Skip to main content

Η ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης βρίσκεται πέρα από την ανάπλαση της ΔΕΘ

Ο κ. Μητσοτάκης «ξεπέταξε» με τρόπο απολύτως ασφαλή για τον ίδιο μια περιοχή που, όπως φάνηκε στις εκλογές, δυσκολεύεται να διαχειριστεί.

του Γιώργου Δώρα

Η γεωγραφία, την οποία κάποιοι στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης και της ανάπτυξης των τεχνολογιών επιχείρησαν να υποβαθμίσουν –αν όχι να ξεπεράσουν- επανέρχεται δυναμικά στο προσκήνιο διεθνώς. Με μια απλή βόλτα στα βιβλιοπωλεία διαπιστώνει κανείς ότι η σύγχρονη τάση στις διεθνείς πολιτικές και οικονομικές σχέσεις τοποθετεί στο επίκεντρο τα στοιχεία που προκύπτουν από τη γεωγραφία. Τις αποστάσεις, τη μορφολογία του εδάφους, την εγγύτητα των πολιτισμών και των νοοτροπιών.

Για τη Θεσσαλονίκη η γεωγραφία αποτελεί σταθερό σύμμαχο. Από την ίδρυση της επί Κάσσανδρου, δηλαδή για 24 αιώνες, η πόλη αναπτύσσεται με βάση τη στρατηγική της θέση, καθώς βρίσκεται πάνω στη θάλασσα, στο επίκεντρο μιας ολόκληρης περιοχής που έχει ανάγκες τροφοδοσίας, αλλά και προώθησης προϊόντων σε μακρινές αγορές. Οι μεταφορές και το εμπόριο κυριαρχούν στην οικονομική ζωή της πόλης, παρά την ανάπτυξη της μεταποίησης από τη δεκαετία του 1960, αλλά και τον αξιόλογο πρωτογενή τομέα που υπάρχει. Κάτι που απ’ ότι φαίνεται βαραίνει και στις επιλογές της νέας κυβέρνησης για τη Θεσσαλονίκη. Από το βήμα της Βουλής ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης συμπεριέλαβε στα πέντε εμβληματικά έργα που θέλει να υλοποιήσει και ένα από τη Θεσσαλονίκη. Την ανάπλαση του εκθεσιακού κέντρου της ΔΕΘ, στο κέντρο της πόλης. Με αυτό τον τρόπο εν αγνοία του ο πρωθυπουργός δικαίωσε παλαιό Θεσσαλονικιό πολιτικό της Κεντροαριστεράς, χρόνια υπουργό των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, ο οποίος στη δεκαετία του 1990 είχε προβλέψει ότι η τότε προσπάθεια ιδιωτικοποίησης της ΔΕΘ θα αποτύγχανε οπωσδήποτε. «Κανένας δεν θα υπογράψει τίποτα, όλοι οι υπουργοί θα κρυφτούν, διότι ανεξαρτήτως αντικειμενικών δεδομένων η ΔΕΘ είναι το… κόμπλεξ της Θεσσαλονίκης» έλεγε χαρακτηριστικά. Κατά κάποιο τρόπο αξιοποιώντας τη… μυθολογία της ΔΕΘ ακόμη και εντός των τειχών της Θεσσαλονίκης, ο κ. Μητσοτάκης «ξεπέταξε» με τρόπο απολύτως ασφαλή για τον ίδιο και την κυβέρνηση του, μια περιοχή που όπως φάνηκε τόσο στις δημοτικές, όσο και στις εθνικές εκλογές δυσκολεύεται να διαχειριστεί. Τουλάχιστον αυτό λένε τα εκλογικά ποσοστά, ενώ μόνο τυχαίο δεν είναι ότι στο υπουργικό του συμβούλιο συμμετέχει μόνο ένας βουλευτής Θεσσαλονίκης και μάλιστα στη θέση του τοπικού υφυπουργού.

