Skip to main content

Γιατί το Συμβούλιο Βιομηχανίας είναι καλό χαρτί για την Κ. Μακεδονία

το Εθνικό Συμβούλιο Βιομηχανίας έχει πολύ δουλειά να κάνει, με αποτελέσματα να αποδειχθούν καθοριστικά για τη Θεσσαλονίκη και το Βορειοελλαδικό Τόξο

Η απόφαση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη για τη σύσταση Εθνικού Συμβουλίου Βιομηχανίας έχει ενδιαφέρον για πολλούς διαφορετικούς λόγους. Πρωτίστως το θέμα αφορά τη Βόρεια Ελλάδα –και ειδικότερα την Κεντρική Μακεδονία-, όπου υπάρχει σημαντική συγκέντρωση μεταποιητικής δραστηριότητας, με μεγάλη παράδοση και εξαιρετικές επιδόσεις στο πεδίο της εξωστρέφειας.

Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι στην Κεντρική Μακεδονία (Θεσσαλονίκη, Κιλκίς, Σέρρες, Πιερία) χτυπάει η μία καρδιά της ελληνικής βιομηχανίας -η άλλη βρίσκεται στα Οινόφυτα, τα όρια των νομών Αττικής και Βοιωτίας. Επίσης στη Θεσσαλονίκη εδρεύει ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Ελλάδος, ο πρώην Σύνδεσμος Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος, που από την Πλατεία Μοριχόβου των Λαδάδικων προσπαθεί ως κοινωνικός εταίρος να εκπροσωπήσει το σύνολο της μεταποίησης της χώρας. Επίσης, υπάρχει το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, που μπορεί να είναι αισθητά μικρότερο από του Πειραιά, αλλά έχει την ποιοτική διαφορά να είναι κυρίως εξαγωγικό, ενώ αυτή την περίοδο αναβαθμίζει τις υποδομές του και είναι δεδομένο ότι θα παίξει προωθητικό ρόλο. Από πολλές απόψεις λοιπόν, κάθε ορθολογική θεσμική πρωτοβουλία για την αναβάθμιση και την ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας αφορά πρωτίστως και προνομιακά την Κεντρική Μακεδονία.

Η συγκρότηση Εθνικού Συμβουλίου Βιομηχανίας έχει σημασία για τους ακόλουθους λόγους:

Πρώτον, διότι συνιστά πάγιο αίτημα του κλάδου, αφού εκτιμάται ότι θα οδηγήσει στη χάραξη κλαδικής πολιτικής, εντός των ορίων που επιτρέπει η Επιτροπή Ανταγωνισμού της Κομισιόν.

Δεύτερον, διότι θα καθίσουν γύρω από το ίδιο τραπέζι όλοι οι εμπλεκόμενοι – κυρίως η πολιτεία και οι εκπρόσωποι των μεταποιητικών επιχειρήσεων- και όλες οι προτάσεις θα διατυπωθούν ανοιχτά. Τότε θα φανούν οι συμφωνίες και οι διαφωνίες. Θα φανεί ποιοι και σε τι βάθος έχουν μελετήσει τα ζητήματα, δηλαδή ποιοι είναι σε θέση να διατυπώσουν ρεαλιστικές και εφαρμόσιμες προτάσεις. Εξ αντανακλάσεως θα φανεί και ποιοι περιορίζονται στα ευχολόγια και τις πολιτικολογίες, ζητώντας μονίμως από τους υπόλοιπους να βγάλουν το φίδι από την τρύπα.

Η βιομηχανία στην Ελλάδα έχει μακραίωνη παράδοση που είναι λάθος να αγνοηθεί. Τα τελευταία 20 χρόνια δεν ήταν λίγες οι φορές που διατυπώθηκε η άποψη πως η Ελλάδα δεν μπορεί να είναι παραγωγική χώρα, παρά μόνο μια οικονομία του τριτογενούς τομέα, δηλαδή των υπηρεσιών. Επρόκειτο για άποψη που αγνοούσε τα στοιχειώδη, δηλαδή ότι δεν υπάρχει ανεπτυγμένη οικονομία χωρίς βιομηχανία. Κάτι που επιβεβαιώθηκε στη δύσκολα και σκληρή από οικονομική άποψη δεκαετία της κρίσης, όταν τόσο ο δευτερογενής τομέας της οικονομίας, δηλαδή η βιομηχανία, όσο και ο πρωτογενής, δηλαδή η αγροτική παραγωγή, κατάφεραν να επιβιώσουν και σε ορισμένες περιπτώσεις να αναπτυχθούν. Ειδικά η βιομηχανία, αν και η συνεισφορά της στο ΑΕΠ περιορίζεται στο 10%, παραμένει σταθερή πηγή πλούτου, αλλά και βασικός πυλώνας απασχόλησης στη χώρα.

