Skip to main content

Γιατί περιορίζεται διαρκώς η εμβέλεια του τοπικού εμπορίου στο κέντρο της Θεσσαλονίκης

Το «ο έμπορος είναι λαγός, δεν γίνεται κοπάδι» έχει ενδιαφέρον αλλά δεν παράγει θετικά αποτελέσματα στην περίπτωση της αγοράς της πόλης. Αντιθέτως.

Στο επίκεντρο των εξελίξεων βρέθηκε για μία ακόμη φορά η αγορά της Θεσσαλονίκης. Λίγες μόλις ημέρες πριν, αναστάτωση προκάλεσε η απόφαση της διοίκησης του Εμπορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης να προτείνει την περικοπή του ωραρίου των καταστημάτων κατά έξι ώρες εβδομαδιαίως για λόγους εξοικονόμησης ηλεκτρικού ρεύματος –συγκεκριμένα να κλείνουν τα εμπορικά στις 7 το απόγευμα κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Παρασκευή. Η πρόταση απορρίφθηκε στην πράξη από την πλειοψηφία των εμπόρων της Θεσσαλονίκης –ακόμη και από μέλη του ΔΣ του ΕΣΘ-, παρά το γεγονός ότι το πρόβλημα της αύξησης του ενεργειακού κόστους για τα εμπορικά καταστήματα δεν είναι απλώς υπαρκτό και πραγματικό, αλλά μεγάλο.

Τώρα, αυτές ακριβώς τις ώρες, εξελίσσεται η κόντρα του ΕΣΘ με το υπουργείο Ανάπτυξης, με αφορμή της απόφαση του Άδωνι Γεωργιάδη να δοθεί η δυνατότητα στις εμπορικές επιχειρήσεις να λειτουργήσουν αύριο Κυριακή 6 Νοεμβρίου, κάτι που θεωρείται πρόκριμα για τις προθέσεις του υπουργού επί του θέματος της λειτουργίας της κυριακάτικης αγοράς γενικότερα. Παρά το ότι οι ενδιάμεσες εκπτώσεις του Νοεμβρίου έχουν καταργηθεί το ΥΠΑΝ εκτιμά ότι υπάρχει λόγος αυτήn την Κυριακή η αγορά να παραμείνει ανοιχτή, παρά την καθολική αντίρρηση του εμπορικού κόσμου της χώρας. Από την πλευρά του ο ΕΣΘ χαρακτηρίζει ως «δημοσκόπηση για τη λειτουργία της αγοράς τις Κυριακές» τη συμπεριφορά των εμπόρων, δηλαδή εάν θα ανοίξουν ή όχι αύριο Κυριακή τα καταστήματά τους.

Πέρα από την ουσία των δύο συγκεκριμένων θεμάτων, που αναδύθηκαν στην επικαιρότητα εξαιτίας της δύσκολης οικονομικής συγκυρίας που διαμορφώνεται ως απόρροια της πληθωριστικής έκρηξης, ιδιαίτερα για τον κλάδο των διαρκών καταναλωτικών αγαθών (ρούχα, παπούτσια, αξεσουάρ, είδη σπιτιού κλπ.), η αλήθεια είναι ότι στη Θεσσαλονίκη το τοπικό εμπόριο αντιμετωπίζει πρόβλημα επιβίωσης εδώ και πάνω από 30 χρόνια. Ήδη από τη δεκαετία του 1990, όταν ο αέρας της φιλελευθεροποίησης του εμπορίου σάρωσε τον πλανήτη, οι αντιστάσεις του παραδοσιακού εμπορίου αποδείχθηκαν ασθενικές. Η παράδοση της πόλης δεν στάθηκε ικανή να μετουσιωθεί δημιουργικά, ώστε στη νέα εποχή να αναδειχθούν κραταιές τοπικές εμπορικές δυνάμεις. Αντίθετα αιφνιδιάστηκε και παραδόθηκε (σχεδόν) αμαχητί. Αν και υπήρξαν κάποιες ελπιδοφόρες καταστάσεις, όπως για παράδειγμα ο όμιλος Φωκά που πριν καταρρεύσει αναπτύχθηκε ακόμη και στην Αθήνα, η γενική εικόνα χαρακτηρίζεται από σάλπισμα διαρκούς υποχώρησης. Με διάφορες αφορμές –κατάργηση ενοικιοστασίου, απελευθέρωση ωραρίου, έλευση του ευρώ, υποχώρηση της εγχώριας μεταποίησης, μνημόνια, πανδημία, ενεργειακή κρίση κ.λπ.- οι τοπικές εμπορικές επιχειρήσεις χάνουν διαρκώς έδαφος έναντι των πολυεθνικών, των μεγάλων εγχώριων αλυσίδων και των εμπορικών κέντρων. Σήμερα, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης το 85% του τζίρου –εάν όχι και υψηλότερο ποσοστό- πηγαίνει στα ταμεία των μεγάλων του εμπορίου και με το υπόλοιπο 10% - 15% «βολεύονται» τα μεμονωμένα εμπορικά καταστήματα. Είναι σαφές ότι σε αυτή τη διαδικασία, ιστορικά για τη Θεσσαλονίκη ονόματα μαγαζιών εξαφανίστηκαν, οικογένειες με εμπορική παράδοση άλλαξαν επιχειρηματικό αντικείμενο ή συνταξιοδοτήθηκαν γενικώς, ενώ δεν δημιουργήθηκε κάποια νέα γενιά εμπόρων που θα μπορούσε να αναστήσει –ή έστω να συντηρήσει- την παράδοση της πόλης.

