Skip to main content

Γιατί οι Θεσσαλονικείς δεν θεωρούνται πελάτες στην υπόλοιπη Βόρεια Ελλάδα

Οι τουριστικοί παράγοντες και φορείς των άλλων περιοχών δείχνουν να εμπιστεύονται για την προσέλκυση των Θεσσαλονικέων μόνο τα… φυσικά φαινόμενα

Ο κανόνας λέει πως όταν υπάρχει ένα ισχυρό κέντρο, για παράδειγμα μια μεγαλούπολη, και γύρω του διάφοροι μικρότεροι πόλοι, το επίπεδο της αλληλεπίδρασης εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τις δυνατότητες επικοινωνίας. Όσο καλύτερες είναι οι μεταφορικές υποδομές και όσο ευχερέστερες είναι οι προσβάσεις τόσο αυξάνει η κινητικότητα και από τις δύο πλευρές. Αν και με βάση τους νόμους της φυσικής σε αυτόν τον άτυπο ανταγωνισμό το ισχυρό κέντρο έχει περισσότερα οφέλη, αφού λόγω μεγέθους διαθέτει τη δύναμη του μαγνήτη και τη γοητεία της ποικιλίας, πολλά εξαρτώνται από το πόσο δημιουργικά κάθε πλευρά –ειδικότερα οι πιο μικρές- αξιοποιούν τα πλεονεκτήματα τους, κυρίως την ευελιξία, την προσαρμοστικότητα και την ταχύτητα.

Από τη θεωρία στην πράξη:  τα τελευταία 15 – 20 χρόνια η ολοκλήρωση της Εγνατίας Οδού, η δημιουργία αρκετών κάθετων αξόνων κατά μήκος της και η βελτίωση των συνθηκών στην εθνική οδό Πατρών – Αθηνών – Θεσσαλονίκης (ΠΑΘΕ) έχει συντελέσει σε δύο κατευθύνσεις: Αφενός στην άρση της απομόνωσης περιοχών της Βορείου Ελλάδος που επί δεκαετίες είχαν πρόβλημα –χαρακτηριστικό παράδειγμα η Δυτική Μακεδονία και τα Ιωάννινα- και αφετέρου στην ενδυνάμωση των σχέσεων του συνόλου των περιοχών του Βορειοελλαδικού Τόξου με το μητροπολιτικό κέντρο της περιοχής, τη Θεσσαλονίκη. Με τις αποστάσεις να μειώνονται θεαματικά και τις μετακινήσεις να γίνονται, πλέον, με άνεση και –κυρίως- ασφάλεια η Βόρεια Ελλάδα μπορεί να νοείται, πλέον, ως ενιαίος χώρος. Τόσο από τα δυτικά στην Ηγουμενίτσα και τα Ιωάννινα και από το Βορειοδυτικά από Καστοριά, Φλώρινα και Κοζάνη, όσο και από τα ανατολικά, τον άξονα Καβάλα, Ξάνθη, Κομοτηνή, Αλεξανδρούπολη η Θεσσαλονίκη, αλλά και από τη Θεσσαλία, η Θεσσαλονίκη βρίσκεται, πλέον, σε απόσταση αναπνοής ή περίπου. Όταν μία διαδρομή τεσσάρων, πέντε ή έξι ωρών πέφτει στο ένα τρίτο η εικόνα αλλάξει και οι δυνατότητες επαφής πολλαπλασιάζονται. Εάν αυτή η εικόνα υπήρχε, όπως κανονικά θα έπρεπε, πριν από 50 – 60 χρόνια οι εξελίξεις στην περιοχή μάλλον θα ήταν διαφορετικές. Τώρα, παρά τη βελτίωση στη λειτουργικότητα του συστήματος της Βορείου Ελλάδος, οι ουσιαστικές επιπτώσεις είναι ακόμη περιορισμένες. Σίγουρα οι Θεσσαλονικείς εκδράμουν ευκολότερα –για παράδειγμα- στα Ιωάννινα και την Κομοτηνή, ενώ από την Δράμα και τα Γρεβενά έρχονται πανεύκολα στην αγορά της Θεσσαλονίκης, αλλά οι επιδόσεις που καταγράφονται δεν είναι θεαματικές, ούτε ανάλογες των δυνατοτήτων. Φυσικά υπάρχει εξήγηση: οι δύσκολες επί δεκαετίες συνθήκες δημιούργησαν νοοτροπία αυτονομίας και αυτάρκειας σε κάθε περιοχή, η οποία ανέπτυξε τις υποδομές της, τη δική της επαρκή αγορά, ενώ από τη Θεσσαλονίκη οι εκδρομές συνήθως κατευθύνονται προς το εξωτερικό, στην Κωνσταντινούπολη, στη Σόφια, στο Βουκουρέστι, στη Βουδαπέστη και στη Βιέννη οδικώς και ακόμη μακρύτερα αεροπορικώς. Παράλληλα λόγω έλλειψης σοβαρών δυνατοτήτων για πολλά χρόνια οι αποδράσεις του Σαββατοκύριακου μάλλον δεν έχουν ενσωματωθεί στη νοοτροπία και τη καθημερινότητα της κοινωνίας μιας πόλης που αισθάνονταν περίκλειστη.