Εάν οι σχεδιασμοί ευοδωθούν η Θεσσαλονίκη το 2026, όταν θα συμπληρώνονται 100 χρόνια από την πρώτη Εμποροπανήγυρη επί Νικολάου Γερμανού, θα διαθέτει ένα νέο εκθεσιακό κέντρο και ένα μητροπολιτικό πάρκο, έναντι 150 – 200 εκατ. ευρώ, τα οποία θα πρέπει να βρεθούν. Εάν, βέβαια, σκεφτεί κανείς ότι η σχετική ιδέα καλλιεργείται τα τελευταία δύο – τρία χρόνια αυτό σημαίνει ότι θα έχουν χρειαστεί δέκα χρόνια για την υλοποίηση της. Χρονικό διάστημα ενδεχομένως κανονικό για το ελληνικό κράτος και τους δημόσιους φορείς που εμπλέκονται, για τους οποίους η επιτάχυνση είναι άγνωστη λέξη, αλλά υπερβολικά μεγάλο τόσο για τα δεδομένα της πραγματικής οικονομίας, όσο και σε σχέση με το μέγεθος της παρέμβασης. Παράλληλα, το 2026 θα λειτουργεί μάλλον και το μετρό, ενώ είναι πιθανόν τα έργα της ΔΕΘ να συμπαρασύρουν για λίφτινγκ τόσο την πλατεία της ΧΑΝΘ, όσο και την περιοχή πέριξ του Δημαρχείου. Εάν συμφωνήσουν οι αρκετοί εμπλεκόμενοι και εάν βρεθούν τα λεφτά.

Όλα αυτά ακούγονται όμορφα, παρά τη χρονοκαθυστέρηση. Είναι βέβαιον ότι πρόκειται για παρεμβάσεις που θα αναβαθμίσουν τη λειτουργικότητα του κέντρου της πόλης. Κάτι που θα ικανοποιήσει τα κατοίκους και τους επισκέπτες - εμπορικούς αντιπροσώπους, φοιτητές από άλλες περιοχές και τουρίστες, κυρίως βαλκάνιους. Μόνο που δεν απαντούν πειστικά στο αναπτυξιακό αίτημα της περιοχής, που συνδέεται με τον παραγωγικό εκσυγχρονισμό και την τόνωση της απασχόλησης. Δηλαδή την έξοδο από την οικονομική υπανάπτυξη, που ξεκίνησε πολύ πριν από την κρίση και φυσικά επιδεινώθηκε λόγω της γενικότερης ύφεσης.

Στο αναπτυξιακό στοίχημα της Θεσσαλονίκης ο ρόλος της η ΔΕΘ – Helexpo -οι δραστηριότητες της αυτές καθαυτές, αλλά και οι δευτερογενείς επιπτώσεις στο οικονομικό περιβάλλον- είναι επικουρικός. Δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ούτε πρωταγωνιστικός, ούτε καθοριστικός. Είναι χρήσιμος, όπως οτιδήποτε προσθέτει κοινωνικό πλούτο στην περιοχή, αλλά επουδενί στην εποχή μας η ΔΕΘ δεν μπορεί να αποτελέσει ατμομηχανή της οικονομίας, κάτι που σε μια επόμενη φάση ενδεχομένως ταιριάζει στο λιμάνι της πόλης, όταν εκείνο αποκτήσει κρίσιμο μέγεθος.  

Για την ακρίβεια η οικονομική ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης δεν μπορεί να βασίζεται σε ένα έργο 150 – 200 εκατ. ευρώ, που παράγει μόνο εμπορικά αποτελέσματα. Πολύ περισσότερο στην εποχή μας η ανάπτυξη είναι πολύ λιγότερο από άλλοτε θέμα μπετόν αρμέ. Απαιτεί έξυπνες κινήσεις και μοντέρνες πρωτοβουλίες, που στην εποχή μας δεν μπορεί παρά να σχετίζονται με τις νέες τεχνολογίες και να είναι εν πολλοίς άυλες. Σε κάθε περίπτωση να σχετίζονται απευθείας με την πραγματική οικονομία και να τροφοδοτούν διαρκώς την επιχειρηματικότητα. Στην προκειμένη περίπτωση τα ορατά πεδία στη Θεσσαλονίκη είναι δύο συν ένα, με την έννοια ότι τα δύο είναι σχετικώς ευκολότερο να πραγματοποιηθούν, εφόσον βρίσκονται στη διαδρομή, και το τρίτο μεγαλόπνοο. Σημειώστε:

Πρώτον, η ανάδειξη της Θεσσαλονίκης σε τεχνολογικό και καινοτομικό κέντρο. Με την «ομπρέλα» της Αλεξάνδρειας Ζώνης Καινοτομίας το ελληνικό κράτος οφείλει να δρομολογήσει το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο, που θα καταστήσει την περιοχή προνομιακή για επενδύσεις τέτοιου χαρακτήρα. Η παροχή κινήτρων σε επιχειρήσεις και εξειδικευμένους εργαζομένους και ερευνητές, ο καθορισμός κριτηρίων, ώστε να αποδίδονται αποδοτικά τα κίνητρα και η ενδεχόμενη δημιουργία θυλάκων, που θα λειτουργήσουν ως οδηγοί είναι κινήσεις που ενώ δεν απαιτούν πολλά χρήματα είναι ικανές να τροφοδοτήσουν σημαντικές, υγιείς και μακροπρόθεσμες επενδύσεις.

