Skip to main content

Η αφιέρωση του Μάρκου στον Νίκο Μουσχουντή σε καφενείο στη Θεσσαλονίκη

Οι ρεμπέτες, τα βιβλία, οι ταινίες, τα θεατρικά έργα και ο αστυνομικός στη Θεσσαλονίκη που τους αγαπούσε πολύ και άκουγε τα τραγούδια τους

Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου στο σινεμά. Ο Βασίλης Τσιτσάνης σε μυθιστόρημα, αλλά και σε ζωγραφικούς πίνακες και άλλα εικαστικά έργα. Ο Μάρκος Βαμβακάρης και σε βιβλία και στο θέατρο. Η Μαρίκα Νίνου στο σινεμά και η Σωτηρία Μπέλλου στη θεατρική σκηνή. Κι άλλοι, κι άλλοι… Γενικώς το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι γοητεύουν τους συγγραφείς, του σκηνοθέτες, τους ηθοποιούς, δηλαδή όλους όσους η δουλειά τους είναι να διηγούνται ιστορίες. Οι λόγιοι, οι διαβασμένοι και οι ψαγμένοι της τέχνης έλκονται από τους λαϊκότερους, αυτοδίδακτους και κατά κανόνα ταλαιπωρημένους από τις συνθήκες συναδέλφους τους. Έτσι αποφασίζουν να φωτίσουν τη ζωή και την τέχνη τους. Κατά προτίμηση σε περιόδους που οι ίδιοι στην αναζήτηση της επιτυχίας βρίσκονται σε αδιέξοδο. Και συνήθως με τρόπο τέτοιο που και οι ίδιοι να αγγίξουν λίγο από τον μύθο των προσώπων που ανασταίνουν στη σκηνή, στην οθόνη, στις σελίδες. Να πάρουν λίγη –έστω- από την απήχησή και την επιδραστικότητά τους και να πιστωθούν εξ’ αντανακλάσεως ένα μέρος της αξίας τους. Όπως ακριβώς για πολλούς η μεγάλη τέχνη απαιτεί ενασχόληση με μεγάλα θέματα –μας το διδάσκει αυτό η αρχαία τραγωδία- έτσι ενδεχομένως και η αυθεντικότητα πιστοποιείται, μέσω αναφορών σε αυθεντικά πρόσωπα.

Όλα αυτά είναι θέματα που σηκώνουν κουβέντα. Ίσως και μεγάλη συζήτηση. Με σωστή παρέα και σωστό καφέ. Κάποια Κυριακή πρωί. Όπως συμβαίνει πάντα και παντού έτσι σε αυτές τις παραστάσεις, τις ταινίες, τα βιβλία υπάρχουν αξιοσημείωτες και αδιάφορες προσεγγίσεις. Εμπορικές επιτυχίες και άδεια ταμεία. Υπάρχουν κάποιοι θεατές και αναγνώστες που χειροκροτούν και περισσότεροι που αδιαφορούν. Το κακό της όλης υπόθεσης –αν δηλαδή πρόκειται για κακό- είναι οι προθέσεις και ο τρόπος που τελικά εκφράζονται. Άλλωστε –όπως είπε ο Σαρτρ- «ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις». Όταν ενσαρκώνεις στη σκηνή ή στην οθόνη μια δωρική και ταυτόχρονα τραγική περσόνα του ρεμπέτικου, προτείνεις στον κόσμο τη δική σου ή τη δική του πραγματικότητα; Τη δική σου ή τη δική του τέχνη; Πουλάς εσένα ή το μύθο του πρωταγωνιστή σου; Στο βιβλίο ενδιαφέρεσαι για την προσωπικότητά του ή πλάθεις μια ιστορία ως παρακολούθημα- του ονόματος; Σε κάθε περίπτωση τα πράγματα –οι αναπαραστάσεις, οι μυθιστορηματικές προεκτάσεις και τα σχετικά- είναι καταδικασμένα να παραμείνουν στην επιφάνεια. Στη βιτρίνα από την οποία βλέπεις μία συγκεκριμένη γωνία ενός ρούχου, τα χρώματα του, τα σχέδια του, αλλά δεν μπορείς να αγγίζεις το ύφασμα, να αισθανθείς την ποιότητα.

