Skip to main content

Γιατί ο «φάκελος startups» ταιριάζει στη Θεσσαλονίκη, αλλά δεν απασχολεί κανέναν!

Το 2021 χρηματοδοτήθηκαν στη χώρα περίπου 70 startups, 70,3% περισσότερες από τo 2020 - Η Θεσσαλονίκη παραμένει σε δεύτερο πλάνο

Τα στοιχεία για τις ελληνικές νεοφυείς επιχειρήσεις είναι εντυπωσιακά και προοιωνίζουν θεαματικές εξελίξεις τα επόμενα χρόνια. Το 2021 χρηματοδοτήθηκαν στη χώρα μας περίπου 70 startups, 70,3% περισσότερες από τo 2020. Το ποσό που συγκέντρωσαν είναι περί τα 500 εκατ. ευρώ, τριπλάσιο από τα 150 εκατ. ευρώ του 2020 και δεκαπλάσιο σε σχέση με ότι συνέβαινε πέντε χρόνια πριν. Η συμμετοχή των μη Ελλήνων επενδυτών στη διαδικασία χρηματοδότησης ελληνικών startups διαμορφώθηκε την περασμένη χρονιά στο 85% -για την ακρίβεια στο 84,9%. Στην εικόνα αξίζει να συμπεριληφθούν και οι εξαγορές ελληνικών startups από ξένες εταιρείες που αυξήθηκαν εντυπωσιακά τα τελευταία δύο χρόνια. Επίσης, το 2021 είναι η χρονιά που η Ελλάδα απέκτησε τους δικούς της «μονόκερους», όπως ονομάζονται οι startups, οι οποίες αν και εκτός χρηματιστηρίου καταγράφουν αξία άνω του ενός δισ. δολ.  

‘Όλα αυτά έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, κυρίως επειδή αποδεικνύουν ότι η Ελλάδα μπορεί να έχει μια κάποια θέση στην επιχειρηματικότητα της επόμενης ημέρας, η οποία –πέραν όλων των άλλων- δημιουργεί τους αυτοδημιούργητους της νεότερης γενιάς. Κάτι που σημαίνει μια ζωογόνα ανανέωση στο επιχειρείν της χώρας, το οποίο εσχάτως συρρικνώνεται εγκλωβισμένο στην οικογενειοκρατία, δηλαδή στην δήθεν φυσική, λόγω συγγένειας εξ’  αίματος, διαδοχή.

Στο νέο αυτό σκηνικό η Θεσσαλονίκη παραμένει σε δεύτερο πλάνο. Αν και στη θεωρία η πόλη θέλει να πρωταγωνιστήσει στο πεδίο της καινοτομικής επιχειρηματικότητας και των νέων τεχνολογιών, στην πράξη λίγα πράγματα γίνονται. Οι αποφάσεις και οι στόχοι αφορούν, κυρίως, το ανέφικτο και… μεταφυσικό. Υπάρχουν φυσικά λαμπρές, πρωτοπόρες και εξωστρεφείς επιχειρήσεις, που αναπτύσσονται και προχωρούν διεθνώς, όπως συμβαίνει σε όλες τις περιοχές της χώρας και του κόσμου, αλλά αυτό οφείλεται αποκλειστικά στο όραμα και στην ικανότητα συγκεκριμένων προσώπων. Τα μεγάλα λόγια στη Θεσσαλονίκη για τη δημιουργία «οικοσυστήματος» τεχνολογίας και καινοτομικότητας, που θα συμβάλλει στον πολλαπλασιασμό των αποδόσεων και στην επιτάχυνση των δημιουργικών εξελίξεων, παραμένουν στα χαρτιά. Οι πρωτοβουλίες για κάτι πιο οργανωμένο που κατά καιρούς έχουν αναληφθεί από το κράτος ή τον ιδιωτικό τομέα στην περιοχή δεν κατάφεραν να γίνουν παραγωγικές, να φέρουν ουσιαστικό αποτέλεσμα. Από τη Τεχνόπολη Θεσσαλονίκης, η οποία δημιουργήθηκε στη δεκαετία του 2000 για να φιλοξενήσει επιχειρήσεις πληροφορικής και παραμένει επί της ουσίας άδεια κι έρημη, μέχρι την Ζώνη Καινοτομίας Θεσσαλονίκης, που αποτελεί κυβερνητική εξαγγελία από το 2004, αλλά στα 18 χρόνια που έχουν μεσολαβήσει ταλαιπωρείται από αλλαγές προσανατολισμού, έλλειψη σαφών στόχων, αναποτελεσματικότητα και γραφειοκρατία χωρίς αρχή, μέση και τέλος. Επίσης, το μεγαλεπήβολο σχέδιο για τη δημιουργία του τεχνολογικού πάρκου νέας γενιάς Thess Intec, για τη δημιουργία του οποίου η κυβέρνηση παραχώρησε 760 στρέμματα κοντά στο αεροδρόμιο, βρίσκεται σε φάση εναγώνιας αναζήτησης χρηματοδότησης. Σε κάθε περίπτωση ακόμη και αν λειτουργήσει μετά από ορισμένα χρόνια είναι σαφές ότι θα έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος. Φυσικά για όλα αυτά που (δεν) συμβαίνουν υπάρχουν δικαιολογίες: η οικονομική κρίση και τα μνημόνια στην αρχή, ο κορωνοϊός και η πανδημία μέχρι σήμερα.

Ένα βασικό στοιχείο των σύγχρονων εξελίξεων στο πεδίο της νέας επιχειρηματικότητας, που βασίζεται σε σημαντικό βαθμό στην ψηφιακότητα, είναι η ταχύτητα και η ευελιξία. Κατά μίαν έννοια η Θεσσαλονίκη χάνει το τρένο διότι αυτοί που αποφασίζουν –κυρίως οι πολιτικοί παράγοντες είτε τοπικής, είτε εθνικής εμβέλειας-, αντί να προχωρήσουν σε σχετικά απλές κινήσεις επιλέγουν μεγαλεπίβολα σχέδια και πολύπλοκα σχήματα. Διότι καλές και άγιες οι οργανωμένες δομές, κατά το πρότυπο των βιομηχανικών συγκεντρώσεων, δηλαδή των βιομηχανικών περιοχών και των βιοτεχνικών πάρκων, αλλά το κόστος τους είναι μεγάλο, ο χρόνος υλοποίησης τους μακρύς, ενώ ταυτόχρονα στο νέο σκηνικό η χρησιμότητα τους είναι σχετική. Διότι στην πραγματικότητα το μόνο που χρειάζεται μια περιοχή που φιλοδοξεί να ξεκινήσει την προσπάθεια να αναδειχθεί πόλος καινοτομίας είναι κανονιστικές προσαρμογές για τη δημιουργία κατάλληλων προϋποθέσεων και «ελαφρές» επενδύσεις, που θα υποστηρίξουν νέες δραστηριότητες, για τις οποίες το στεγαστικό είναι το μικρότερο πρόβλημα. Από τη δημιουργία ψηφιακών υποδομών, όπως είναι η ταχεία επέκταση της ευρυζωνικότητας και του 5G, ώστε να υπάρξει –επιτέλους!- στην πόλη και την περιοχή πραγματικά γρήγορο internet, μέχρι φορολογικά και άλλα κίνητρα για επιχειρήσεις και εργαζομένους στη νέα επιχειρηματικότητα. Η ανάδειξη της Θεσσαλονίκης σε πόλο καινοτομίας δεν προϋποθέτει σώνει και καλά χωροταξικά σχέδια και θύλακες από μπετόν. Εκείνο που χρειάζεται είναι ένα συνολικά ευνοϊκό περιβάλλον για τις συγκεκριμένες δραστηριότητες στη Θεσσαλονίκη, κάτι για το οποίο δούλεψε η Αλεξάνδρεια Ζώνη Καινοτομίας ΑΕ για κάποια χρόνια μετά το 2015, αλλά χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα. Όπως, επίσης, απαιτούνται χρηματοδοτικά προγράμματα, δηλαδή πόροι που θα στηρίξουν τις νέες ιδέες και –κυρίως- θα διασφαλίσουν τη συνέχεια της προσπάθειας από ανθρώπους με ιδέες και ικανότητες, οι οποίοι συχνά απογοητεύονται διότι λόγω συστήματος «βουλιάζουν στα ρηχά νερά» και συνήθως μαζεύουν τα μπογαλάκια τους για το εξωτερικό.

Για τη Θεσσαλονίκη, που τα τελευταία 30 χρόνια υποχωρεί διαρκώς στο πεδίο της επιχειρηματικότητας, οι μικρές νίκες στο συγκεκριμένο πεδίο είναι απολύτως απαραίτητες για να επιστρέψει σε δημιουργική φάση. Αξιοποιώντας πρωτίστως τα τρία πανεπιστήμια και τα πολλά ινστιτούτα και ερευνητικά κέντρα που υπάρχουν, κυρίως για εκπαιδευτικούς σκοπούς. Επίσης, οι μικρές αυτές νίκες είναι εφικτές, ενώ οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε μεγαλύτερες, κάτι που μεταφράζεται σε προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Σε αντίθεση με τους ρωμαϊκής νοοτροπίας «θριάμβους», που αποδεικνύονται ανέφικτοι ή –στην καλύτερη περίπτωση- μένουν στη μέση του δρόμου. Θύματα αφενός της ίδιας της πολυπλοκότητάς τους και αφετέρου πολιτικών σκοπιμοτήτων και προσωπικών φιλοδοξιών. Διότι, κακά τα ψέματα, η πραγματικότητα, την οποία πιστοποιούν οι πράξεις, νοηματοδοτεί τους τίτλους και τις επικεφαλίδες. Όχι  το αντίθετο.