Skip to main content

Η «αμαρτωλή» Θεσσαλονίκη του Χατζιδάκι 25 χρόνια μετά

Από το 1945 και την πρώτη του επίσκεψη, μέχρι το τέλος, ο Μάνος Χατζιδάκις διατήρησε ακμαία τη σχέση του με τη Θεσσαλονίκη.

«Μπαίνοντας στη Θεσσαλονίκη το ’45, αργά το βράδυ της Μ. Πέμπτης είχε τελειώσει η λειτουργία και οι εκκλησίες άδειες, φωτισμένες ηχούσαν πένθιμα. Περπατούσα μόνος και θαμπωμένος – είπα από μέσα μου: "Θεέ μου, πόση αμαρτία πρέπει να περιέχει αυτή η πόλη για να ‘χει τόσες εκκλησίες". Ο προσφερόμενος νεανικός έρωτας, μετεμφυλιακά υπήρξε συγκλονιστικός. Η επιθυμία δεν είχε προσχήματα. Μόνο η ερωτική τελετουργία διατηρούσε μερικούς γοητευτικούς, μυστικούς κώδικες με τους οποίους ολοκλήρωνες φαντασιώσεις, οράματα και τολμηρές προθέσεις. Η Θεσσαλονίκη είχε τω καιρώ εκείνω τρεις κοινωνικές τάξεις, χωρίς μεγάλες αποστάσεις μεταξύ τους. Την αστική, τη μικροαστική και τη λεγόμενη λαϊκή, εργατική. Οι τάξεις αυτές είχαν μιαν ανομολόγητη έλξη ανάμεσα τους, που εκδηλωνότανε με τον ομοφυλόφιλο ερωτισμό των παιδιών τους. Και οι διάφορες συνοικίες της Θεσσαλονίκης, συνδέονταν η μία με την άλλη με λεωφορεία και με νεανικές διαδρομές, αναζητήσεως συντρόφων. Και έτσι έγινα φανατικός λάτρης της πόλης και των αφανών κατοίκων της. Τα παλιά σπίτια, οι ατέλειωτες συνοικίες, οι κεντρικοί μα και οι απόκεντροι δρόμοι της, λειτουργούσαν θρησκευτικά τον ερωτισμό των νεαρών κατοίκων της και την υπέροχη και τόσο προχωρημένη αταξική ερωτική συνείδησή τους. Συγχρόνως μου έγινε αντιληπτό πως ο αρχαίος έρωτας δεν έχει τόση αξία στον καιρό μας, δίχως αυτό το ανομολόγητο αίσθημα αμαρτίας κι ενοχής που μας παρέχει η βυζαντινή θρησκευτική κληρονομιά μας».

Πρόκειται για μοναδική περίπτωση ανθρώπου, ο οποίος περιγράφει σε ηλικία μόλις 20 ετών με τόσο ποιητικό -και ταυτόχρονα ρεαλιστικό- τρόπο τη γνωριμία του με τη Θεσσαλονίκη. Όχι με κάποιο πρόσωπο ή με κάποια παρέα, αλλά με το σώμα της πόλης και την ψυχή της κοινωνίας της. Ο Μάνος Χατζιδάκις ξεκίνησε το ταξίδι του για τον Σείριο ακριβώς πριν από 25 χρόνια, στις 15 Ιουνίου 1994. Λίγο πριν είχε ολοκληρώσει «Τα τραγούδια της αμαρτίας», σε ποίηση Χριστιανόπουλου και Χρονά, με αναφορές σε εκείνη την πρώτη γνωριμία με την πόλη. Υπήρξε ένας ξεχωριστός Έλληνας. Για την ακρίβεια ο καλύτερος μεταφραστής της νεοελληνικής ευαισθησίας. Η Ελλάδα του οφείλει πολλά, καθώς όσο ζούσε έδινε το μέτρο. Μάλλον αποτελούσε ο ίδιος το μέτρο της σοβαρότητας, σε μια χώρα όπου «ανθεί φαιδρά πορτοκαλέα».

