Skip to main content

Οι αναμνήσεις του Duke Ellington από τη Θεσσαλονίκη

Αν η τέχνη –τέλος πάντων η μυθοπλασία- αντιγράφει τη ζωή, τότε στην Ελλάδα των τελευταίων 60 χρόνων πολλά δεν πηγαίνουν καλά.

Ο δούκας (γερμανικά: Ηerzog, θηλ. Ηerzogin‎· αγγλικά: Duke, θηλ. Duchess‎· γαλλικά: duc, θηλ. duchesse‎) είναι τίτλος ευγενείας καθώς και στρατιωτικός τίτλος, προερχόμενος από την λατινική λέξη dux, που σημαίνει τον στρατιωτικό διοικητή. Στην ύστερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία καθώς και στο Βυζάντιο, συνέχισε να σημαίνει τον περιφερειακό στρατιωτικό διοικητή. Ιδιαίτερα στο Βυζάντιο, δινόταν κατά τον 10ο και 11ο αιώνα σε διοικητές ευρύτερων περιφερειών που περιλάμβαναν πολλά θέματα και όπου στρατωνίζονταν τα επαγγελματικά τάγματα. Στη μεσαιωνική Δυτική Ευρώπη, εξελίχτηκε σε τίτλο που έφεραν τοπικοί άρχοντες επικεφαλής μειζόνων περιοχών, συχνά με φυλετική βάση, λ.χ. τα Stammesherzogtümer της πρώιμης Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αν και θεωρητικά υποτελείς σε κάποιον μονάρχη, πολλοί δούκες δρούσαν ως αυτόνομοι ηγεμόνες. Μετά το τέλος της φεουδαρχίας, ο δούκας εξέπεσε σε γενικό τίτλο ευγενείας χωρίς εδαφικό ρόλο.

Για την ελληνική τηλεόραση του 2020 η λέξη Δούκας συνιστά όνομα και επώνυμο. Ο Δούκας Σεβαστός πρωταγωνιστεί στις «Άγριες μέλισσες» του Αντέννα και ο Κωνσταντίνος Δούκας έχει κεντρικό ρόλο στη σειρά του Alpha «Έρωτας μετά». Και οι δύο είναι κάπως μυστήριοι τύποι, κλασικοί αντιήρωες, που είναι ανακατεμένοι σε περίεργες ιστορίες. Ο ένας στο ρόλο του αυταρχικού πάτερ – φαμίλια της δεκαετίας του 1950 στην ελληνική αγροτική –ακόμη- επαρχία. Δεν ανέχεται μύγα στο σπαθί του, ελέγχει τα πάντα, φωνάζει, βρίζει, εξαπατά, διατάζει δολοφονίες και εμπρησμούς, αλλά στο τέλος μένει μονίμως με την απορία για όσα του συμβαίνουν. Μοιάζει να αναρωτιέται διαρκώς «τίνος είναι ρε γυναίκα το παιδί;». Ο άλλος είναι σύγχρονος επιχειρηματίας και οικογενειάρχης –παντρεμένος με εικαστικό και δύο παιδιά στην εφηβεία-, που ερωτεύεται τη μητέρα ενός συμμαθητή των παιδιών του, κάτι που του ανατρέπει τη ζωή, καθώς δεν μπορεί να διαχειριστεί τίποτα. Παρ’ όλα αυτά μετά από πολύμηνο κώμα το μυαλό και η γλώσσα του επανέρχονται σε χρόνο ρεκόρ. Κι εδώ εξαπατήσεις, δολοφονίες, εκβιασμοί, ομηρίες, εξώγαμα, πουλημένοι μπάτσοι. Κι εδώ «Τίνος είναι ρε γυναίκα το παιδί;». Κάλυψη, απόκρυψη και παραλλαγή. Σκέτη παράνοια.



Αν η τέχνη –τέλος πάντων η μυθοπλασία- αντιγράφει τη ζωή, τότε στην Ελλάδα των τελευταίων 60 χρόνων πολλά δεν πηγαίνουν καλά. Από τα χωριά του κάμπου τύπου Φαρ Ουέστ, μέχρι τις σημερινές πόλεις, στις οποίες κυριαρχούν η μπλόφα και οι καθρέφτες. Ένα μπέρδεμα ανάμεσα στο αν αυτό που βλέπει κάποιος είναι η πραγματικότητα ή το είδωλο της. Αν αυτό που αισθάνεται έχει υφή από ατόφιο πολύτιμο μέταλλο ή μπακίρι.
Ανεξαρτήτως της εμπορικής επιτυχίας είναι σαφές ότι τα μυαλά των σεναριογράφων στην Ελλάδα έχουν καεί. Μια ιστορία έχει αξία όχι μόνο για την πλοκή, αλλά και για τα μέσα που αυτή η πλοκή φτάνει στον κόσμο, όπως είναι η γλώσσα. Στα χωριά του κάμπου, στα χρόνια του ’50 υπήρχαν έντονα πάθη και σκληρές καταστάσεις, αλλά δεν είναι απολύτως βέβαιον ότι σήμερα μπορεί κάποιος να επαναφέρει στο προσκήνιο τους γλωσσικούς τους κώδικες. Και πράγματι, όταν μια κατάσταση από το παρελθόν δεν περιγράφεται απλώς, αλλά στην ουσία ζωντανεύει με σημερινές λέξεις, εκφράσεις και έννοιες καταντάει καρικατούρα. Στην καλύτερη περίπτωση κόμικ. Όπως ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Λεωνίδας και ο Ιούλιος Καίσαρας μιλούν αγγλικά για τις ανάγκες του Χόλιγουντ.