Όσα κόλπα της δημιουργικής γραφής και του θεάματος εάν χρησιμοποιήσει κανείς, μάλλον δεν υπάρχει περίπτωση να αγγίξει την ουσία του Τσιτσάνη ή του Βαμβακάρη. Πιο τυχεροί λόγω του είδους και του ύφους της τέχνης τους στέκονται οι εικαστικοί. Ιδίως οι ζωγράφοι, που συχνά το έργο τους απογειώνεται από μια σκιά, μια συγκεκριμένη απόχρωση στη γωνία του πίνακα, ένα σκληρό φόντο. Όμως στη γραφή, στη σκηνοθεσία, στην υποκριτική, στα κινηματογραφικά πλατό οι ταλαντούχοι το περισσότερο που μπορούν να ελπίζουν είναι να καταφέρουν τη δική τους μετάφραση μιας ζωής, μιας προσωπικότητας κι ενός έργου που όντας αδιαίρετα είναι «καταδικασμένα» να παραμείνουν ανεξερεύνητα. Στη σκιά της ζωής τραγικών προσώπων, όχι από βίτσιο, αλλά από αδυναμία αποκρυπτογράφισης των έτσι κι αλλιώς λίγων πραγματολογικών στοιχείων που υπάρχουν στη διάθεσή μας. Διότι πρόκειται για ανθρώπους μιας άλλης, διαφορετικής εποχής, οι οποίοι ασφαλώς ουδέποτε στη ζωή τους συνειδητοποίησαν την τραγικότητα τους. Δεν έπαιξαν ποτέ ρόλο. Δεν κινήθηκαν πέρα από την καθημερινότητα της ζωής τους. Δεν ενδιαφέρθηκαν να δραπετεύσουν απ’ τον κόσμο τους. Για όλους αυτούς τους λόγους παρέμειναν αυθεντικοί, κάτι που καταγράφηκε στο DNA των τραγουδιών που δημιούργησαν. Χωρίς κάποιο κόλπο πλησίασαν τον κόσμο της εποχής τους, τους ακροατές τους και όσους διασκέδαζαν ακούγοντας τους. Και δε χρειάζονται κανένα κόλπο για να παραμείνουν στην επικαιρότητα της καρδιάς και της ευαισθησίας των σημερινών ανθρώπων. Έτσι για να ησυχάσει και ο μακαρίτης Τζίμης Πανούσης, ο οποίος στα μέσα της δεκαετίας του 1980 αγωνιούσε σ’ ένα του τραγούδι: «Πόσο θ’ αντέξουνε ο Μάρκος κι ο Τσιτσάνης / δεν έχουν κάνει ούτε ένα βίντεο κλιπ».    

Οι ρεμπέτες, όμως, γοήτευσαν και επηρέασαν τους σπουδαγμένους μουσικούς της γενιάς τους. Μερικοί από τους πιο χαρακτηριστικούς και ενδιαφέροντες δίσκους του Μάνου Χατζιδάκι περιέχουν διασκευές ρεμπέτικων. Άλλωστε ήταν πρώτος ο 25χρονος το 1949 Χατζιδάκις αυτός που σύστησε στη διανόηση της εποχής το ρεμπέτικο και μάλιστα μέσα στον ιερό χώρο του Θεάτρου Τέχνης. Αυτός που λάτρευε και εκστασιαζόταν μέσα του όταν άκουγε το «μες τον οντά ενός πασά». Όπως και ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο οποίος δεκαετίες τώρα επιστρέφει δισκογραφικά και συναυλιακά στους ρεμπέτες. Και πολλοί άλλοι. Σχεδόν όλες οι γενιές Ελλήνων μουσικών από το 1960 μέχρι σήμερα θέλησαν να αναμετρηθούν με τα ρεμπέτικα, αναγνωρίζοντας την αξία και αποδεχόμενοι την παράδοση. Και αρκετοί ξένοι, που ψάχνονται ακόμη. Αλλά και ο Μίκης Θεοδωράκης που θέλει –τουλάχιστον ήθελε από τη δεκαετία του 1960- να λογίζεται απλός μαθητής του Βασίλη Τσιτσάνη. Που σταυροκοπιέται όταν ακούσει τη «Συννεφιασμένη Κυριακή». Μόνο που η σχέση των μουσικών με τα ρεμπέτικα είναι περισσότερο δικαιολογημένη. Βιωματική και –κυρίως- αποδοτική. Λόγω της κοινής γλώσσας που είναι η μουσική, και της γεωμετρίας, που συνθέτουν οι κανόνες της.