Δεύτερον, η συστηματική οργάνωση των βιομηχανικών συγκεντρώσεων στη λογική των Βιομηχανικών Περιοχών. Ο λόγος είναι πρωτίστως για το Καλοχώρι, αλλά και για τον Άγιο Αθανάσιο, όπου υπάρχει τόσο μεταποιητική, όσο και βαριά εμπορική και μεταφορική δραστηριότητα, που μπορούν να στηριχθούν και να ενισχυθούν, εάν αποτελέσουν μέρος μιας οργανωμένης κατάστασης. Αυτό θα βοηθήσει να ξεπεραστούν προβλήματα υποδομών κοινής χρήσης, ώστε να λυθούν σημαντικά θέματα όπως είναι –για παράδειγμα- αυτά που άπτονται της μείωσης του περιβαλλοντικού αποτυπώματος.

Τρίτον, το θαλάσσιο μέτωπο της Θεσσαλονίκης. Η αξιοποίηση του, υπόθεση δύσκολη, αλλά ταυτόχρονα απολύτως εφικτή εάν υπάρχει βούληση, μπορεί να αποτελέσει τον επόμενο αναπτυξιακό μοχλό της ευρύτερης περιοχής. Αρκεί να αποκτήσει σαφείς χωροταξικές ρυθμίσεις και ενιαίο θεσμικό πλαίσιο, ώστε να προσελκύσει επενδυτές του ιδιωτικού τομέα.

Πρόκειται για φιλόδοξο πρότζεκτ, το οποίο μπορεί να προσδώσει τρομερή υπεραξία σε όλη την περιοχή της Θεσσαλονίκης.

ΥΓ. Κατά σύμπτωση το ίδιο θέμα θίγει στο τελευταίο editorial του newsletter του τμήματος Κεντρικής Μακεδονίας του ΤΕΕ ο πρόεδρος του Επιμελητηρίου κ. Πάρις Μπίλλιας, ο οποίος μεταξύ άλλων αναφέρει: «Ναι μεν, είναι σημαντική η ένταξη ενός μεγαλεπήβολου σχεδίου της πόλης, για την αναμόρφωση και ποιοτική αναβάθμιση της έκτασης του Εκθεσιακού Κέντρου στα πέντε εμβληματικά έργα που προανήγγειλε ο ίδιος ο πρωθυπουργός και η σαφής πρόθεση υποστήριξης ακόμα περισσότερων στόχων της πόλης...

Με ποια ιεράρχηση όμως, βάσει ποιας κοινής αποδοχής των πολιτικών και οικονομικών παραγόντων της πόλης και βάσει ποιου κοινού προσανατολισμού, μπορεί να αποκτήσει περισσότερα πεδία ταχείας εξειδίκευσης και υλοποίησης αυτή η κυβερνητική πρόθεση;

Πώς μπορεί να επιτευχθεί αποδοτικά η ζητούμενη διασύνδεση το δυναμικού των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και ερευνητικών κέντρων της πόλης, με την αγορά εργασίας, όταν η ίδια η πόλη δεν έχει καταλήξει σε συγκεκριμένο σχέδιο μετατροπής της θεωρίας σε πράξη;

Πώς μπορεί να αναπληρωθεί ο χαμένος χρόνος για το εγχείρημα της Ζώνης Καινοτομίας Θεσσαλονίκης, ώστε να πάψουμε να παίζουμε την «κολοκυθιά» με υποψήφιες εκτάσεις και να προχωρήσουμε ταχύρυθμα στην εξέλιξη του εγχειρήματος υπέρ μιας πόλης που μπορεί να γίνει κέντρο ανάπτυξης καινοτόμων επιχειρηματικών σχεδίων;

Πώς θέλουμε να εξειδικευθεί το μεγαλόπνοο σχέδιο για την αναμόρφωση του Παραλιακού Μετώπου της Θεσσαλονίκης που ως τώρα αποτέλεσε φωτεινό παράδειγμα συνένωσης δυνάμεων -Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, ΤΕΕ/ΤΚΜ και εμπλεκόμενων Δήμων - και το οποίο δεν πρέπει να ατονήσει;

Πόσο είμαστε αποφασισμένοι να αντλήσουμε σύντομα, την μέγιστη δυνατή υπεραξία των ιδιωτικών επενδύσεων που λαμβάνουν χώρα στο λιμάνι, διεκδικώντας από κοινού την επιτάχυνση των συμβατικών υποχρεώσεων της πολιτείας, για τη διασύνδεση του λιμανιού με το σιδηροδρομικό δίκτυο;».