Από την άλλη στο «Έρωτας μετά» η προσπάθεια να δημιουργηθεί ατμόσφαιρα παράνοιας είναι σαφής. Μόνο που το να θες να δημιουργήσεις ένα ελληνικό θρίλερ με δόσεις CSI, στο οποίο ένα διαβολικό μυαλό κινεί σαν μαριονέτες τους σοβαρούς, οι οποίοι προσπαθούν να το καταλάβουν και να το εξουδετερώσουν, ενώ ταυτόχρονα κάποιοι άλλοι κακοί Ντον Κορλεόνε που ελέγχουν τους πάντες και τα πάντα προσπαθούν να εκμεταλλευτούν όλες τις καταστάσεις, είναι εξαιρετικά περίπλοκο. Υπερβολική αμερικανιά για τα ελληνικά δεδομένα, που δεν διαθέτουν ούτε παράδοση, ούτε εμπειρία για κάτι τέτοιο. Ούτε καν τις απαιτούμενες μυθιστορηματικές  ακραίες φάτσες.

Ότι μένει, λοιπόν, απ’ όλα αυτά είναι τα ονόματα. Ο Δούκας του χωριού και ο Δούκας της πόλης. Δύο μοιραίοι τύποι, με τους οποίους ενδεχομένως ταυτίζονται οι θεατές. Ο ένας, ο μεγαλύτερος σε ηλικία, αυτός που θέλουν να τσιμπήσουν οι «Άγριες μέλισσες», ο Δούκας του χωριού ακολουθεί τα χνάρια του πατέρα του. Έχει άγχος να φανεί εξίσου δυνατός και αυταρχικός με εκείνον. Το μυαλό του δουλεύει διεστραμμένα για το καλό της οικογένειας του, όπως ο ίδιος το αντιλαμβάνεται, ενώ οι πράξεις του επιβάλλονται από μια πραγματικότητα που βρίσκεται μόνο στο μυαλό του. Ενδεχομένως η λύτρωση θα ήταν να τον δούμε στο τέλος να κλαίει στη γωνία, μόλις συνειδητοποιήσει πόσο μόνος είναι σε όλα αυτά, τα έτσι κι αλλιώς μάταια.

Όσο για τον άλλο Δούκα, τον μικρότερο, τον Δούκα της πόλης, που ερωτεύθηκε σε λάθος χρόνο, λάθος τόπο και λάθος γυναίκα, ζει μέσα στην απελπισία του ανεκλήρωτου από τη μια και του κακού που έκανε σε όσους αγαπάει από την άλλη. Είναι μοιραίο να καταντήσει εντελώς διαλυμένος, μόλις συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορεί να διαχειριστεί τίποτα. Γι’ αυτόν λίγη σημασία θα έχει η εξέλιξη της υπόθεσης. Στο τέλος κι αυτός θα κλαίει μόνος σε μια γωνία. Το όνομα Δούκας, δηλαδή το επώνυμο Δούκας, δεν μπορεί να του προσφέρει και πολλά.   



