Skip to main content

Γιατί η Θεσσαλονίκη πρέπει αυτή τη φορά να κερδίσει το στοίχημα

Εύκολα μπορεί να σκεφτεί κανείς «στο ίδιο έργο θεατές», όμως αυτό δεν πρέπει να οδηγεί σε παραίτηση ή σε αποδοχή της ήττας.

Του Αλέξανδρου Παπουτσή*

Είναι γεγονός ότι η πόλη διακατέχεται από ένα αίσθημα υστέρησης και αδικίας γιατί είναι εμφανές πως για πολλά χρόνια οι εξελίξεις δεν ήταν θετικές σε σχεδόν κανένα επίπεδο. Η πόλη εγκλωβίστηκε, συνήθισε στην ήττα, έμεινε πίσω σε βασικές υποδομές. Οποιαδήποτε σύγκριση με την Αθήνα αλλά και με ευρωπαϊκές πόλεις παρόμοιου μεγέθους ήταν αποκαρδιωτική. Η υπερδεκαετής κρίση ήρθε και επικάθισε στην πόλη που μετρούσε ήδη χρόνια προβλημάτων, αποβιομηχάνισης και πολιτικών αστοχιών.

Για να είμαστε δίκαιοι για την κατάσταση αυτή που διαμορφώθηκε ευθύνη είχε και η ίδια η πόλη καθώς ποτέ δεν συναίνεσε σε μία δέσμη προτάσεων, σε ένα – ακόμη και διεκδικητικό – πλαίσιο. Ποτέ δεν υπήρξε μία στοιχειώδης συναντίληψη για κομβικά ζητήματα ωσάν να είχαμε να λύσουμε το μεσανατολικό ζήτημα. Το σύνηθες ήταν η εύρεση αφορμών για διχασμούς και μάχες ενώ τα τρένα περνούσαν, τα χρόνια περνούσαν, οι ευθέως συγκρινόμενοι με αυτήν προχωρούσαν και η δυσαρέσκεια αθροίζονταν.

Όσο λοιπόν από τη μία οξύνονταν η ακινησία, η δυστοκία, η αναποτελεσματικότητα και η πόλη βούλιαζε στο τέλμα, τόσο περισσότερο διακινούνταν εκθέσεις ιδεών για μια πόλη που έχει δυνατότητες. Από συμπρωτεύουσα αναβαθμίστηκε σε πρωτεύουσα των Βαλκανίων, σε κόμβο της Νοτιανατολικής Ευρώπης όμως αν κυκλοφορούσες στους δρόμους της θα έβρισκες μισό Μέσο Μαζικής Μεταφοράς – γιατί τον ΟΑΣΘ των 10s δεν μπορούσες να τον υπολογίσεις ως μονάδα. Εξαγγελίες, άυλες επιτυχίες στο φαντασιακό, νίκες χωρίς αντίκρισμά, αλλαγές επί αλλαγών όμως στο τέλος της ημέρας τα βασικά ήταν ζητούμενο.

Σήμερα διακρίνεται μία ευκαιρία για τη Θεσσαλονίκη. Μία ευκαιρία που θα ήταν πολύ πιο εμφανής εάν δεν μεσολαβούσε η πανδημία – η οποία είναι αλήθεια ότι ανέκοψε τη δυναμική που είχε αρχίσει να διαφαίνεται αλλά ευτυχώς δεν την ματαίωσε. Η πανδημία όρισε βέβαια νέες προτεραιότητες, απορρόφησε αρκετούς πόρους όμως ταυτόχρονα οδήγησε σε μία συνειδητοποίηση. Η πόλη ως είχε δεν μπορούσε να πορευτεί.

Το αίτημα προ πανδημίας για έργα υποδομών είναι σήμερα μονόδρομος. Η ανάγκη για αναπλάσεις του δημοσίου χώρου, για συντήρηση των δικτύων και για  παρεμβάσεις σε γειτονιές που είχαν χρόνια να δουν έργα βελτίωσης της καθημερινότητας είναι δεδομένη.

