Skip to main content

«Τα πράγματα όπως είναι»: Τι αλλάζει μετά το μπρα ντε φερ Δένδια–Τσαβούσογλου

Τρεις ειδικοί αναλύουν στη Voria.gr το διπλωματικό επεισόδιο στην Άγκυρα μεταξύ Δένδια – Τσαβούσογλου και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις

Του Λάζαρου Θεοδωρακίδη

Δημόσια μπροστά στις κάμερες, πέρα από τον συνηθισμένο τρόπο της διπλωματίας και μάλιστα εκτός έδρας, δηλαδή, στην Άγκυρα, ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας είπε στον ομόλογό του Μεβλούτ Τσαβούσογλου τα πράγματα «όπως είναι», εκτονώνοντας παράλληλα «την οργή και τον θυμό της ελληνικής κοινωνίας». Η παγίδα που επιχείρησε να στήσει η Τουρκία στη χώρα μας έγινε μπούμερανγκ για την ίδια μέσα σε λίγα λεπτά. Παράλληλα, οι αναφορές Δένδια «ενταφίασαν» θέματα που επιχειρεί να θέσει η τουρκική πλευρά, χωρίς να αφήνουν χαραμάδα αμφιβολιών για τους χειρισμούς το επόμενο διάστημα.

Σε αυτά τα πρώτα συμπεράσματα συγκλίνουν οι απόψεις τριών ειδικών που παρακολουθούν για πολλά χρόνια (και) τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, oι οποίοι μίλησαν στη Voria.gr κάνοντας… «ταμείο» από την επίσκεψη του Έλληνα ΥΠΕΞ στη γείτονα. Όπως λένε άλλωστε, η εξωτερική πολιτική είναι μαραθώνιος και απαιτεί ψύχραιμη ματιά.

Οι επισημάνσεις του Πρέσβη Επί Τιμή Δημήτρη Καραϊτίδη, του Εκτελεστικού Διευθυντή Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων Κωνσταντίνου Φίλη και του Επίκουρο Καθηγητή Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου της Νομικής Σχολής ΑΠΘ Μιλτιάδη Σαρηγιαννίδη εστιάζονται αφενός στο πρωτόγνωρο, ασυνήθιστο μπρα ντε φερ κατά τη διάρκεια των δηλώσεων των δύο επικεφαλής των χαρτοφυλακίων εξωτερικής πολιτικής, αφετέρου δε στο κατά πόσο αυτές επηρεάζουν στο εξής τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Πρωτόγνωρο σκηνικό στη συνέντευξη

«Ομολογώ ότι μου έκανε εντύπωση γιατί δεν είναι σύνηθες σε υπουργικό επίπεδο και γενικά σε υψηλού επιπέδου συναντήσεις να περιλαμβάνουν και δημόσια κατά κάποιον τρόπο αντιπαράθεση. Είναι κάτι που δεν συνηθίζεται», επισημαίνει ο κ.  Καραϊτίδης. Ο ίδιος τονίζει πως του προκάλεσε θετική εντύπωση και βρήκε «αναπόφευκτη και εποικοδομητική την αντίδραση του κ. Δένδια, δεδομένου ότι ο Τούρκος συνάδελφός του στις δικές του δηλώσεις ανέφερε πράγματα για τα οποία ένας υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδος δεν θα ήταν δυνατόν να αφήσει να περάσουν απαρατήρητα ή ασχολίαστα».

Ο κ. Φίλης επισημαίνει πως «είναι δεδομένο πως η πρώτη συναισθηματική αντίδραση δεν μπορεί να ήταν παρά θετική, διότι ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών και μάλιστα εκτός έδρας -με ποδοσφαιρικούς όρους- είπε δημόσια αυτά τα οποία όλοι οι Έλληνες σκεφτόμαστε, ή τέλος πάντων οι περισσότεροι. Είπε αυτά που έχουμε ως θέση απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα, την τουρκική επιθετικότητα και τον τουρκικό αναθεωρητισμό». Όταν ρωτήθηκε ο κ. Φίλης εάν αιφνιδιάστηκε, είπε: «Εξεπλάγην από το γεγονός ότι η συζήτηση αυτή υπό κανονικές συνθήκες γίνεται πίσω από τις κλειστές πόρτες κι εκεί μπορείς να πεις αυτά κι άλλα πολλά. Δεν συνηθίζεται να υπάρχει, για τόση ώρα, μια αντιπαράθεση υπουργών Εξωτερικών με πινγκ πονγκ αντεγκλήσεων μπροστά στα φώτα της δημοσιότητας». Όπως τονίζει ο Εκτελεστικός Διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων «ήταν μια ενέργεια από πλευράς Δένδια που ανάταξε το ηθικό μας και κατά κάποιον τρόπο εκτόνωσε και μια οργή κι έναν θυμό που έχει συσσωρευτεί στον Έλληνα και την ελληνική κοινωνία, λόγω των συνεχόμενα προκλητικών δηλώσεων αλλά και κινήσεων της Τουρκίας».