Παρέα με τον Μουσχουντή  

Από το 1945 και την πρώτη του επίσκεψη στη Θεσσαλονίκη μέχρι το τέλος –για 50 χρόνια- ο Μάνος Χατζιδάκις διατήρησε ακμαία τη σχέση του με τη Θεσσαλονίκη. Την επισκέπτονταν τακτικά, εκτός από τα πέντε – έξι χρόνια που έζησε στην Αμερική. Στην αρχή έμενε σε φίλους του, στα νεοκλασικά της παραλίας.  Έκανε παρέα με τους βαλαγιάννηδες, γνώρισε τον έφηβο βασιλικό να τριγυρνάει με το πρώτο του βιβλίο στο χέρι. Πήγαινε στην Άνω Πόλη. Αγνάντευε την πόλη από ψηλά και τον ορίζοντα, ενώ σε κάτι παλιές μάντρες παρακολουθούσε παραστάσεις καραγκιόζη. Όπως ο ίδιος έλεγε «η Θεσαλονίκη με μάγευε». Τον αγαπούσε πολύ ο Μουσχουντής. Ο περιβόητος από την Κατοχή αστυνομικός διευθυντής, κουμπάρος του Τσιτσάνη και λάτρης των ρεμπέτικων. Έγιναν φίλοι. Πήγαιναν μαζί στα «Κούτσουρα» του Δαλαμάγκα για να ακούσουν τους ρεμπέτες. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Χατζιδάκις ήταν στην ουσία ο πρώτος που μίλησε δημόσια το 1949 για την αξία αυτών των τραγουδιών, σοκάροντας την αστική διανόηση της εποχής. Και για τους ρεμπέτες, που –όπως έλεγε- «μ’ αρέσουν, συνδυάζουν ταπεινοφροσύνη και μεγαλείο σαν τους πρώτους χριστιανούς». Αλλά και αργότερα όταν έγινε γνωστός και είχε την οικονομική άνεση να μένει σε ξενοδοχείο. Πήγαινε πάντα στο «Μεντιτερανέ» στη λεωφόρο Νίκης και μετά το 1978, όταν λόγω του σεισμού το ξενοδοχείο έκλεισε, «μετακόμισε» στο «Ηλέκτρα Παλάς» στην πλατεία Αριστοτέλους. Άλλωστε ο ίδιος έλεγε ότι από την παλιά Θεσσαλονίκη των δεκαετιών του 1940 και του 1950 απέμειναν τα επόμενα χρόνια τρία πράγματα: η θάλασσα, η πλατεία Αριστοτέλους και μια μαγεία στην ατμόσφαιρα. Την οποία αναζητούσε κάνοντας μεταμεσονύκτιες μοναχικές βόλτες στην παλιά παραλία, όπου κατέληγαν σχεδόν πάντα οι αναζητήσεις του.

Στα «Μπλε Παράθυρα»

