Skip to main content

Μητρούδης: Η αλήθεια για τη φυγή του Γκάλη από τον Άρη

Σήμερα, 25 χρόνια μετά την αποχώρησή του από τη διοίκηση του Άρη, ο Θεόφιλος Μητρούδης σπάει τη σιωπή του, με ένα τρόπο εμφατικό.

του Γιώργου Δώρα

Καλοκαίρι του 1992. Ο Νίκος Γκάλης, ο άνθρωπος που άλλαξε τη μοίρα του ελληνικού μπάσκετ κι έβαλε τη Θεσσαλονίκη στον αθλητικό χάρτη της Ευρώπης, αποχωρεί από τον Άρη. Είναι ήδη 34 ετών όταν υπογράφει για να παίξει στον Παναθηναϊκό. Όπως είναι φυσικό η πόλη είναι ανάστατη. Όλοι συζητούν το πως και γιατί ο θρύλος που για περισσότερα από δέκα χρόνια σήκωσε στους ώμους του τα αθλητικά όνειρα της Θεσσαλονίκης έφτασε στο σημείο να κατηφορίσει στην Αθήνα. Ότι δεν είχε συμβεί τις περασμένες δεκαετίες με άλλους αθλητές θρύλους και σύμβολα, όπως ο Κούδας και ο Χατζηπαναγής, συνέβη με τον Γκάλη. Όλο το ανάθεμα για τις εξελίξεις πέφτει πάνω στον τότε πρόεδρο του Άρη, τον Θεόφιλο Μητρούδη. Ένα άνθρωπο που αποδεδειγμένα βοηθούσε οικονομικά την ομάδα από το 1984 και -όπως ο ίδιος λέει- έζησε από πρώτο χέρι όλες τις μεγάλες στιγμές της «αυτοκρατορίας» τη δεκαετία 1984 – 1994. Δεν ήταν παρών μόνο στην έλευση του Νίκου Γκάλη από την Αμερική, λίγα χρόνια νωρίτερα.

Σήμερα, 25 χρόνια μετά την αποχώρησή του από τη διοίκηση του Άρη, ο Θεόφιλος Μητρούδης σπάει τη σιωπή του. Και μάλιστα με ένα τρόπο εμφατικό, κατά κάποιο τρόπο τελεσίδικο. Όχι με κάποιες δηλώσεις, που μπορεί να παρεξηγηθούν ή να ανασκευαστούν, ούτε με μια θεαματική τηλεοπτική εμφάνιση, αλλά με ένα βιβλίο από τις εκδόσεις ΙΑΝΟS, που έχει τίτλο «Η αυτοκρατορία» και υπότιτλο: «Η άνοδος και η πτώση από την πίσω πλευρά του φεγγαριού». Το βιβλίο, που θα παρουσιαστεί την προσεχή Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου στη Θεσσαλονίκη, στο Δημαρχιακό Μέγαρο, και την επόμενη Τετάρτη 2 Οκτωβρίου στην Αθήνα, στο βιβλιοπωλείο Ιανός, είναι βέβαιον ότι θα προκαλέσει συζητήσεις. Φυσικά απηχεί τις απόψεις του συγγραφέα του, αλλά όπως πιστεύουν οι ιστορικοί μπορεί τα γεγονότα και οι διαστάσεις τους να καταγράφονται αξιόπιστα πολλά χρόνια μετά από τη στιγμή που συνέβησαν, με βάση την έρευνα και τα ντοκουμέντα, αλλά πάντα θα έχει ξεχωριστή αξία η μαρτυρία όσων τα έζησαν από πρώτο χέρι, όσων δηλαδή ήταν παρόντες και δεν τα πληροφορήθηκαν απλώς από κάποιους άλλους. Και ο Θεόφιλος Μητρούδης ήταν αναμφίβολα εκεί, βιώνοντας τη μοναξιά που συνοδεύει πάντα όσους παίρνουν σημαντικές αποφάσεις.

Σύμφωνα λοιπόν με όσα καταθέτει στο βιβλίο –τις λεπτομέρειες μπορεί να τις αναζητήσει κανείς στις 250 περίπου σελίδες του- η αποχώρηση του Γκάλη σχετίζεται πρωτίστως με την έλλειψη οικονομικών δυνατοτήτων. Δεν υπήρχαν στα ταμεία τα 150 εκατ. δρχ. που του χρωστούσε ο Άρης από την προηγούμενη χρονιά συν τα πάνω από 200 εκατ. δρχ. που θα έπρεπε να του δώσει για την επόμενη. Ούτε –υποστηρίζει ο Μητρούδης- υπήρχαν οι εγγυήσεις για ένα διετές – τριετές συμβόλαιο, που θα εξασφάλιζε τον παίκτη στα τελευταία χρόνια της καριέρας του. Όπως γράφει ο Μητρούδης ως πρόεδρος δεν ήθελε με τίποτα να κάνει στον Γκάλη μια οικονομική πρόταση κατώτερη της αξίας και της προσφορά του στο σύλλογο. Είναι χαρακτηριστική η αναφορά του στις σελίδες 60 και 61: «Το συμβόλαιο του Νίκου Γκάλη θα έπρεπε να είναι ακριβότερο απ’ όλα τα άλλα. Ήξερα πόσα χρήματα έπρεπε να του προτείνω για να είμαι σωστός απέναντί του. Το ποσό λοιπόν αυτό, μαζί με τα παλιά χρήματα και το καινούριο συμβόλαιο, ήταν μεγάλο. Ήταν σχεδόν όσα θα έπαιρναν ο Ρόι Τάρπλεϊ, ο Τζέι Τζέι Άντερσον και ο Παναγιώτης Γιαννάκης μαζί. Δεν γινόταν. Δεν μπορούσα». Γι’ αυτό προτίμησε στην ακροτελεύτια συζήτηση τους –στη δεύτερη από τις δύο όλες κι όλες που έγινα εκείνο το καλοκαίρι, στο γραφείο του Μητρούδη στην αντιπροσωπεία της BMW στη Βασ. Όλγας- πριν του εξηγήσει τα οικονομικά δεδομένα να στρέψει τη συζήτηση με τον σούπερ σταρ  σε αγωνιστικά θέματα, για τα οποία ήξερε ότι ο Γκάλης δε σήκωνε μύγα στο σπαθί του. Κυρίως στο χρόνο συμμετοχής του σε κάθε ματς, κάτι για το οποίο ο Γκάλης ήταν ευαίσθητος και απόλυτος. Στην ουσία ο τότε πρόεδρος του Άρη περιγράφει μια αόρατη συμφωνία ανάμεσα στον ίδιο και στον παίκτη, που οδήγησε τελικά τον Γκάλη να κλείσει την καριέρα του στον Παναθηναϊκό, εισπράττοντας τα χρήματα του Παύλου Γιαννακόπουλου. Όπως γράφει ο Γκάλης τον διευκόλυνε, αφού με τη στάση του δεν του άφησε περιθώρια για να του καταθέσει οικονομική προσφορά.

Πέρα από την ιστορία της αποχώρησης του Νίκου Γκάλη -σε ορισμένα σημεία το βιβλίο μοιάζει να γράφτηκε σαν εξομολόγηση γι’ αυτό το βαρύ αμάρτημα που βαραίνει το Μητρούδη, ο οποίος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι με τον τρόπο που χειρίστηκε το θέμα διέσωσε τη σχέση του αθλητή με την πόλη- μεγάλο ενδιαφέρον έχουν τα παράπλευρα της ιστορίας αυτή τη δεκαετία. Μια περίοδο κατά την οποία το ελληνικό μπάσκετ ανέβηκε επίπεδο και ανέβασε αξίες. Τα παράπλευρα, που σε πολλές περιπτώσεις αποδείχθηκαν πιο καθοριστικά από τα κύρια. Τις ελληνοποιήσεις, τον έλεγχο της διαιτησίας, τις παρακολουθήσεις τηλεφώνων, τις μεθοδεύσεις της ομοσπονδίας μπάσκετ, τους συνδέσμους των οπαδών, τις πολιτικές παρεμβάσεις, τις μεταγραφές, τις μπλόφες για μεταγραφές, τον ανταγωνισμός, την οικονομική λογική του παραλόγου, που επικράτησε σε πολλές περιπτώσεις. Όσοι διαβάσουν τις λεπτομέρειες ενδεχομένως θα επιβεβαιώσουν πολλά από αυτά που υποψιάζονταν. Οι πιο ευαίσθητοι θα θελήσουν να τις ξεχάσουν και να παραμείνουν στα εντός του αγωνιστικού χώρου. Οι πιο ψαγμένοι θα καταλάβουν ότι όπως σχεδόν τα πάντα σε αυτό τον τόπο έτσι και ορισμένες από τις πιο λαμπρές σελίδες του ελληνικού αθλητισμού επιτεύχθηκαν με έναν κλασικά… ελληνικό τρόπο. Η βιτρίνα πάνω και μπρος απ’ όλα. Οι εντυπώσεις. Από πίσω καμία βάση, σχεδόν τίποτα το ορθολογικό.

Αν μη τι άλλο ο Θεόφιλος Μητρούδης αποδεικνύεται θαρραλέος. Διότι για μια εξομολόγηση απαιτείται  θάρρος. Σε ένα τραγούδι του ο Άκης Πάνου βάζει στο στόμα του Γιώργου Νταλάρα τον εξής στίχο: «Θέλω να τα πω / σα να παραμιλώ. / Θέλω να τα πω / χωρίς να με ρωτήσεις. / Άλλο εξομολόγηση και άλλο απαντήσεις». Ο πρώην παράγοντας του Άρη έχασε μια περιουσία, όπως κι άλλοι, με πρώτο και καλύτερο –σύμφωνα με το βιβλίο- τον Γιάννη Μπουτάρη, . Άρα είναι ο πρώτος στη σειρά που δικαιούται να ομιλεί κι εμείς οφείλουμε τουλάχιστον να τον ακούσουμε. Και να βγάλουμε τα συμπεράσματα μας…

ΥΓ. Την ίδια εποχή, στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 στις ΗΠΑ καθηγητές γκουρού της διεθνούς πολιτικής και των διεθνών οικονομικών σχέσεων δίδασκαν στους φοιτητές τους, πως όταν πάνε να κάνουν μια δουλειά σε κάποια ξένη χώρα, το σύστημα της οποίας δεν γνωρίζουν, καλό θα είναι να φροντίσουν να μάθουν πως λειτουργεί ο αθλητισμός. Αν υπάρχει οικονομική υγεία, υποδομές, ακαδημίες, σοβαρότητα ή αν κυριαρχεί η φιγούρα. Πίστευαν –ενδεχομένως να το πιστεύουν ακόμη παρά το ότι η παγκοσμιοποίηση έχει αλλάξει πολλά δεδομένα- ότι ο αθλητισμός είναι κάτι σαν καθρέφτης της κοινωνίας. Εάν αυτό ισχύει τότε τα μηνύματα για την Ελλάδα ήταν από τότε πολλά… Μόνο που κανείς δεν ήθελε να τα δεί και να τα μεταφράσει. Το λέει κάπου στο βιβλίο με τον τρόπο του και ο Μητρούδης.