Skip to main content

Γιατί η Θεσσαλονίκη πληρώνει βαρύτερο τίμημα για το brain drain

Τώρα το περίφημο brain drain, η διαρροή εγκεφάλων που πλήττει την Ελλάδα, έχει μεγάλες επιπτώσεις στην πόλη της Θεσσαλονίκης.

Στις δεκαετίες του 1960, του 1970 και του 1980, όταν στην Ελλάδα δεν ίσχυε το δόγμα «κάθε πόλη και ΑΕΙ, κάθε χωριό και ΤΕΙ» που καθιερώθηκε αργότερα για να υλοποιηθεί η «πολιτική της γκαρσονιέρας», σχεδόν η μισή χώρα σπούδαζε στη Θεσσαλονίκη. Για την ακρίβεια περίπου οι μισοί –ίσως κάτι λιγότερο- από τους επιτυχόντες κάθε χρόνο στις εισαγωγικές εξετάσεις για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, βρίσκονταν το Σεπτέμβριο στη Θεσσαλονίκη. Για να εγγραφούν στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, το μεγαλύτερο της χώρας και των Βαλκανίων ανέκαθεν που βρίσκεται και σήμερα στην ίδια θέση, ή στην Ανώτατη Βιομηχανική Σχολή, που αργότερα εξελίχθηκε σε «Πανεπιστήμιο Μακεδονίας» και μετακόμισε από τη συμβολή των οδών Αγίας Σοφίας και Προξένου Κορομηλά, στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου, δίπλα στην Έκθεση και κάτω από το ΑΠΘ, ή στα ΚΑΤΕΕ, που αργότερα εξελίχθηκαν σε ΤΕΙ και μετακόμισαν από την περιοχή του Κρικέλα στη Σίνδο.    

Απολύτως ρεαλιστικά η Θεσσαλονίκη ήταν εκείνη την εποχή η βασική φοιτητούπολη της χώρας, υπό την έννοια ότι οι φοιτητές έδιναν πραγματικό χρώμα στην καθημερινότητα της.

Ίσως επειδή ήταν πολλοί –το 10% του πληθυσμού και παραπάνω. Ίσως διότι τα δύο πανεπιστήμια βρίσκονται στο κέντρο της και η παρουσία τους χαρακτήριζε καθοριστικά την τοπική κοινωνία. Κάτι που δε συνέβαινε στην Αθήνα λόγω πληθυσμού και αποστάσεων. Η βασική πανεπιστημιούπολη είχε ήδη «μετακομίσει» στου Ζωγράφου. Τα οφέλη για τη Θεσσαλονίκη από την παρουσία των φοιτητών ήταν πολλά. Τα περισσότερα ορατά δια γυμνού οφθαλμού και επομένως άμεσα αντιληπτά. Η τόνωση της οικονομίας από το φοιτητικό τζίρο στην αγορά και τα διαμερίσματα, αλλά και η πολυχρωμία στην κοινωνία είναι καταστάσεις που εύκολα κατανοεί κανείς. Μόνο που το πιο σημαντικό κέρδος της Θεσσαλονίκης ήταν δευτερογενές. Σχεδόν αόρατο και γι’ αυτό αταξινόμητο, αχαρτογράφητο και πιθανόν εκτός αξιολόγησης. Πρόκειται για το ανθρώπινο κεφάλαιο, για τους νέους που βρίσκονταν στην Θεσσαλονίκη οι περισσότεροι προερχόμενοι από κάποια πανέμορφη περιφέρεια της χώρας και ολοκληρώνοντας τις σπουδές τους παρέμεναν κι έχτιζαν τη ζωή τους στην πρωτεύουσα του ελληνικού Βορρά. Είτε διότι στον τόπο τους δεν υπήρχε επαγγελματικό αντικείμενο με αναφορά στις σπουδές τους, είτε διότι η ατμόσφαιρα της Θεσσαλονίκης τους είχε γοητεύσει, είτε διότι οι εξελίξεις στα προσωπικά τους επέβαλαν ως επιλογή τη Θεσσαλονίκη. Σε πολλές περιπτώσεις ίσχυαν και τα τρία, καθώς το ένα φέρνει το άλλο, το ένα συμπληρώνει το άλλο.

Όλες αυτές οι χιλιάδες επιστήμονες συμπλήρωσαν δημιουργικά το οικονομικό και κοινωνικό προφίλ της Θεσσαλονίκης. Όπως είχε συμβεί στη δεκαετία του 1920 με τους Μικρασιάτες, έτσι και 50 χρόνια μετά η Θεσσαλονίκη ωφελήθηκε από τους μέτοικους, οι οποίοι συνέβαλαν αποφασιστικά στην εξέλιξή της. Γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί, εκπαιδευτικοί, οικονομολόγοι, που εξελίχθηκαν σε επαγγελματίες, σε επιχειρηματίες, σε στελέχη του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα. Όλοι αυτοί, οι αυτοδημιούργητοι άνθρωποι, με τα καλά τους και τα κακά τους, «κουβάλησαν» στις πλάτες τους την Θεσσαλονίκη των τελευταίων πέντε δεκαετιών. Την μεγάλωσαν πληθυσμιακά, την ανέπτυξαν οικονομικά, την ωρίμασαν κοινωνικά και πολιτικά. Ότι βλέπουμε και νιώθουμε στη σημερινή Θεσσαλονίκη οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε αυτές τι γενιές. Γι’ αυτό η φυγή από την Ελλάδα των μορφωμένων νέων Ελλήνων τα τελευταία χρόνια «πονάει» τη Θεσσαλονίκη λίγο παραπάνω. Απόφοιτοι του ΑΠΘ και του ΠΑΜΑΚ είναι πολλοί –αν όχι οι περισσότεροι- από αυτούς που ξενιτεύονται.

Έτσι κι αλλιώς από τη δεκαετία του 1990 τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν, ώσπου με την κρίση έγιναν αγνώριστα.  Η Θεσσαλονίκη παρέμεινε ακίνητη και γι’ αυτό «χορτάριασε», αφού ως γνωστόν μόνο «πέτρα που κυλάει δε χορταριάζει». Επίσης, παρέμεινε εξαιρετικά εσωστρεφής, σε χρόνια που η εξωστρέφεια έστελνε… ταμείο, δηλαδή ήταν βασικό συστατικό για την οικονομική ανάπτυξη. Την ίδια ώρα η Αθήνα απέκτησε διαφορετικό ενδιαφέρον. Χοντρικά από τότε που ανέλαβε τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 η πρωτεύουσα της χώρας απογειώθηκε και φυσικά συγκέντρωσε το ενδιαφέρον των πιο δημιουργικών –ιδιαίτερα των νέων- ανθρώπων της χώρας.

Τώρα το περίφημο brain drain, η διαρροή εγκεφάλων που πλήττει την Ελλάδα, έχει μεγάλες επιπτώσεις στη Θεσσαλονίκη. Στο μέλλον της πόλης και της οικονομίας, αφού στο παρόν αντέχουν ακόμη μέχρι ενός σημείου κάποιοι μεγαλύτεροι. Όσοι ήταν νέοι στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Το αύριο, όμως, που χωρίς να φαίνεται ακόμη στη βιτρίνα, προετοιμάζεται σήμερα, κινδυνεύει να αποδειχθεί «πουκάμισο αδειανό». Σε πέντε – δέκα χρόνια μετά βεβαιότητος η εικόνα της Θεσσαλονίκης θα είναι διαφορετική. Η πόλη πιθανόν θα έχει μετρό, ίσως περισσότερους τουρίστες κι ένα κάπως βελτιωμένο θαλάσσιο μέτωπο. Το λιμάνι θα έχει αναπτυχθεί και οι πέριξ αυτού δραστηριότητες θα έχουν ενισχυθεί. Ενδεχομένως και το εμπόριο να πηγαίνει καλά, στο επίπεδο των πολυεθνικών και των πολυκαταστημάτων, ενώ είναι πιθανό κάποιες μεμονωμένες επιχειρήσεις τόσο της παραδοσιακής, όσο και της σύγχρονης οικονομίας με έντονη εξωστρέφεια να μεσουρανούν αξιοποιώντας τις ψηφιακές δυνατότητες. Κατά τα λοιπά, όμως, η έλλειψη κρίσιμης μάζας νέων μυαλών αναμένεται να αποδειχθεί καθοριστική για πολλούς τομείς της οικονομίας και της κοινωνίας. Το χειρότερο, μάλιστα, είναι ότι το συγκεκριμένο πρόβλημα στην πράξη δεν δείχνει να απασχολεί και πολλούς στην Ελλάδα και σχεδόν κανέναν στη Θεσσαλονίκη. Ακόμη και οι παραγωγικοί και επιστημονικοί φορείς, ως συλλογικότητες του ιδιωτικού τομέα, ρίχνουν το βάρος τους αποκλειστικά στη στήριξη υφιστάμενων επαγγελματιών και επιχειρήσεων, όποια κι αν είναι η κατάστασή τους ή οι προοπτικές του κλάδου στον οποίο δραστηριοποιούνται. Όπως ακριβώς το υπουργείο Οικονομικών ενδιαφέρεται περισσότερο για τις συντάξεις –ακόμη κι αν τις πετσοκόβει επειδή δεν μπορεί να τις πληρώσει- παρά για τη στήριξη των νέων επιχειρήσεων, των νέων εργαζομένων. Κάτι που αποδεικνύει την έλλειψη έμπνευσης και οράματος. Ίσως διότι το μέλλον –και αυτό είναι ένα πρόβλημα σε μια χώρα όπως η Ελλάδα- δεν ψηφίζει.

Οπότε δεν μπορεί να διαπραγματευτεί την αλλαγή των ισορροπιών στα διάφορα επίπεδα της εξουσίας, ώστε να τραβήξει την προσοχή. Η Ελλάδα ανήκει πολιτικά στη Δύση και γεωγραφικά πολύ κοντά στην Ευρώπη. Μόνο που δεν μοιάζει ούτε να βλέπει, ούτε να αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει εκεί και πως λειτουργούν και αποφασίζουν τις προτεραιότητες τους οι κοινωνίες. Γι’ αυτή την εθνική… αναπηρία η Θεσσαλονίκη καταβάλλει βαρύ τίμημα. Και θα πληρώσει πολύ περισσότερα στα επόμενα χρόνια.