Όπως εκείνο το βράδυ μετά τα «Μπλε Παράθυρα», κάπου την Άνοιξη του 1987 ή 1988. Ήταν την επομένη μιας συναυλίας στο Παλαί ντε σπορ με τους καλλιτέχνες , οι οποίοι τους προηγούμενους μήνες εμφανίζονταν στην μπουάτ «Σείριος», που ο Χατζιδάκις είχε ανοίξει στην Αθήνα. Οι διοργανωτές της Θεσσαλονίκης θέλησαν να του κάνουν ένα τραπέζι στον Χατζιδάκι, ο οποίος τους ενημέρωσε ότι θα έμενε για μια δυο μέρες στην πόλη. Το ραντεβού κλείστηκε για τις 9.30 το βράδυ, στο Ηλέκτρα Παλάς, όπου έμενε ο συνθέτης. Οι τέσσερις οικοδεσπότες έφτασαν στην ώρα τους, όπως –πράγμα σπάνιο- και ο ίδιος, τον οποίο ακολουθούσε η φήμη ότι καθυστερούσε στα ραντεβού του. Στο λόμπι του ξενοδοχείου οι οικοδεσπότες ρώτησαν τον Χατζιδάκι που προτιμούσε να πάνε και τι ήθελα να φάει.  Εκείνος αποφεύγοντας κάθε τυπικότητα ξάφνιασε την ομήγυρη λέγοντας με το γνωστό και αναγνωρίσιμο αξάν του «μου είπαν ότι υπάρχει μια ταβέγνα που λέγεται Μπλε Παγάθυρα κι εκεί ο γιός ενός φίλου μου παίζει με μια νεανική κομπανία ρεμπέτικα». Επρόκειτο για ένα νεανικό –κατά βάσιν φοιτητικό- στέκι, στις 40 Εκκλησιές, στο πάνω μέρος του Καυτατζογλείου και ακριβώς κάτω από τα κτήρια των φοιτητικών εστιών. Σε 20 λεπτά οι τέσσερις συν ένας της παρέας έφτασε στο μαγαζί. Η ώρα πλησίαζε 10, φυσούσε ελαφρύ αεράκι και από τη μισάνοιχτη πόρτα, την οποία φώτιζαν δυο – τρεις λάμπες, ακούγονταν οι ήχοι της κομπανίας. Για μια στιγμή ο χρόνος σταμάτησε. Ή μάλλον γύρισε δεκαετίες πίσω, όταν ακόμη τα ρεμπέτικα παίζονταν και ακούγονταν σε συνθήκες ημιπαρανομίας, όπως τα είχε προλάβει ο Χατζιδάκις στην περίοδο της Κατοχής. Μόλις η παρέα με τον Μάνο Χατζιδάκι στη μέση μπήκε στην μικρή αίθουσα, έπεσε απόλυτη σιωπή. Οι λιγοστοί θαμώνες και οι νεαροί μουσικοί αναγνώρισαν τον συνθέτη και φυσιολογικά… κόμπλαραν. Μάλλον δεν πίστευαν στα μάτια τους. Ευτυχώς, πριν η αμηχανία διαλύσει τα πάντα κι ενώ όλοι όσοι βρίσκονταν στο μαγαζί τον κοίταζαν για να βεβαιωθούν ότι ήταν ο Χατζιδάκις, μια κυρία από ένα τραπέζι είχε την έμπνευση να του προσφέρει για καλωσόρισμα ένα κόκκινο λουλούδι, από αυτά που σαν μικρές ανθοδέσμες υπήρχαν για να στολίζουν κάθε τραπέζι. Εκείνος χαμογέλασε, είπε ευχαριστώ –μια έμμεση επιβεβαίωση ότι όντως ήταν αυτός- και οι ήχοι επέστρεψαν στην αίθουσα. Οι χαμηλές κουβέντες και οι νότες από τα όργανα.

Εκείνο το βράδυ ο Χατζιδάκις πρόσεχε την κομπανία και τα παιξίματα της με καλλιτεχνική προσήλωση. Μπορεί να τσιμπολογούσε και που και που να αντάλλασσε κάποιες κουβέντες με την ομήγυρη, αλλά κατά βάσιν πρόσεχε τους μουσικούς με ευλάβεια. Άκουγε τα τραγούδια και όσα δεν ήξερε ρωτούσε να μάθει ποια ήταν και ποιος τα έγραψε. Η παρέα θυμάται κόμη τα κολακευτικά του σχόλια για ένα τραγούδι της «Αθηναϊκής Κομπανίας», με τίτλο «Σ’ ένα άλμπουμ», το οποίο άκουγε για πρώτη φορά ή τουλάχιστον δε θυμόταν να το έχει ξανακούσει.

Μετά τα μεσάνυχτα η παρέα επέστρεψε στο Ηλέκτρα. Ο Χατζιδάκις ευχαρίστησε τους τέσσερις και με τον τρόπο του τους έδωσε να καταλάβουν ότι ήθελε να μείνει μόνος για να κάνει τη βόλτα στην παλιά παραλία της Θεσσαλονίκης. Μια πόλη που αγαπούσε και που τροφοδότησε τα αισθήματά του από νωρίς.