Καθ’ όλη αυτή τη διάρκεια της… «λαίλαπας των μαχών» για τον έλεγχο της εμπορικής πιάτσας της Θεσσαλονίκης επί τρεις δεκαετίες οι τοπικοί παράγοντες λειτούργησαν κατά βάσιν αμυντικά. Οι δημιουργικές πρωτοβουλίες που καταγράφηκαν ήταν ελάχιστες, ενώ εκείνο που χαρακτηρίζει την αντίδραση του κλάδου στη Θεσσαλονίκη είναι η βαθιά, βαθύτατη, ατομικότητα. Άνθρωποι που ασχολούνται με τα κοινά του εμπορίου της Θεσσαλονίκης, αλλά και ορισμένοι εκ των οποίων βρίσκονται σήμερα στα πράγματα, είναι απογοητευμένοι από τη συμπεριφορά των μεμονωμένων εμπόρων της πόλης και δεν το κρύβουν. «Είμαστε δυνατοί εάν λειτουργούμε συντονισμένα και όλοι μαζί» λέει ο πρόεδρος του ΕΣΘ Παντελής Φιλιππίδης, ο οποίος υποστηρίζει ότι πραγματικός ανταγωνιστής ενός εμπορικού καταστήματος στο κέντρο της Θεσσαλονίκης δεν είναι το πολυκατάστημα των χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων, αλλά το αντίστοιχο με το δικό τους μαγαζί. Όπως εξηγεί, ένα μαγαζί των 100 τετρ. μέτρων με 100 κωδικούς δεν είναι δυνατόν να ανταγωνίζεται ένα πολυκατάστημα των 8.000 – 10.000 τετρ. μέτρων με 10.000 κωδικούς. Ο ίδιος σημειώνει ότι μόνο αν οι μικροί του εμπορίου αντιληφθούν τη δύναμή τους θα μπορέσουν να επηρεάσουν τις καταστάσεις και αναφέρει ως χαρακτηριστικό παράδειγμα τη μείωση στην κίνηση της αγοράς τα απογεύματα των τελευταίων εβδομάδων, λόγω της πρότασης του ΕΣΘ για κλείσιμο στις 7. «Τα μαγαζιά μας είναι τα φώτα της αγοράς και όταν οι καταναλωτές ακούνε απλώς ότι υπάρχει πιθανότητα να μην είμαστε ανοιχτά δεν κατεβαίνει για ψώνια» λέει ο πρόεδρος του ΕΣΘ.

Ο κ. Φιλιππίδης αναφέρεται, επίσης, στα αργά αντανακλαστικά των εμπόρων της περιοχής που περικλείεται από τις οδούς Δημητρίου Γούναρη, Αλεξάνδρου Σβώλου, Παύλου Μελά και Τσιμισκή, όπου ο δήμος Θεσσαλονίκης σε συνεργασία με τον Εμπορικό Σύλλογο δημιουργούν το Open Mall «Galerius», το οποίο χρηματοδοτείται με κοινοτικά κονδύλια. Όπως σημειώνει από τα 400 μαγαζιά της περιοχής στη δράση συμμετέχουν τα 140, αλλά και αυτά ανταποκρίνονται με εξαιρετικά αργούς ρυθμούς. Διότι, ενώ δεν επιβαρύνονται με καμία οικονομική υποχρέωση, οφείλουν να διεκπεραιώσουν κάποια διαδικαστικά ζητήματα (ειδικοί τραπεζικοί λογαριασμοί, υπεύθυνες δηλώσεις, διάφορα δικαιολογητικά), που απαιτεί το πρόγραμμα, στο οποίο είναι ενταγμένη η δράση, στα οποία κινούνται με ρυθμούς χελώνας και διαρκή ενθάρρυνση. Το προηγούμενο διάστημα οι άνθρωποι του ΕΣΘ έκαναν τις σχετικές ενημερώσεις χωρίζοντας τους συμμετέχοντες εμπόρους σε ομάδες των 20, αλλά τα αποτελέσματα ήταν πενιχρά. Έτσι αποφάσισαν να οργανώσουν μια συνολική συνάντηση σε ταβέρνα της πλατείας Ναυαρίνου, τη Δευτέρα 14 Νοεμβρίου, ευελπιστώντας ότι η πρόσκληση θα τους δελεάσει και θα ανταποκριθούν.

Όλα αυτά που συμβαίνουν στην αγορά της Θεσσαλονίκης, έστω κι αν βρισκόμαστε σε αντικειμενικά πολύ δύσκολη συγκυρία, είναι αποτέλεσμα της νοοτροπίας που υπάρχει. Το ρητό «ο έμπορος είναι λαγός, δεν γίνεται κοπάδι» έχει ενδιαφέρον ως ευφυολόγημα, αλλά δεν παράγει θετικά αποτελέσματα σε περιπτώσεις όπως αυτές της αγοράς της Θεσσαλονίκης. Αντιθέτως οδηγεί άλλοτε αργά και άλλοτε γρηγορότερα σε αισθητή υποχώρηση της εμβέλειας του τοπικού εμπορίου, το οποίο, αν και βρίσκεται ήδη σε εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, δεν έχει ακόμη ξύσει τον πάτο του βαρελιού.