Σύμφωνα με τον κ. Σαρηγιαννίδη «οι δηλώσεις των δύο υπουργών Εξωτερικών αποτελούν κάτι το οποίο είναι προφανώς πρωτόγνωρο για τα διπλωματικά ειωθότα. Ωστόσο, δεν συνιστούν μία περίπτωση κατά την οποία έχουμε υπέρβαση των εσκαμμένων». Επίσης ο Επίκ. Καθηγητής Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου της Νομικής Σχολής ΑΠΘ τονίζει πως  «η Τουρκία προσπάθησε να εκμεταλλευτεί την παρουσία του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών στην Άγκυρα τόσο μέσα από τις δηλώσεις που επιχείρησε ο υπουργός Εξωτερικών όσο και με την εκτός προγράμματος συνάντηση με τον Τούρκο Πρόεδρο. Όλο αυτό επιχειρήθηκε να χρησιμοποιηθεί και να κεφαλαιοποιηθεί από την τουρκική δημόσια διπλωματία, με στόχο να δείξει ένα καλό προφίλ από την πλευρά της Τουρκίας και να πλήξει το προφίλ της Ελλάδας. Ωστόσο, αυτό δεν βγήκε στην Τουρκία, γιατί από ό,τι φάνηκε, ο Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών ήταν προετοιμασμένος γι΄ αυτήν την περίπτωση κι έδωσε τις σωστές, αυτονόητες απαντήσεις ακόμη και μπροστά στα μικρόφωνα και τις κάμερες».

Αλλάζει η ατζέντα των θεμάτων;

Τα αποτελέσματα της επίσκεψης Δένδια στην Τουρκία είναι πολύ νωρίς να εκτιμηθούν - το επόμενο διάστημα, άλλωστε, ακολουθεί πενταμερής συνάντηση για το Κυπριακό. Πάντως, ό,τι έγινε την Πέμπτη στην Άγκυρα, δείχνει ποιο είναι το κλίμα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

O Πρέσβης Επί Τιμή εξηγεί πως «καλώς έπραξε ο κ. Δένδιας και ανέφερε, εξήγησε προσδιόρισε τις ελληνικές θέσεις με ευθύ, κατηγορηματικό και σαφή λόγο. Είναι κάτι που θεωρώ πολλαπλώς χρήσιμο. Πρώτον, διότι δίδεται η ευκαιρία και δημοσίως με τρόπο απλό και ευσύνοπτο να πληροφορηθεί η κοινή γνώμη, και δη της Τουρκίας, ποιες είναι οι ελληνικές θέσεις. Δεύτερον, γιατί οι θέσεις μας έχουν πολύ καλή πολιτική και νομική θεμελίωση. Και είναι καλό επομένως να τις τονίζουμε και να τις παρουσιάζουμε χωρίς επιθετικότητα, αλλά με αποφασιστικό κι ευθύ τρόπο. Επίσης, επειδή η γλώσσα που χρησιμοποιεί η τουρκική πλευρά είναι της επιθετικότητας κι αγγίζει πολλές φορές τα όρια της αγένειας και απέναντι στην εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση και τον ελληνικό λαό (θυμίζω: «θα σας ρίξουμε στη θάλασσα», «θυμηθείτε τι πάθατε στον Σαγγάριο»). Όλα αυτά δεν μπορούν να μείνουν αναπάντητα γιατί δημιουργούν στην άλλη πλευρά την εντύπωση ότι κατεχόμεθα από ένα πλέγμα αδυναμίας ή από ένα φοβικό σύνδρομο».  Σύμφωνα με τον κ. Καραϊτίδη, ο κ. Δένδιας «δεν απείλησε και δεν υπαινίχθηκε ότι η Ελλάδα θα προβεί σε κάποιες πράξεις που θα βλάψουν τα συμφέροντα της Τουρκίας. Κατέστησε σαφές πως έναντι των θέσεων αυτών δεν είμαστε διατεθειμένοι να προχωρήσουμε σε υποχωρήσεις, διότι είναι θέσεις συνδεδεμένες με τα εθνικά μας συμφέροντα».