Η ευκαιρία που σχηματοποιείται στη Θεσσαλονίκη των επόμενων ετών σχετίζεται αφενός με τη δημοσιονομική δυνατότητα της κυβέρνησης να χρηματοδοτήσει μία σειρά μεσαίων και μεγάλων έργων και αφετέρου με την ξεκάθαρη τοποθέτηση σε όλους τους τόνους της δημοτικής αρχής και του Δημάρχου Κ. Ζέρβα που δίνει προτεραιότητα σε υποδομές και αναπλάσεις του δημοσίου χώρου. Υπάρχει κατά κάποιο τρόπο μια συμφωνία αρχών και στόχων για τη Θεσσαλονίκη – μένει βέβαια να υλοποιηθεί.

Είναι αλήθεια ότι κάθε διοίκηση σε κάθε βαθμίδα – κυβέρνηση, αυτοδιοίκηση, εταιρική διοίκηση- μέσα από τις δικές της επεξεργασίες και προσεγγίσεις θέτει προτεραιότητες και ιεραρχήσεις. Το γεγονός ότι ο δήμος Θεσσαλονίκης πολιτικά υποστηρίζει όλα τα project, ότι λύνει τάχιστα, όπου εμπλέκεται, διαδικαστικά ζητήματα και εργάζεται συστηματικά στην κατεύθυνση επιτάχυνσης των σχεδιαζόμενων έργων είναι σημαντικό καθώς συναντά την εθνική αναγκαιότητα απορρόφησης πόρων, αξιοποιεί τη συγκυρία ύπαρξης χρηματοδοτικών εργαλείων και εναρμονίζεται με το υπόρρητο αίτημα δεκαετιών για έργα υποδομής και αστικής αναζωογόνησης.

Τη δεδομένη στιγμή στον χάρτη της Θεσσαλονίκης υπάρχει μια πλειάδα έργων που με ορίζοντα δεκαετίας μπορούν να αλλάξουν το πρόσωπο της πόλης. Η διαφορά με το παρελθόν είναι πως τα περισσότερα δεν είναι εξαγγελίες αλλά στον έναν ή τον άλλο βαθμό είναι έργα που είτε έχουν προγραμματιστεί, είτε είναι στο στάδιο μελέτης, είτε ολοκληρώνονται. Αυτόν τον χάρτη κρατούσε ο δήμαρχος στην πρόσφατη συνάντησή του με τον πρωθυπουργό. Και είναι σημαντικό να ξεπεράσουμε το word και να φτάσουμε στους χάρτες και τα τοπογραφικά. Και βέβαια δεν θα μπορούσαν να λείπουν και στοιχεία μιας μελλοντικής ατζέντας που σήμερα δεν είναι ώριμα – η πόλη στην εξέλιξή της.

Η δυσπιστία του κατοίκου της Θεσσαλονίκης βέβαια είναι εύλογη. Εύκολα μπορεί να σκεφτεί κανείς «στο ίδιο έργο θεατές», όμως αυτό δεν πρέπει να οδηγεί σε παραίτηση ή αποδοχή της ήττας. Η υστέρηση δεν είναι νομοτέλεια ακόμη και αν η υπέρβασή της απαιτεί προϋποθέσεις. Ο κοινωνικός παράγοντας είναι σημαντικός και η δημιουργία μιας μεγάλης πολιτικής και κοινωνικής συμμαχίας υπέρ αυτής της ατζέντας που αποδεδειγμένα μπορεί να αναβαθμίσει τις προοπτικές της πόλης αλλά και την ποιότητα ζωής των κατοίκων της είναι ένας ασφαλής δρόμος.

*Ο Αλέξανδρος Παπουτσής είναι πολιτικός επιστήμων και σύμβουλος του δημάρχου Θεσσαλονίκης