ΥΓ. Η Θεσσαλονίκη είχε πολύ κόσμο εκείνο το χειμωνιάτικο τετραήμερο της μεγάλης αγροτικής έκθεσης, στην προ κορωνοϊού εποχή. Ο Δούκας, τσιφλικάς από τη Θεσσαλία, είχε ανέβει για να δει καινούρια μηχανήματα, να ενημερωθεί για νέες καλλιεργητικές μεθόδους, αλλά και να δει άλλους μεγαλοτσιφλικάδες από διάφορες περιοχές. Παράλληλα θα έκανε και ορισμένες πολιτικές επαφές, αφού η ηγεσία του υπουργείου Γεωργίας θα ήταν στα εγκαίνια της έκθεσης. Ο έτερος Δούκας, ο επιχειρηματίας από την Αθήνα, είχε βρεθεί κι αυτός στη Θεσσαλονίκη για την Έκθεση. Τα τελευταία χρόνια ο αγροτικός τομέας της χώρας αναπτύσσονταν και πάλι, οπότε έπρεπε να διερευνήσει την εμπλοκή της εταιρείας του. Ταυτόχρονα θα έβλεπε και κάποιους πελάτες του από τη Θεσσαλονίκη. Κατά έναν μυστήριο τρόπο οι δυο τους βρέθηκαν στο ίδιο ξενοδοχείο και συστήθηκαν όταν έτυχε να μπουν μαζί στο ασανσέρ και στην έξοδο έπεσαν επάνω στο διευθυντή του ξενοδοχείου, τον οποίο ήξεραν και οι δύο και τους σύστησε. Στη νυχτερινή βόλτα που ακολούθησε συζήτησαν για τη Θεσσαλονίκη, που ήταν και για τους δύο αγαπημένη πόλη, για την έκθεση, τις δουλειές τους, αλλά και το Δούκας που συνέδεε από διαφορετική πλευρά τα ονόματά τους. Βρέθηκαν σε ένα πεζόδρομο κοντά στο λιμάνι, έξω από ένα μπαρ με χαμηλό φωτισμό και είπαν να πιούν ένα ποτό. Κάθισαν σε μια γωνία και παρήγγειλαν την ώρα που στον απέναντι τοίχο, μέσα σε ένα κάδρο ο πιανίστας έπαιζε το μοναδικό ίσως σοβαρό κομμάτι που έχει γραφτεί για ένα… τροχόσπιτο, το θρυλικό Caravan. Μόλις ήρθαν τα δεύτερα ποτά ο πιανίστας κατέβηκε αργά από το κάδρο και τους πλησίασε. Φορούσε ένα παλιό μπλε πουλόβερ, τσαλακωμένο γκρι παντελόνι και μπλε καστόρινα παπούτσια.

Συστήθηκε -με λένε Duke Ellington, είπε - και ρώτησε αν μπορεί να καθίσει. Οι δύο Έλληνες συνονόματοί του απάντησαν θετικά, αν και δεν τον ήξεραν καθόλου. Ίσως κάπου να είχαν ακούσει το όνομά του. Όπως τους είπε ήταν μουσικός της τζαζ και συνθέτης. Είχε έρθει μόνος στη Θεσσαλονίκη, για να τιμήσει τη χώρα του φίλου του Κρις Σταματίου, ενός ευρύστερνου Έλληνα, που όταν βρισκόταν στη Νέα Υόρκη του έκανε τον οδηγό. Τους μίλησε για τη μουσική, για την αξία των ταξιδιών με τρένο και τον μονότονο μεταλλικό τους ήχο που γαληνεύει την ψυχή του, για τις γυναίκες που αγάπησε και για το μαύρο του χρώμα που καθόρισε αρκετά πράγματα στη ζωή του. Εκείνοι άκουγαν χωρίς να πολυκαταλαβαίνουν, αλλά ταυτόχρονα αντιλαμβανόμενοι εξ ενστίκτου ότι επρόκειτο για κάτι σημαντικό. Και χωρίς να μιλούν, αφού δεν είχαν τίποτα να πουν. Όπως τους είπε πίστευε ότι το ταξίδι θα του βγει σε καλό. Για έναν μουσικό της τζαζ -πίστευε ο Δούκας της Ουάσιγκτον, που είχε γεννηθεί στην πρωτεύουσα των ΗΠΑ από μεσοαστική οικογένεια- η μνήμη των περασμένων έχει μεγάλη σημασία. Πράγματα όπως το σιγοτράγουδο των γερόντων  στο φεγγαρόφωτο μιας ζεστής νύχτας πίσω στην αυλή ή κουβέντες που είπε κάποιος πριν από καιρό. Κάποτε, έγραψε ένα κομμάτι πάνω σε μια μακρινή ανάμνηση, τότε που μικρό παιδί στο κρεβάτι είχε ακούσει κάποιον να σφυρίζει έναν σκοπό έξω στο δρόμο και τα βήματά του να ξεμακραίνουν μέσα στο σκοτάδι. Κάτι τέτοια –πίστευε- έχουν μεγαλύτερη σημασία για έναν μουσικό από τη σκέτη δεξιοτεχνία. «Ποιος ξέρει, μπορεί κάποια στιγμή στο μέλλον, ενώ θα βρίσκομαι κάπου πολύ μακριά, να θυμηθώ αυτή τη συνάντηση και να γράψω ένα κομμάτι. Αν συμβεί θα σας ειδοποιήσω» κατέληξε και σηκώθηκε αργά και άκαμπτα από την καρέκλα του, προδίδοντας την ηλικία του. Επέστρεψε στο κάδρο του τοίχου, κάθισε στο σκαμπό του πιάνου, φόρεσε ένα καπέλο που είχε αφήσει πάνω στο καπάκι, τους χαμογέλασε με τα υγρά μεγάλα του μάτια και ξεκίνησε να παίζει Πάλι το Caravan. Κατάλαβε ότι τους είχε αρέσει…