήσεις της γειτονικής χώρας θα το αξιοποιήσουν για την ανάπτυξη και την εξωστρέφεια τους. Άπαντες όσοι παρεπιδημούν στα κρηπιδώματα, στην Κουντουριώτου και στους γύρω δρόμους κι έχουν καθημερινή τριβή με τις λιμενικές εργασίες διαβεβαιώνουν ότι ουδέποτε όλα αυτά τα χρόνια –ούτε ακόμη και στη σύντομη περίοδο του ελληνικού εμπάργκο στα μέσα της δεκαετίας του 1990- υπήρξε κάποιο εμπόδιο για τη χρήση του λιμανιού από χρήστες των γειτονικών χωρών. Οπότε όσοι πιστεύουν ότι κάποια πράγματα θα αλλάξουν δραματικά ας το ξανασκεφτούν.