Ας ξανασυστηθούμε…

Όλα αυτά έχουν τεράστια σημασία στις μέρες μας και στα επόμενα χρόνια – γέφυρα μέχρι να επιστρέψουμε στην κανονικότητα που μας αποστέρησε η πανδημία του κορωνοϊού. Μια κανονικότητα που δεν σχετίζεται μόνο με τους περιορισμούς στις μετακινήσεις, αλλά και με τα οικονομικά προβλήματα που δημιουργούνται ή έπονται για πολλούς ανάμεσά μας και επιβάλλουν πιο προσιτές επιλογές. Το καλοκαίρι που απλώνεται μπροστά μας είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα: οι ξένοι δεν θα έρθουν ούτε φέτος σωρηδόν, με αποτέλεσμα να βαρύνει πολύ η σημασία του εσωτερικού τουρισμού. Οι Έλληνες -εν προκειμένω οι Θεσσαλονικείς- βρίσκονται επίσης εν μέσω πολλών προβλημάτων, αλλά οι περισσότεροι θα θελήσουν να κάνουν τις ολιγοήμερες διακοπές τους προσαρμοσμένοι στις νέες συνθήκες. Χωρίς μεγάλες δαπάνες και εξαλλοσύνες. Κάτι που πιθανόν σημαίνει λιγότερες ημέρες σε πιο κοντινά μέρη. Επειδή βρισκόμαστε στο καλοκαίρι η Χαλκιδική, η Πιερία, οι περιοχές πέριξ της Ασπροβάλτας, η Καβάλα, η Θάσος, τα παράλια της Θράκης, η Σαμοθράκη, ακόμη και το Πήλιο και οι Σποράδες, με τις οποίες για τους θερινούς μήνες θα υπάρχει ακτοπλοϊκή σύνδεση από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, αλλά και οι ακτές του Ιονίου στην Ήπειρο, συνιστούν πιθανές επιλογές ακόμη και για τρεις - τέσσερις ημέρες ή για ένα long weekend, όπως λένε οι Αμερικάνοι το… Παρασκευο-σαββατοκύριακο.

Το περίεργο, λοιπόν, της υποθέσεως είναι ότι οι τουριστικοί παράγοντες και φορείς αυτών των περιοχών δείχνουν να εμπιστεύονται για την προσέλκυση των Θεσσαλονικέων μόνο τα… φυσικά φαινόμενα. Την ανάγκη του πελάτη που ψάχνει μόνος του. Το καλό οδικό δίκτυο που έχει μικρύνει τις αποστάσεις. Και –φυσικά- τις συνθήκες και τις δυσκολίες της πανδημίας. Καμία προσπάθεια δημιουργικής προσέγγισης του ενός και παραπάνω εκατομμυρίου Θεσσαλονικέων δεν έχει καταγραφεί από κάποια περιοχή της Β. Ελλάδος. Όχι μόνο φέτος και πέρσι, που οι συνθήκες είναι ιδιαίτερες, αλλά τα πολλά προηγούμενα χρόνια. Κάπου μεταξύ του «μας ξέρετε επειδή είμαστε δίπλα σας» και του «δεν σας έχουμε και μεγάλη ανάγκη, υπάρχουν οι ξένοι που προγραμματίζουν διακοπές από νωρίς» οι τουριστικές περιοχές της Βορείου Ελλάδος αδιαφορούν να θυμίσουν την παρουσία τους –τις ομορφιές, τις δυνατότητες και τα πλεονεκτήματα τους- στους Θεσσαλονικείς. Αδιαφορούν τόσο πολύ που –για παράδειγμα- ακόμη και η συμμετοχή τους στη Philoxenia, στην τουριστική έκθεση της ΔΕΘ – Helexpo κάθε Νοέμβριο, απευθύνεται αποκλειστικά στους ξένους tour operators.

