Skip to main content

Η ανάπλαση της ΔΕΘ, οι μονόλογοι και η Θεσσαλονίκη ως «γεωπολιτικό οικόπεδο»

Άρθρο του δημοτικού συμβούλου Γιώργου Ρακκά στη Voria.gr για την αντιπαράθεση περί ανάπλασης της ΔΕΘ στο κέντρο ή μετεγκατάστασή της στα δυτικά.

του Γιώργου Ρακκά*

Έχουμε μια κακή συνήθεια σε αυτήν την πόλη να κουβεντιάζουμε τα αναπτυξιακά της ζητήματα με δίπολα αντιπαραγωγικά και αδιέξοδα: Η «Θεσσαλονίκη του χθες» εναντίον της «Θεσσαλονίκης του αύριο» η «εξωστρέφεια ως αντίδοτο στην ομφαλοσκόπηση» κ.ο.κ. Με λίγα λόγια, ο καθένας που θέλει να υπερασπιστεί την άποψή του, πρέπει ντε και καλά να στιγματίσει τους αντιπάλους του ως… «νεαντερτάλιους». Έτσι συμβαίνει και με τη ΔΕΘ. Η πρόσφατη παρέμβαση της «Κίνησης Πολιτών» για τη μεταφορά της ΔΕΘ έξω από το κέντρο της πόλης, άποψη που ενισχύθηκε και με την παρέμβαση των επτά δημάρχων της δυτικής Θεσσαλονίκης, η απάντηση των τοπικών φορέων και της κυβέρνησης, δημιούργησε πάλι ένα τέτοιο πλαίσιο στο δημόσιο διάλογο. Αρχίσαμε πάλι τα «μπρος-πίσω-έξω-μέσα».

Στο κείμενο της «Κίνησης» που υποστηρίζει τη μεταφορά της ΔΕΘ, και τη δημιουργία μητροπολιτικού πάρκου στην τωρινή της θέση –μια πρόταση που είχε κατατεθεί ήδη εδώ και πολλές δεκαετίες– υπογράφουν και στελέχη της προηγούμενης κυβέρνησης. Όταν ήταν στην εξουσία υποδέχονταν μετά πανηγυρισμών την ανάπλαση της ΔΕΘ στο κέντρο. Την ψήφιζαν και στο δημοτικό συμβούλιο, μάλιστα. Τώρα, όμως, που είναι οι «άλλοι», είναι λέει «έγκλημα». Εργαλειακή αντιπολίτευση, τύπου ‘Μαυρογυαλούρου’, που δυσκολεύει ακόμα περισσότερο την ουσιαστική αντιπολίτευση στα σχέδια της τωρινής κυβέρνησης.

Άλλα είναι τα ουσιαστικά προβλήματα για τη ΔΕΘ: Το σενάριο της μεταφοράς της εκτός κέντρου, εμφανίζεται να εκφράζει την ανάγκη για πράσινο, ελεύθερους χώρους, «μια ανάσα στην πόλη». Τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά: Υπάρχει μια διεθνής τάση στις μεγάλες πόλεις, να μεταφέρονται έξω από το κέντρο όλες οι ‘βαριές’ αστικές λειτουργίες. Με αυτόν τον τρόπο χάνουν το πολυποίκιλο των χρήσεών τους. Καταλήγουν στην μονοκαλλιέργεια του τουρισμού, της εστίασης, της διασκέδασης· παράλληλα, η μεταφορά των αστικών λειτουργιών στην περιφέρεια κατακερματίζει την ενότητά τους.

Πολλές από τις σημερινές μεγάλες πόλεις παύουν να είναι πόλεις με την έννοια που δοξάστηκαν για τη ζωτικότητα και τον πολιτισμό τους στον 19ο και τον 20ο αιώνα. Το θέλουμε αυτό πραγματικά για τη Θεσσαλονίκη; Από την άλλη, η κίνηση των  επτά δημάρχων δεν είναι μόνον ‘αντιπολιτευτική’. Με τη ραγδαία αποβιομηχάνιση, η οικονομία της δυτικής Θεσσαλονίκης βρίσκεται σε διαρκή κρίση, κάτι που ο περιφερειάρχης και η κυβέρνηση οφείλουν να το λάβουν σοβαρά υπόψη.

Από την άλλη η ανάπλαση της ΔΕΘ στο κέντρο έχει σοβαρά προβλήματα. Μπορεί να προβλέπει πράσινο για μεγάλο μέρος της έκτασής της (μέτωπο Αγγελάκη), ωστόσο το κάνει δίχως να ακολουθήσει καμία έννοια συνέχειας με την πανεπιστημιούπολη ή το Πεδίον του Άρεως. Κι όμως, το συγκριτικό πλεονέκτημα της πρότασης περί Μητροπολιτικού Πάρκου είναι ότι αναδεικνύει τη στρατηγική «να ενώσουμε το βουνό με τη θάλασσα». Κίνηση που προσφέρει πολλαπλή, κοινωνική, οικολογική αλλά και οικονομική υπεραξία. Γιατί δεν υιοθετείται;

Επίσης, η οικονομική λογική της ανάπλασης, είναι εντελώς παρασιτική. Το 2018, από τις πιο επιτυχημένες χρονιές της ΔΕΘ, όπου τιμώμενη χώρα ήταν οι ΗΠΑ, επισκέφθηκαν την έκθεση πάνω από 250.000 άνθρωποι –ενώ είχαν παρουσία 1.500 εκθέτες από δεκάδες χώρες.