Το στοίχημα είναι η μετεξέλιξη της ελληνικής βιομηχανίας στα ευρωπαϊκά πρότυπα από τα οποία πολύ απέχει, κάτι που δεν είναι πάντα αρνητικό. Όπως σημειώνει σε πρόσφατη ανάλυσή της για την Ελλάδα η αμερικανική οικονομική εφημερίδα Wall Street Journal «σε μία περίοδο κατά την οποία τα εργοστάσια ανά τον κόσμο δέχονται ισχυρές πιέσεις, η Ελλάδα εμφανίζει τον πιο ανθεκτικό μεταποιητικό κλάδο, με βάση τους δείκτες μεταποιητικής δραστηριότητας». Το Νοέμβριο ο ελληνικός δείκτης PMI για τη μεταποίηση διαμορφώθηκε στις 54,1 μονάδες. Ήταν ο 30ος διαδοχικός μήνας κατά τον οποίο παρέμεινε πάνω από το όριο των 50 μονάδων, που διακρίνει την ανάπτυξη από την ύφεση. Τον ίδιο μήνα ο δείκτης PMI για την Ευρωζώνη έμεινε κάτω από το όριο των 50 μονάδων για δέκατο διαδοχικό μήνα, με τις συνθήκες να καταγράφονται εξαιρετικά αδύναμες σε Γερμανία, Ιταλία και Ισπανία. Από τις 30 χώρες, που παρακολουθεί η IHS Μarkit, οι 19 είδαν την μεταποίησή τους σε συρρίκνωση τον Νοέμβριο.

Η εξήγηση σχετίζεται με το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία δεν είναι τόσο ανοιχτή, όσο οι ανεπτυγμένες οικονομίες της ευρωζώνης, κάτι που συνιστά πρόβλημα όταν υπάρχει ανάπτυξη, όπως συνέβαινε από το 2010 μέχρι το 2017 στην Ευρώπη, αλλά αποτελεί γραμμή εκούσιας άμυνας όταν υπάρχει επιβράδυνση της διεθνούς οικονομίας όπως συμβαίνει τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, ώστε οι επιπτώσεις να μην είναι τόσο μεγάλες. Ειδικά ο ελληνικός μεταποιητικός κλάδος είναι σχετικά μικρός και συγκεντρωμένος σε βιομηχανίες, όπως αυτές των τροφίμων και των ποτών, οι οποίες έχουν εν πολλοίς μείνει αλώβητες από την παγκόσμια κάμψη της μεταποιητικής δραστηριότητας. Επίσης η βιομηχανία στην Ελλάδα εστιάζει στο εσωτερικό, καθώς η χώρα είναι λιγότερο ενσωματωμένη στην παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού, κάτι που αποτελεί πλεονέκτημα όταν ξεσπούν εμπορικές εντάσεις, όπως αυτές του 2019.

Αυτή η εικόνα προοιωνίζει μεγάλες προοπτικές για το μέλλον της ελληνικής μεταποίησης, αρκεί να ληφθούν και να εφαρμοστούν οι κατάλληλες αποφάσεις και να αναληφθούν δυναμικές πρωτοβουλίες, κυρίως στον επενδυτικό τομέα. Ειδικά στην περιφέρεια και ειδικότερα στην Κεντρική Μακεδονία. Υπό προϋποθέσεις η μεταποίηση θα μπορούσε να αποτελέσει διέξοδο και για τη Δυτική Μακεδονία, μια περιοχή που βρίσκεται ενώπιον της πρόκλησης για ένα νέο αναπτυξιακό ξεκίνημα τα επόμενα χρόνια, μετά την σταδιακή μείωση της λιγνιτικής δραστηριότητας της ΔΕΗ μέχρι το 2023, που θα έχει μηδενιστεί μέχρι το 2028, οδηγώντας με αλγοριθμική ακρίβεια σε οικονομικό μαρασμό. Κλειδί για την ανάπτυξη της μεταποίησης από εδώ και πέρα αποτελεί η ψηφιοποίηση, που ήδη ανατρέπει κατεστημένες καταστάσεις στην παγκόσμια παραγωγή και επιτρέπει σε νέους παίκτες να κομίσουν κέρδη. Διότι σε αντίθεση με ότι συνέβη στις προηγούμενες τρεις βιομηχανικές επαναστάσεις, που η Ελλάδα περίπου έχασε, η 4η –δηλαδή η ψηφιακή επανάσταση- οδηγεί σε τελείως διαφορετικές εξελίξεις. Όποιος μείνει εκτός δεν θα ακολουθεί ασθμαίνοντας, θα περιθωριοποιηθεί.

Επομένως, το Εθνικό Συμβούλιο Βιομηχανίας, που συγκροτείται στο «παρά πέντε» –για κάποιους στο «και πέντε»- έχει πολύ δουλειά να κάνει, με αποτελέσματα που μπορεί να αποδειχθούν καθοριστικά για τη Θεσσαλονίκη και το Βορειοελλαδικό Τόξο, όπου η μεταποιητική παράδοση –ιστορικές εταιρίες, εξαγωγικές επιχειρήσεις, Βιομηχανικές Περιοχές κ.λπ.- είναι μεγάλη. Εκτός και αν ισχύσει ένα παλαιότερο αξίωμα που έχει βασανίσει πολύ τη χώρα και επιμένει ότι «στην Ελλάδα εάν δεν θέλεις να λύσεις ένα πρόβλημα, φτιάξε μια επιτροπή» -εν προκειμένω ένα συμβούλιο.