Skip to main content

Θεσσαλονίκη: Πώς είδαν οι επιχειρηματίες τις εξαγγελίες Μητσοτάκη

Πώς είδαν οι εκπρόσωποι των παραγωγικών φορέων της Θεσσαλονίκης τις χθεσινές ανακοινώσεις του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη.

Με ικανοποίηση αντιμετωπίζουν τις ανακοινώσεις του Κ. Μητσοτάκη για την οικονομία οι εκπρόσωποι των παραγωγικών φορέων της Θεσσαλονίκης.

Ειδικά η μείωση της φορολογίας και ασφαλιστικών εισφορών κατά 3%, η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης για το 2021 για ελεύθερους επαγγελματίες και εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα, η επιδότηση εργασίας με την κάλυψη του συνόλου των ασφαλιστικών εισφορών των νεοπροσληφθέντων για έξι μήνες κρίνονται ως κινήσεις άμεσης απόδοσης.

Επίσης, οι υπεραποσβέσεις 200% για τις πράσινες και ψηφιακές επενδύσεις την επόμενη τριετία μπορούν να συμβάλλουν τόσο στον προγραμματισμό, όσο και στον εκσυγχρονισμό –εάν όχι μετασχηματισμό- των επιχειρήσεων, ώστε να αντιμετωπίσουν τις σύγχρονες ανταγωνιστικές προκλήσεις.

Ασφαλώς οι προσδοκίες ήταν –και εξακολουθούν να είναι- ακόμη μεγαλύτερες και πιο φιλόδοξες, καθώς η ύφεση που δημιουργεί η πανδημία του κορωνοϊού είναι μεγάλη και πλήττει πολύ ισχυρά τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τους νευραλγικούς για την ελληνική οικονομία τομείς του τουρισμού, της εστίασης και του εμπορίου. Με αυτό το δεδομένο είναι απαραίτητη η ενίσχυση της τελικής καταναλωτικής ζήτησης, κάτι που με τα μέτρα που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός μόνο εμμέσως συμβαίνει. Πολύ περισσότερο που η ανασφάλεια της κοινωνίας οδηγεί λογικά σε συντηρητικές επιλογές των πολιτών σε θέματα όπως η κατανάλωση, η ψυχαγωγία, η διασκέδαση και τα ταξίδια αναψυχής.

Εκείνο που, επίσης, υπογραμμίζει με θετικό τρόπο ο επιχειρηματικός κόσμος της Θεσσαλονίκης είναι η σαφής τοποθέτηση του κ. Μητσοτάκη υπέρ της στήριξης του ιδιωτικού τομέα. Όπως σημειώνουν οικονομικοί παράγοντες του Βορρά ο πρωθυπουργός δείχνει ότι αναγνωρίζει εμπράκτως τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές επιχειρήσεις δέκα χρόνια τώρα, με αρνητικές συνέπειες τόσο στην παραγωγή νέου πλούτου, όσο και στην αγορά εργασίας και την απασχόληση. Άλλωστε στα χρόνια των Μνημνονίων στην Ελλάδα οι πολιτικές επιλογές οδήγησαν στην ανταγωνιστική –και όχι συμπληρωματική- λειτουργία του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα. Από το 2010 οι όποιες ευαίσθητες ισορροπίες είχαν διαμορφωθεί τις περασμένες δεκαετίες ανατράπηκαν πλήρως, με αποτέλεσμα –για παράδειγμα- να βρεθούν στην ανεργία πάνω από ένα εκατομμύριο εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, ενώ έβαλαν λουκέτο περίπου μία στις τέσσερις –επίσης ιδιωτικές- επιχειρήσεις.

Πέρα όμως από το παρελθόν, το απολύτως βέβαιον είναι ότι το αναπτυξιακό μέλλον της χώρας δεν μπορεί παρά να βασιστεί στην ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα. Στην αύξηση των εγχώριων και ξένων επενδύσεων. Στην προώθηση της καινοτομίας. Στην ενίσχυση της εξωστρέφειας. Στον ψηφιακό μετασχηματισμό. Χωρίς αυτά τα στοιχεία, που αποτελούν προνομιακό πεδίο δράσης κατά βάσιν του ιδιωτικού τομέα, η ελληνική οικονομία δεν μπορεί ούτε να αναπτυχθεί, ούτε να εκσυγχρονιστεί.

Ούτε –πολύ περισσότερο- να εισέλθει σταθερά σε μια μακροπρόθεσμη πορεία που θα τη βοηθήσει όχι απλώς να αποφύγει περιπέτειες όπως αυτές της δεκαετίας του 2010, αλλά να καλύψει το ουσιαστικό έλλειμμα έναντι των οικονομικά ανεπτυγμένων χωρών της Ευρώπης και του κόσμου. Αν –λέμε αν- ισχύει αυτό που πιστεύουν πολλοί σοβαροί άνθρωποι ότι κάθε κρίση γεννά –αν δεν συνιστά η ίδια- ευκαιρία, τότε για την Ελλάδα είναι ώρα πρόκλησης. Από εδώ και μπρος –πολύ περισσότερο όταν ξεπεραστεί η υγειονομική κρίση του COVID-19- θα φανεί η δυνατότητα ανταπόκρισης των ελληνικών επιχειρήσεων στις νέες συνθήκες. Διότι υπάρχει και άλλη επιλογή: ο πλήρης αφελληνισμός της επιχειρηματικότητας στη χώρα, κάτι που αναπόφευκτα θα συμβεί εάν οι εγχώριες δυνάμεις αποτύχουν.