Αλλά και για κάτι πιο απλό. Ότι πιο αντιπροσωπευτικό και ότι πιο καταπληκτικό στους ρεμπέτες είναι η τέχνη τους. Η θαυμαστή διαχείριση του ταλέντου, της εποχής και της ζωής τους ολόκληρης. Όσα βιβλία κι αν γραφτούν για τη Μπέλλου, όσες ιστορίες θα έχουν πρωταγωνιστή τον Τσιτσάνη, όσες ταινίες κι αν γυριστούν για την Παπαγιαννοπούλου κι όσες παραστάσεις κι αν στηρίξει ο Βαμβακάρης, η πραγματικότητα τους θα παραμείνει ανάμεσα στις χαρακιές του βινυλίου των 78 στροφών, που αργότερα έγιναν 45 και μετά 33, ενώ σήμερα είναι ψηφιακές και διαδικτυακές. Κάτι που οι μουσικοί καίγονται να αντιγράψουν δημιουργικά. Όλα τα υπόλοιπα ίσως να συνιστούν καλές προσπάθειες –σίγουρα κάποιες είναι-, αλλά παραμένουν φολκλόρ. Σαν τις διαφημίσεις ανάμεσα στα σίριαλ και τα reality shows με τις χαρούμενες και πανευτυχισμένες στις 6.30 το πρωί οικογένειες, λόγω των τοστ, της μερέντας, των δημητριακών και του φρέσκου γάλακτος. Κι αν υπάρχει ένας λόγος να βλέπουμε έτσι το θέμα είναι επειδή τα ρεμπέτικα έχουν σε πολλούς ανάμεσά μας μια σοβαρή επίδραση, ίσως και χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Επειδή ακούγοντας τα στο σπίτι ή στην ταβέρνα εισπράττουμε την ομορφιά τους κι ερχόμαστε σε απευθείας επαφή με την ποίηση, εκείνο το ξεχωριστό είδος λόγου –εν προκειμένω και μουσικής- που δεν κουβαλάει επάνω του τίποτα περιττό. Που δεν μπορείς να προσθέσεις κάτι, ούτε να αφαιρέσεις οτιδήποτε χωρίς το οικοδόμημα να καταρρεύσει ή να ασχημύνει.  

ΥΓ. Πριν από 16 χρόνια ο Ντίνος Χριστιανόπουλος σε μια συζήτηση με έναν δημοσιογράφο στη Θεσσαλονίκη του αποκάλυψε ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν έκανε και λόγο τον δημοσιογράφο, είχε πάρει συνέντευξη από τον Βασίλη Τσιτσάνη, η οποία είχε δημοσιευθεί σε ένα δισέλιδο μιας τοπικής εφημερίδας που ήδη το 2004 είχε αναστείλει την κυκλοφορία της πριν από 30 χρόνια. Τότε ο δημοσιογράφος του ζήτησε αντίγραφο, ώστε να την αναδημοσιεύσει στην μεγάλη αθηναϊκή εφημερίδα που εργαζόταν, στην επέτειο των 20 χρόνων από τον Ιανουάριο του 2004 και το θάνατο του Τσιτσάνη. Ο ποιητής δεν του χάλασε το χατίρι. Την ανέσυρε από το αρχείο του, την φωτοτύπησε και του την έδωσε. Μαζί με την άδει να την αναδημοσιεύσει. «Συνέντευξη του Βασίλη Τσιτσάνη στον Ντίνο Χριστιανόπουλο». Με μια υποσημείωση. «Πρόκειται για ένα κείμενο απλοϊκό, εάν όχι αφελές» του είπε. Και εξήγησε: «Μπορεί ο Τσιτσάνης να είναι μουσικό φαινόμενο, αλλά ο Θεός, η φύση –όπως θέλεις πες το- έδειξαν σε αυτό το πεδίο όλη τη γενναιοδωρία τους. Κατά τα λοιπά οι απαντήσεις του στις ερωτήσεις της συνέντευξης είναι κοινότυπες και με περιορισμένο ενδιαφέρον». Φυσικά η συνέντευξη αναδημοσιεύθηκε και προκάλεσε εντύπωση ως ντοκουμέντο. Αλλά ο ποιητής είχε δίκιο…