Από την πλευρά του ο Κωνσταντίνος Φίλης θέτει κι ένα δίπολο ερμηνείας που έχει ως εξής:  «Εάν ο σκοπός του κ. Δένδια ήταν, πηγαίνοντας εκεί, να βάλει τα πράγματα σε μια σειρά σε σχέση με τις ελληνικές θέσεις και να καταστήσει σαφές προς την άλλη πλευρά ότι η Ελλάδα έχει συγκεκριμένες κόκκινες γραμμές, οπωσδήποτε τον πέτυχε και με το παραπάνω. Εάν ο στόχος της επίσκεψης ήταν να πάει η Ελλάδα εκεί και να προσπαθήσει, μέσα από τη συνάντηση αυτή, να δημιουργήσει ένα κλίμα καλύτερο, έτσι ώστε να προσπαθήσουν ή να επιδιώξουν τουλάχιστον τα δύο μέρη να κάνουν ένα επόμενο βήμα, να καθίσουν να συζητήσουν κατά πόσο μπορούν να διευθετήσουν τις διαφορές τους, νομίζω ότι ο σκοπός αυτός δεν επιτεύχθηκε. Είναι ωστόσο ακόμη νωρίς για να κρίνουμε το αποτέλεσμα της επίσκεψης».

Ο κ. Σαρηγιαννίδης επισημαίνει πως «το γεγονός ότι ο Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών έθιξε όλα αυτά τα ζητήματα μπροστά στον Τούρκο ομόλογό του, δεν δείχνει με κανέναν τρόπο την πρόθεση της Ελλάδας να ανοίξει όλα αυτά τα ζητήματα και να συζητήσει. Η διάψευση ή άρνηση από την πλευρά Δένδια ήταν σαφής και δεν χωρεί αμφιβολία για κάτι τέτοιο. Ούτε μπορεί να πει κανείς ή να χρεώσει στον Έλληνα Υπουργό Εξωτερικών ότι το γεγονός αφήνει μία χαραμάδα ή ένα πλαίσιο ευρύτερου διαλόγου γι’  αυτά τα ζητήματα. Κάθε άλλο: τα κλείνει και τα ενταφιάζει και αναδεικνύει την προκλητικότητα και τις παράλογες αξιώσεις που προβάλλει η Τουρκία, απέναντι όχι μόνο στα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα αλλά και στην ελληνική κυριαρχία».

Όσον αφορά στο διά ταύτα, ο Επίκ. Καθηγητής Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου της Νομικής Σχολής ΑΠΘ τόνισε: «Αυτό τελικά που θα μείνει είναι η δήλωση για τις 400 υπερπτήσεις, οι οποίες δεν γίνονται ούτε καν πάνω από τα διαφιλονικούμενα για την Τουρκία ύδατα στο Αιγαίο, αλλά γίνονται πάνω από ελληνικό έδαφος. Και, φυσικά, θα μείνει η δήλωση πως η Ελλάδα είναι μέρος της οικογένειας της Ευρώπης, αισθάνεται και είναι πατρίδα της η Ευρώπη. Όλη η επιχειρηματολογία να λύσει τα ζητήματα διμερώς κι όχι κινητοποιώντας τους Ευρωπαίους συμμάχους της στην ΕΕ προφανώς καταρρίπτεται». Ο ίδιος καταλήγει: «Δεν τέθηκε θέμα ανοίγματος θεμάτων με την Τουρκία, δεν ακούστηκαν αυτά για πρώτη φορά, αλλά για πρώτη φορά ένας Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών δημοσίως, ενώπιον του Τούρκου Υπουργού Εξωτερικών, τα ενταφίασε».

Κατηγορηματικός είναι ο Πρέσβης Επί Τιμή για το ότι οι δηλώσεις προκάλεσαν μια αμηχανία στην τουρκική πλευρά, αφού όπως υπογραμμίζει, «έχει ερμηνεύσει λανθασμένα την μετριοπάθεια, την προσοχή και την πολύ συνετή στάση που η Ελλάδα τηρεί απέναντι στις τουρκικές προκλήσεις. Οι Τούρκοι θεωρούν πως αυτή η στάση δείχνει αδυναμία, αναγνώριση κατωτερότητας. Το ότι κατά τρόπο ασυνήθιστο για τους Τούρκους αυτή τη φορά ο Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών είπε τα πράγματα με το όνομά τους τους προκάλεσε μία αμηχανία κι έναν εκνευρισμό».  

Ο κ. Καραϊτίδης εξηγεί πως «η στάση αυτή δεν σημαίνει στροφή οξύτητας στη συμπεριφορά μας προς την Τουρκία, αλλά απλώς ότι θεωρούμε πως το πράγμα έχει φτάσει στο μη περαιτέρω, πως ήρθε η ώρα να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Θέλουμε τις καλές σχέσεις, θέλουμε τις διαδικασίες που προβλέπονται από το διεθνές δίκαιο, θέλουμε τις συνομιλίες, αλλά  με έναν τρόπο που θα εγγυάται τον σεβασμό της αξιοπρέπειάς μας και θα στηρίζεται στην καλή βούληση της άλλης πλευράς».