Η ανάπλαση επιδιώκει να «κανονικοποιήσει» αυτή την επιτυχία, διαμορφώνοντας εντός ΔΕΘ μια all-inclusive κατάσταση. Γι’ αυτό προβλέπονται εμπορικές λειτουργίες, ξενοδοχείο 120 κλινών, εμπορικό κέντρο κ.ο.κ. Τι κάνουμε δηλαδή; Ορίζουμε χρήσεις που ανταγωνίζονται την αγορά της Θεσσαλονίκης, η οποία βρίσκεται μερικές δεκάδες μέτρα παραπέρα; Χρειάζεται η πόλη ένα ακόμα εμπορικό κέντρο;

Ας πούμε ότι η ΔΕΘ είναι το ‘σαλόνι’ της πόλης όπου υποδεχόμαστε τους επισκέπτες μας. Τι τους δείχνουμε σε αυτό; Φαγάδικα και ξενοδοχεία; Η ιθύνουσα τάξη της πόλης μπορεί να το υποτιμάει, αλλά η Θεσσαλονίκη είναι ακόμα μια παραγωγική πόλη, εξάγει, έχει επιχειρήσεις με σημαντικό αποτύπωμα στην διεθνή ψηφιακή οικονομία, είναι κόμβος εξαιρετικά ποιοτικών αγροτοκτηνοτροφικών προϊόντων από τη Βόρεια Ελλάδα· διαθέτει, επίσης, και σημαντικότατα πανεπιστήμια (ΑΠΘ+Πα.Μακ.+ΤΕΙ), τα οποία μάλιστα μπορούν να αποτελέσουν μεγάλο, διεθνή εκπαιδευτικό κόμβο. (Αν άφηνε κάτι τέτοιο βέβαια μια πανεπιστημιακή φεουδαρχία που αντιτίθεται στην προοπτική αυτήν με πρόσχημα ότι η δημιουργία ξενόγλωσσων εκπαιδευτικών με δίδακτρα, είναι λέει… ‘ιδιωτικοποίηση’· γιατί, προφανώς, το ελληνικό κοινωνικό κράτος είναι υποχρεωμένο να παρέχει δημόσια δωρεάν εκπαίδευση όχι μόνο στους Έλληνες πολίτες αλλά στους νέους όπου… γης).

Όλα αυτά δεν μπορούν να έχουν ένα αποτύπωμα στη ΔΕΘ, για να σηματοδοτήσουν τη στροφή της πόλης σε μια οικονομία που επενδύει αποφασιστικά στην παραγωγή, τηνγνώση και τον πολιτισμό; Αντί για εμπορικά κέντρα, δεν μπορεί να προβλεφθεί η κατασκευή ενός ψηφιακού μουσείου αφιερωμένου στους 23+ αιώνες αδιάλειπτης ιστορικής συνέχειας της πόλης; Ας γίνει αυτό ΣΔΙΤ· γιατί τα μόνα ΣΔΙΤ που γίνονται σε αυτή τη χώρα πρέπει ντε και καλά να έχουν να κάνουν με μπουλντόζες, ταβέρνες, και ‘λιανοπούλι’; Δεν οφείλει η ΔΕΘ να αξιοποιήσει την ύπαρξη των πανεπιστημίων, ώστε να συμβάλει στη μεταβολή της πόλης σε κέντρο ‘συνεδριακού τουρισμού’; Το Νόησις με τις εξαιρετικές του εκθέσεις δεν έχει χώρο στη ΔΕΘ; Η παρουσία μιας μόνιμης έκθεσης ποιοτικών μακεδονικών προϊόντων, δεν θα λειτουργούσε υπέρ της ελληνικότητας της Μακεδονίας, αλλά και της εξαγωγικής οικονομίας της Βόρειας Ελλάδας;

Στον 21ο αιώνα δεν υπάρχει σύγκρουση «εξωστρέφειας-εσωστρέφειας», αλλά σύγκρουση μεταξύ δυο εκδοχών εξωστρέφειας. Η μία είναι η παρασιτική. Προσφέρει τη Θεσσαλονίκη σαν «γεωπολιτικό οικόπεδο» που έλεγε ο μεγάλος φιλόσοφος, Π. Κονδύλης. Αυτό είναι το σενάριο μιας τοπικής οικονομίας-πανδοχείου. Η εναλλακτική λύση είναι να γίνουμε εξωστρεφείς με το να προβάλουμε τη δική μας, δημιουργική ισχύ στο εξωτερικό. Κάτι που θα ενισχύσει ποικιλοτρόπως την αυτοδυναμία μας, την κοινωνική συνοχή, την τοπική παραγωγή και αγορά, την ιστορία, τον πολιτισμό και την ταυτότητά μας. Εν τέλει, την Ελλάδα. Άραγε την παίρνει κανείς στα σοβαρά;

*Ο Γιώργος Ρακκάς είναι Δημοτικός Σύμβουλος Θεσσαλονίκης – επικεφαλής της παράταξης Μένουμε Θεσσαλονίκη