Σε αντίθεση με τις αντίστοιχες συμμετοχές των περιοχών της Νοτίου Ελλάδος, που φροντίσουν να κάνουν κάποιες κινήσεις με αποδέκτες τους τοπικούς καταναλωτές, οι οποίοι μαθαίνουν περισσότερα -για παράδειγμα πάντα- για τη Μήλο παρά για τη Σαμοθράκη και για τη Μεσσηνιακή Μάνη παρά για την Πιερία. Ακόμη και η Χαλκιδική, που λόγω ιδιομορφίας –εγγύτητα, εξοχικές κατοικίες κλπ.- θα έπρεπε να ενδιαφέρεται περισσότερο δεν… καταδέχεται να ξανασυστηθεί στην πλατεία Αριστοτέλους, στον πεζόδρομο της Καλαμαριάς, στην πλατεία του Ευόσμου ή στο Πανόραμα. Κάτι που επίσης δεν κάνουν ακόμη κοντινότερα στο πολεοδομικό συγκρότημα σημεία, όπως τα παραθεριστικά μέρη του δήμου Θερμαϊκού. Εκτός κι αν όλοι αυτοί, βαθιά μέσα τους, δεν πιστεύουν ότι αξίζει τον κόπο να προβάλλουν και να υπερασπιστούν κάτι ιδιαίτερο για τον τόπο τους και τη δουλειά τους σε ένα κοινό, που επειδή βρίσκεται κοντά και μιλάει ελληνικά έχει μια αίσθηση περί τίνος πρόκειται, άρα δεν… παραμυθιάζεται εύκολα. Εάν ισχύει αυτό –κάτι μάλλον απίθανο- τότε υπάρχει ουσιαστικό πρόβλημα. Διότι η αλήθεια είναι ότι στη Β. Ελλάδα υπάρχουν ομορφιές, ενδιαφέρουσες καταστάσεις και άνθρωποι με μεράκι που προσπαθούν, οι οποίοι, όμως, απέχουν από το να χαρακτηριστούν έμπειροι επαγγελματίες της τουριστικής αγοράς, που ιδιαίτερα σε δύσκολες ημέρες πρέπει να ψωνίζει απ’ όπου μπορεί, χωρίς να θεωρεί τίποτα δεδομένο.

ΥΓ. Αντίστοιχα η Θεσσαλονίκη δεν έχει αξιοποιήσει τα πλεονεκτήματα της για να προσελκύσει –έστω για λίγες ώρες- τους Βορειοελλαδίτες, οι οποίοι θα θελήσουν οποιαδήποτε στιγμή του χρόνου να κάνουν τη βόλτα τους. Κυρίως επειδή η διάρθρωση του εμπορίου είναι εδώ και δεκαετίες τέτοια που να καλύπτει τις τοπικές ανάγκες κάθε περιοχής, κάτι που δεν συνέβαινε στα χρόνια των 60’s ή των 70’s, έχει χαθεί η δυναμική που παραδοσιακά δημιουργούν οι καταναλωτικές ανάγκες. Σήμερα οι μεγάλες επώνυμες αλυσίδες και τα πολυκαταστήματα  βρίσκονται σε στρατηγικά σημεία σε όλη τη Β. Ελλάδα, όπου δυνητικά μπορεί να υπάρξει κατανάλωση. Επομένως άλλα είναι τα στοιχεία της Θεσσαλονίκης που θα πρέπει να υπογραμμιστούν, έστω και ως υπενθύμιση, στους ανθρώπους που ζουν στο Βορειοελλαδικό Τόξο και τη Θεσσαλία –ιστορία, γαστρονομία, διασκέδαση, ψυχαγωγία κλπ.-, ώστε να αποφασίσουν να την επισκεφθούν ή μάλλον για να την επισκέπτονται τακτικά για να βρουν όσα δεν έχει ο τόπος τους.   

ΥΓ2. Οι παλιού έμποροι, που ήταν αποτελεσματικοί διότι αποδείχθηκαν πρωτοπόροι και ανθεκτικοί, αφού αναπτύσσονταν στις δουλειές τους, όταν μιλούσαν σε περιόδους κρίσης, τότε που τύχαινε να έχουν κεσάτια, έλεγαν: ακόμη και η σκόνη από το πανωφόρι του πελάτη έχει αξία.