ΥΓ2. «Η Θεσσαλονίκη μ’ άρεσε πολύ. Ωραία πόλη. Η αγορά της Σαλονίκης μου ’κανε εντύπωση. Δε έχει μόνο μια αγορά. Έχει τρεις τέσσερις αγορές η Θεσσαλονίκη. Τι να σα πω, μου ’κανε μεγάλη εντύπωση τα πράγματα τα πολλά που έβλέπα. Διάφορα πράγματα. Τι ψάρια, τι κρέατα, το όσπρια, δε λέγονται, τι λαχανικά. Εκοίταζα που κατεβαίνανε από τα άλλα μέρη απόξω από τα πέριξ της Σαλονίκης τα κάρα γεμάτα, πάντα κάργα. Το πρωί πάντα βρισκόμουνα στους δρόμους και μετά κατόπι πήγαινα και κοιμόμουν. Μα ό,τι ήθελες να ψωνίσει το’ βρισκες. Μεγάλα νταραβέρια και ωραία πράγματα. Από είδη ρουχισμού και τι δεν έβλεπα εκεί στην αγορά και μ’ άρεζε. Κόσμος, φτωχόκοσμος έτρεχε, ντυμένος καλά. Και οι γυναίκες προπαντός πολύ σικ. Πολύ εντυνόντουσαν και οι άντρες. Δηλαδή πλούσια χώρα. Σα να ήσουνα στην Ευρώπη αν και δεν έχω πάει ακόμη».

Αυτά σκεφτόταν ο Μάρκος Βαμβακάρης ένα απομεσήμερο του Οκτωβρίου περπατώντας λίγο πιο έξω από το κέντρο της Θεσσαλονίκης, στα δυτικά, μετά το Βαρδάρη. Μόλις ξύπνησαν με τον Γιώργο Μπάτη –μαζί έπαιζαν στο «Δάσος»- πέρασαν από το αστυνομικό κτήριο, πήραν τον Νίκο Μουσχουντή (φωτογραφία), κουμπάρο του Βασίλη Τσιτσάνη, και ξεκίνησαν για ένα  καφενεδάκι στην περιοχή των Ξυλάδικων, κάτω από το Σιδηροδρομικό Σταθμό. Κάθισαν σε ένα τραπεζάκι, παρήγγειλαν κι έβγαλαν τα όργανα. Ήθελαν να ευχαριστήσουν τον αστυνομικό, που αγαπούσε το ρεμπέτικο και τους ρεμπέτες. Γι’ αυτό και τους κάλυπτε όταν κάπνιζαν τσιγαριλίκι. Ορισμένες φορές τους το προμήθευε και ο ίδιος, μιας και καταλάβαινε τους καημούς που γεννούσαν μια τέτοια μουσική! Σε κάποια στιγμή ο Μάρκος έκανε νόημα στον Μπάτη να σταματήσει. Γύρισε προς τον Μουσχουντή και του είπε: «Κυρ - Νίκο θέλω να ακούσεις ένα καινούριο τραγούδι. Το έγραψα σήμερα το πρωί, πίνοντας καφέ. Με την πρώτη γουλιά μου ήρθε ο πρώτος στίχος. Με τη δεύτερη η μελωδία. Ή κάτι τέτοιο. Θέλω να είσαι ο πρώτος που θα το ακούσει. Υπάρχει λόγος». Και άρχισε να παίζει μόνος στο μπουζούκι και να τραγουδάει με τη χαρακτηριστικά βαριά και βραχνή φωνή του: 

«Ωραία την επέρασα /
μεσ’ στη Θεσσαλονίκη /
θυμήθηκα το δώδεκα /
που πήραμε τη νίκη. /
Μικροί μεγάλοι τρέξανε,
εμένα για να ιδούνε /
ν’ ακούσουνε γλυκιά πενιά /
και να `φχαριστηθούνε. /
Πλούσια ήταν τα ελέη τους /
τα γλέντια κι η χαρά τους /
εμένα μ’ αγαπήσανε όλοι /
με την καρδιά τους».