Skip to main content

Γιατί τα 72 δισ. ευρώ δεν λύνουν αυτομάτως το ελληνικό πρόβλημα

Ευτυχώς ή δυστυχώς τα λεφτά δεν είναι ποτέ πρόβλημα. Είτε πολλά είτε λίγα, είτε λιγότερα, εκείνο που μετράει είναι ο τρόπος που τα χρησιμοποιεί κανείς

Μάθημα πρώτον (εκ των έσω): Ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) (αγγλικά: Organisation for Economic Co-operation and Development - OECD, Γαλλικά: Organisation de coopération et de développement économiques - OCDE) είναι διεθνής οργανισμός εκείνων των αναπτυγμένων χωρών που υποστηρίζουν τις αρχές της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς. Δημιουργήθηκε το 1948 ως Οργανισμός Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας (Organisation for European Economic Co-operation - OEEC), με σκοπό να διαχειριστεί το σχέδιο Μάρσαλ για την ανοικοδόμηση της Ευρώπης μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αργότερα η ιδιότητα μέλους επεκτάθηκε και σε μη ευρωπαϊκά κράτη, και το 1960 μετασχηματίστηκε στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης. Ο ΟΟΣΑ παρέχει ένα περιβάλλον όπου οι κυβερνήσεις μπορούν να συγκρίνουν εφαρμογές πολιτικής, να βρουν απαντήσεις στα κοινά προβλήματα, να προσδιορίσουν τις καλές πρακτικές και να συντονίσουν τις εσωτερικές και διεθνείς πολιτικές. Πρόκειται για φόρουμ μέσω του οποίου κίνητρο δεν είναι η υποχρεωτικότητα, αλλά η διακριτική πίεση για να εφαρμοστούν ήπιες αλλαγές και προσαρμογές, που στο τέλος οδηγούν σε δεσμευτικά αποτελέσματα.

Μάθημα δεύτερο (εκ της ελληνικής εμπειρίας): Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα έγινε γνωστός διότι μέσα στην οικονομική κρίση η Ελλάδα απευθύνθηκε σε αυτόν αναζητώντας λύσεις για τον εκσυγχρονισμό της χώρας. Κάπως έτσι προέκυψε η εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ, που στην πραγματικότητα είναι περισσότερες από μία, και αφορούν ένα ευρύτατο φάσμα της λειτουργίας του ελληνικού συστήματος. Ο Οργανισμός, που διαθέτει την κατάλληλη τεχνογνωσία και εμπειρία, εξέτασε την ελληνική νομοθεσία, σύγκρινε τις ρυθμίσεις που υπάρχουν με όσα ισχύουν σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες και πρότεινε χιλιάδες μικρές αλλαγές, η εφαρμογή των οποίων θα οδηγούσε στη μείωση της γραφειοκρατίας και του συγκεντρωτισμού, στην αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας και στη βελτίωση της ποιότητας του κράτους. Δέκα χρόνια μετά το πρώτο Μνημόνιο η χθεσινή έκθεση του ΟΟΣΑ για την Ελλάδα συμπεριλαμβάνει ορισμένα σοβαρά συμπεράσματα, τα οποία πέρασαν σε δεύτερη μοίρα, αφού στη δεδομένη συγκυρία εκείνο που πρωτίστως ενδιαφέρει είναι οι εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις της πανδημίας του κορωνοϊού στην κοινωνία και στην οικονομία, το 2020 και το 2021. Τα υπόλοιπα εκλαμβάνονται –κατά κάποιο τρόπο- ως θεωρητικά ζητήματα, τα οποία όμως αναδεικνύουν το ουσιαστικό πρόβλημα της χώρας, την αδυναμία να προχωρήσει σε πραγματικές αλλαγές, οι οποίες θα τη βοηθήσουν να «θεραπεύσει» τις πληγές της. Την αδυναμία να ξαναγράψει το βιβλίο από την αρχή, ακόμη και τα κεφάλαια που ολοφάνερα και πανθομολογούμενα συνιστούν ανορθογραφία από την αρχή μέχρι το τέλος.  

Αναφέρει, λοιπόν, ως ευρήματα στη χθεσινή του έκθεση ο ΟΟΣΑ –μεταξύ άλλων- τα ακόλουθα:

* Η ποιότητα των δημοσίων δαπανών παραμένει χαμηλή και οι δημόσιες επενδύσεις έχουν περιοριστεί.
* Η αποτελεσματικότητα και οι δυνατότητες της δημόσιας διοίκησης έχουν αμφότερες βελτιωθεί, αλλά παραμένουν αδυναμίες σε πολλές περιοχές που υπονομεύουν την ποιότητα των δημοσίων υπηρεσιών, επιφέροντας κόστη σε πολίτες και εταιρίες.
* Οι μεταρρυθμίσεις της περιόδου 2010 - 2016 βελτίωσαν σημαντικά τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, αλλά οι συνταξιοδοτικές δαπάνες παραμένουν υψηλές.

Οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά προϊόντων έχουν σημειώσει πρόοδο σε αρκετούς τομείς. Τα διοικητικά εμπόδια για τις start - up επιχειρήσεις παραμένουν ανάμεσα στα υψηλότερα μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Σε κάποια επαγγέλματα παραμένουν επίσης κανονιστικοί περιορισμοί.

* Το δικαστικό σύστημα είναι αργό και υπερφορτωμένο με σωρεία υποθέσεων. Οι ψηφιακές τεχνολογίες παρουσιάζουν μικρή διείσδυση και οι δείκτες απονομής δικαιοσύνης καθυστερούν. Εναλλακτικοί μηχανισμοί επίλυσης διαφορών υποχρησιμοποιούνται λόγω έλλειψης ενημέρωσης και εμπιστοσύνης προς αυτές.

* Οι υψηλοί φόροι και ασφαλιστικές εισφορές πνίγουν την απασχόληση πλήττοντας κυρίως τους χαμηλού εισοδήματος εργαζόμενους και τις ευάλωτες ομάδες.

Η έκθεση του ΟΟΣΑ επισημαίνει, επίσης, στις παρατηρήσεις της για το εκπαιδευτικό σύστημα, ότι πολλοί Έλληνες μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στερούνται βασικών δεξιοτήτων και ότι οι καθηγητές δεν έχουν την ευκαιρία να αναδείξουν τις ικανότητές τους και να διεκδικήσουν αναγνώριση για τις επιδόσεις τους.  

Για όποιον μπορεί να εκλογικεύσει τις παρατηρήσεις του ΟΟΣΑ, με τις οποίες κανείς δεν μπορεί εύκολα να διαφωνήσει, αλλά και να προβάλλει στην οθόνη το περιεχόμενο στοιχείων, εκτιμήσεων και εκφράσεων, τα συμπεράσματα είναι –επιεικώς- μελαγχολικά, αφού κωδικοποιούνται ως ακολούθως:

Πρώτον, μετά από δέκα χρόνια κρίσης, τρία Μνημόνια και του κόσμους τις πειθαναγκαστικές και με το ζόρι αλλαγές η Ελλάδα παραμένει μια κακοστημένη χώρα. Ένα κράτος, το οποίο δεν υπάρχει για να εξυπηρετεί τους πολίτες και τις ανάγκες της κοινωνίας, αλλά λειτουργεί αποκλειστικά υπέρ των… λειτουργών του. Της πολιτικής εξουσίας, της διοικητικής ιεραρχίας και των εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων του. Τα όποια θετικά αποτελέσματα –διότι υπάρχουν και καλά παραδείγματα- προκύπτουν δευτερογενώς μετά την ικανοποίηση των αυτιστικής υφής προτεραιοτήτων των λειτουργών του.

Δεύτερον, η Ελλάδα –εξαιρουμένου του κορωνοϊού- προσπαθεί να ξεπεράσει την ουσιαστική της χρεοκοπία, προετοιμάζοντας συστηματικά την επόμενη. Διότι όταν το σύστημα που οδήγησε στην κορύφωση της κρίσης του 2010 δεν αλλάζει, τότε με μαθηματική ακρίβεια και απαράμιλλη λογική, το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο και χειρότερο.

Τρίτον, η αποτροπή του πλήρους ναυαγίου, δηλαδή της εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση και της κοινωνικής εξαθλίωσης, με παρέμβαση των ξένων που έβαλαν πλάτη, σε συνδυασμό με την… ακινησία, προδιαγράφει ένα αβέβαιο μέλλον.

Ευτυχώς ή δυστυχώς τα λεφτά δεν είναι ποτέ πρόβλημα. Είτε πολλά, είτε λίγα, είτε λιγότερα εκείνο που μετράει είναι ο τρόπος που τα χρησιμοποιεί κανείς, πολύ περισσότερο μια χώρα, δηλαδή μια κοινωνία. Επομένως τα 70 και κάτι παραπάνω δισ. ευρώ που εξασφάλισε η κυβέρνηση για τη χώρα τα επόμενα χρόνια ήταν απλώς η εύκολη δουλειά. Τα δύσκολα, δηλαδή η παραγωγική αξιοποίηση αυτών των κονδυλίων, είναι μπροστά. Και παρά τα χαμόγελα και την αισιοδοξία των πολιτικών, οι οποίοι βλέπουν το ποτήρι μισογεμάτο, ακόμη κι όταν είναι… στεγνό, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς την ενάρετη –επομένως δημιουργική, αποτελεσματική και καινοτόμα- διαχείριση αυτών χρημάτων, που –σύμφωνα με τον πρωθυπουργό- μπορούν να αλλάξουν την Ελλάδα.      

ΥΓ. Το πιο κλασικό παράδειγμα ακινησίας στην Ελλάδα είναι ο οργανισμός για την αποξήρανση της λίμνης Κωπαϊδας, που ολοκληρώθηκε το 1931. Ο Οργανισμός Κωπαϊδας καταργήθηκε με ΦΕΚ του 2014, αλλά κάποιοι επιμένουν ότι τυπικά, δηλαδή νομικά, λειτουργεί ακόμη. Λέτε;