Skip to main content

Γιατί το κινηματογραφικό στοίχημα της Θεσσαλονίκης αξίζει τον κόπο και τα… λεφτά του

Το στοίχημα της ανάδειξης της Θεσσαλονίκης σε κινηματογραφικό σκηνικό έχει ενδιαφέρον και οι ιθύνοντες της πόλης αξίζει να το παλέψουν επαγγελματικά

Πριν από περίπου έναν χρόνο ξεκινούσαν τα γυρίσματα της πρώτης χολιγουντιανής παραγωγής στη Θεσσαλονίκη με πρωταγωνιστή τον Αντόνιο Μπαντέρας. Συγχρόνως εξελισσόταν κι ένας άτυπος εσωτερικός διάλογος - εσωτερικός τόσο στη Θεσσαλονίκη όσο και στον χώρο του σινεμά. Διότι πάντα υπάρχουν οι μίζεροι και οι γκρινιάρηδες.

Τα αντικείμενα αυτού του –σύντομου σε διάρκεια- διαλόγου ήταν δύο: Πρώτον, αν κερδίζει η Θεσσαλονίκη από κάποια γυρίσματα, αφού –σύμφωνα με τους επικριτές- στο σενάριο της ταινίας η πόλη δεν εμφανίζεται ούτε καν ως υποψία, αφού η δράση τοποθετείται στο… Μαϊάμι με φόντο φοίνικες. Δεύτερον, εάν πιάνουν τόπο τα χρήματα της ελληνικής πολιτείας, η οποία προκειμένου να φέρει στην Ελλάδα κινηματογραφικές παραγωγές έχει θεσπίσει φορολογικά κίνητρα. Οι ίδιοι μίζεροι διατείνονταν πραγματοποιώντας λογικό άλμα ότι με λιγότερα από τα χρήματα που έδινε μέσω φοροαπαλλαγών στους ξένους παραγωγούς το ελληνικό κράτος θα μπορούσε να επιδοτήσει την εγχώρια κινηματογραφική και γενικότερα πολιτιστική παραγωγή, πιθανώς κάποιους φίλους και γνωστούς τους. Το ότι οι επιδοτήσεις αφορούν ζεστό χρήμα των φορολογουμένων πολιτών, ενώ οι φοροαπαλλαγές συνιστούν για τα δημόσια ταμεία απλώς μικρότερο έσοδο από κάποιες δουλειές που φορολογούνται λιγότερο, αλλά δεν θα γίνονταν ποτέ στην ελληνική επικράτεια χωρίς το συγκεκριμένο κίνητρο, μάλλον πρόκειται για λεπτομέρεια που δεν απασχολεί τους επαγγελματίες Θεσσαλονικείς και εσχάτως επαγγελματίες Έλληνες.

Έναν χρόνο μετά, τα γυρίσματα της τέταρτης χολιγουντιανής παραγωγής στη Θεσσαλονίκη βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη και η συζήτηση αυτή, που κακώς άνοιξε, έχει κλείσει… αεροστεγώς. Όλοι, πλέον, αντιλαμβάνονται τα οφέλη, ενώ σιγά σιγά στήνονται υποδομές και καλλιεργείται μια παράδοση, που σήμερα είναι ρηχή, αλλά σε βάθος χρόνου ελπιδοφόρα. Διότι μπορεί ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο να έμεινε στη Θεσσαλονίκη μόνο τέσσερις ημέρες –άλλωστε στα 80 του οι ρόλοι που παίζει είναι μικροί, τιμητικοί και χαρακτηριστικοί-, αλλά τα γυρίσματα της ταινίας θα διαρκέσουν περί τους δύο μήνες, οι οποίοι έρχονται να προστεθούν στους προηγούμενους έντεκα ανάλογων καταστάσεων και σκηνικών στην πόλη. Τα οικονομικά οφέλη είναι προφανή – κάποιοι τα έχουν ποσοτικοποιήσει, δεν είναι αμελητέα, αλλά δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Το θέμα είναι ότι αφενός δουλεύουν όλες οι υπηρεσίες εξυπηρέτησης κάποιων που φιλοξενούνται και εργάζονται σε μια πόλη –από εστιατόρια και μπαρ μέχρι ξενοδοχεία και εμπορικά καταστήματα-, ενώ αφετέρου αναπτύσσεται μια κινηματογραφική οικοτεχνία, που φιλοδοξεί συν τω χρόνω να γίνει βιοτεχνία και να εξελιχθεί σε βιομηχανία. Η Θεσσαλονίκη αποκτά διαρκώς περισσότερους φίλους στο πεδίο της παραγωγής ταινιών και τα στούντιο που χτίζονται στη Θέρμη θα βοηθήσουν ακόμη περισσότερο. Ήδη από τον Σεπτέμβριο θα γυριστούν στη Θεσσαλονίκη δύο ακόμη παραγωγές του Χόλιγουντ, ενώ συζητείται να γίνουν στην πόλη τα γυρίσματα τηλεοπτικής σειράς, από αυτές που προβάλλουν οι πλατφόρμες. Κάτι που αν συμβεί θα βοηθήσει την παραγωγή στη Θεσσαλονίκη να αλλάξει επίπεδο, αφού τα γυρίσματα μιας σειράς χρειάζονται πολύ περισσότερο χρόνο.

Το στοίχημα της ανάδειξης της Θεσσαλονίκης σε κινηματογραφικό σκηνικό έχει ενδιαφέρον και οι ιθύνοντες της πόλης αξίζει να το παλέψουν επαγγελματικά και να επενδύσουν επάνω του για οικονομικούς λόγους και λόγους προβολής. Αλλά και για έναν πρόσθετο λόγο. Επειδή η κεφαλαιοποίηση μιας τέτοιας εξέλιξης τονώνει την εξωστρέφεια και τον κοσμοπολιτισμό της πόλης. Συμβάλλει στην καλλιέργεια πολύχρωμης και πολυεθνικής κουλτούρας και αυξάνει τη διεθνή αναγνωρισιμότητά της, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που με βάση το σενάριο η Θεσσαλονίκη αποτελεί πραγματικό σκηνικό της ιστορίας και της δράσης της ταινίας. Ως τελικό αποτέλεσμα παράγεται υψηλή προστιθέμενη αξία που ενισχύει τον τουρισμό, ένα πεδίο στο οποίο η Θεσσαλονίκη και έχει μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης.