Skip to main content

Η αλήθεια για το χρέος και όσα δεν μας βολεύει να θυμόμαστε

Η εκτίναξη του δανεισμού και το όργιο της σπατάλης σε ένα ανοργάνωτο, αναποτελεσματικό και φαύλο κράτος. Ήρθε η ώρα της αλήθειας και μόνο.
Είναι απορίας άξιον το ότι οι πολιτικοί -αυτοί που για χρόνια και χρόνια έχουν ανελιχθεί και υπάρξει μέσα στο κομματικό σύστημα που κυριάρχησε στη μεταπολιτευτική Ελλάδα- όταν αποσύρονται από την ενεργό πολιτική δράση, βλέπουν το φως το αληθινό και μιλούν μία άλλη γλώσσα, τη γλώσσα της σωφροσύνης και της αλήθειας. 
 
Και αυτό βεβαίως δεν είναι κακό, αλλά δεν είναι αρκετό όταν μάλιστα η χώρα μας βρίσκεται μπλεγμένη σε έναν ιστό χρεών και τεραστίων υποχρεώσεων προς ξένους κυρίως αλλά και προς εγχώριους πιστωτές, όταν βρίσκεται μπλεγμένη σε μία περιπέτεια που δεν ξέρουμε πως θα εξελιχθεί και που θα μας οδηγήσει. 
Είναι λοιπόν να απορεί κανείς όταν ακούει  πρώην υπουργό κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, από το  βήμα εκδήλωσης του Συνδέσμου Εξαγωγέων και συγκεκριμένα τον κ. Αλέκο Παπαδόπουλο, ο οποίος μάλιστα θήτευσε σαν υφυπουργός αλλά και σαν υπουργός στο Οικονομικών, να μνημονεύει τον Ξενοφώντα Ζολώτα και να παραδέχεται , με παρρησία ομολογουμένως, ότι το κράτος πρέπει να δανείζεται μόνο για παραγωγικές επενδύσεις και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. 
 
Μα εάν το ελληνικό κράτος και πιο συγκεκριμένα οι ελληνικές κυβερνήσεις, έπρατταν όσα σοφά υποστήριζε ο αείμνηστος Ζολώτας, δεν θα βρισκόμασταν στη θλιβερή και αδιέξοδη κατάσταση που είμαστε σήμερα. 
 
Αλλά επειδή ακριβώς βρισκόμαστε στη κόψη του ξυραφιού, επειδή έχουν διαπραχθεί τεράστια και απαράδεκτα λάθη, δεν μπορούμε απλώς, με μία κουβέντα, να προσπερνάμε τα όσα προηγήθηκαν, τα όσα μόλυναν τον τρόπο σκέψης και τις αξίες των Ελλήνων, τα όσα οδήγησαν τη χώρα στο χείλος του γκρεμού, να κρέμεται σήμερα από μια σάπια κλωστή.    
 
Τα στοιχεία υπάρχουν και είναι διαθέσιμα για όσους θέλουν να τα αναζητήσουν, στην ΕΛΣΤΑΤ, στη Eurostat, σε διεθνείς στατιστικές καταγραφές. 
 
Η Ελλάδα βγήκε το 1974 από την επταετία των συνταγματαρχών, με δημόσιο χρέος στο 22% του ΑΕΠ λόγω και της πολιτικής απομόνωσης της χώρας. Μέχρι το 1981 λήφθηκαν σχετικά λίγα δάνεια για μεγάλα έργα υποδομής ( Μόρνος, οδικοί άξονες κ.αλ.) έτσι που το εξωτερικό δημόσιο χρέος ήταν στο 29,7% του ΑΕΠ. Και μετά ακολούθησε μια περίοδος, εκτίναξης του δανεισμού και ξεχαρβαλώματος των δημοσίων οικονομικών. Δάνεια για να συντηρούνται οι προβληματικές, κονδύλια για προσλήψεις στο ευρύτερο δημόσιο τομέα, για 200.000 συντάξεις σε αντιστασιακούς- πολλοί από τους οποίους, όπως εκ των υστέρων αποδείχθηκε δεν είχαν καν γεννηθεί την εποχή της αντίστασης- συντάξεις σε στρατιές δήθεν αναπήρων, ένα όργιο κρατικής σπατάλης, όταν παράλληλα σαν χώρα δεν αξιοποιούσαμε αποτελεσματικά και παραγωγικά τα χρήματα της Κοινότητας. 
 
Οι πολιτικές αυτές, που τροφοδότησαν τον υπερδανεισμό, τα ελλείμματα συνεχίσθηκαν μέχρι και το 2009, όταν πια όλοι αγωνιούσαμε βλέποντας το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια μας. 
 
Αυτά κανείς δεν μπορεί να τα αμφισβητήσει και δυστυχώς, στα χρόνια που ακολούθησαν, οι ανάγκες εξυπηρέτησης του δανεισμού οδηγούσαν σε νέα δάνεια, το πελατειακό κράτος παρέμενε ισχυρό και ….έκοβε «επιταγές», επί όλων ανεξαιρέτως των κυβερνήσεων, ενώ ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 είχε αρχίσει η κάμψη της βιομηχανικής παραγωγής και το ΑΕΠ αυξάνονταν από την τροφοδότηση της κατανάλωσης και τις υπηρεσίες. Γίναμε χώρα εισαγωγών, ο πρωτογενής και ο δευτερογενής τομέας έχαναν συνεχώς έδαφος, γίναμε μια χώρα καταναλωτών και όχι παραγωγών, ανίκανοι να σχεδιάσουμε και να θέσουμε σε εφαρμογή μια πολιτική παραγωγικής ανασυγκρότησης, μία πολιτική που θα έδινε ώθηση στον Έλληνα να στραφεί στην ιδιωτική οικονομία και, στον ξένο, να έρθει να επενδύσει στη χώρα μας. 
 
Αυτά φυσικά είναι γνωστά σε όλους όσοι δεν έχουν κοντή, ασθενική μνήμη και σήμερα, σε αυτή τη δεινή θέση που βρισκόμαστε συζητάμε τα ίδια και τα ίδια, για εκσυγχρονισμό κράτους και διοίκησης, μεταρρυθμίσεις, ελκυστικό επιχειρηματικό περιβάλλον, πάταξη του τέρατος της γραφειοκρατίας και ένα απλό, δίκαιο, αποτελεσματικό και σταθερό φορολογικό σύστημα. 
 
Κάνουμε κύκλους γύρω από τον εαυτό μας, αλλά εδώ που βρισκόμαστε, σε αυτή τη δεινή θέση, όσοι γνωρίζουμε τι συνέβη και, πολύ περισσότερο, όσοι υπηρέτησαν τις πολιτικές που ασκήθηκαν, είμαστε υποχρεωμένοι να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, ανοιχτά, ομολογητικά, καθαρά.