Skip to main content

To σπίτι του Κερτ Κομπέιν και η αδιαφορία της Θεσσαλονίκης για τον Τσιτσάνη

Ανεξήγητη η πλήρης αδιαφορία των αρχών της Θεσσαλονίκης για το πρόσωπο και την προσφορά του Βασίλη Τσιτσάνη - Τρεις διαφορετικές ιστορίες

Η είδηση είναι μόλις λίγων ημερών, προέρχεται από τις ΗΠΑ, αφορά ένα σπουδαίο μουσικό και στην Ελλάδα πέρασε στα ψιλά. «Το σπίτι στο οποίο μεγάλωσε ο ηγέτης των Nirvana Κερτ Κομπέιν, στο Αμπερντίν (σ.σ.  κοντά στο Σιατλ, όπου αυτοκτόνησε) μπαίνει πλέον στο αρχείο πολιτιστικής κληρονομιάς της πολιτείας Ουάσινγκτον, ως ιστορικά σημαντικό τοπόσημο, ύστερα από την έγκριση του Τμήματος Αρχαιολογίας και Ιστορικής Διατήρησης. Το σπίτι κατασκευάστηκε το 1923 και κατοικούνταν από τον frontman των Nirvana από το 1968 έως το 1984 και ο σημερινός ιδιοκτήτης θέλει να δημιουργήσει ένα πρότζεκτ  αφιερωμένο στα πρώτα χρόνια της ζωής αλλά και στην καριέρα του Κομπέιν, με λεπτομέρειες που θα θυμίζουν μουσείο. Παρόλο που αποτελεί σπάνιο γεγονός ένα σπίτι να μπαίνει στο αρχείο πολιτιστικής κληρονομιάς, η εκτελεστική διευθύντρια του Τμήματος Αρχαιολογίας και Ιστορικής Διατήρησης της πολιτείας της Ουάσινγκτον, Allyson Brooks, τονίζει ότι η απόφαση ήταν ομόφωνη: «Γενικά, θέλουμε να είμαστε βέβαιοι πως αναγνωρίζουμε πως κάτι σημαντικό έχει συμβεί στο σπίτι που μεγάλωσε κάποιος. Σε αυτή την περίπτωση, μιλάμε για τον Κερτ Κομπέιν, που ανέπτυξε το μουσικό του πάθος και τις δυνατότητες στο Αμπερντίν, σε αυτό το σπίτι. Όλοι στο συμβούλιο αναγνωρίσαμε τη σημασία αυτού του μέρους».

Τρία χρόνια πριν, το 2018, το σπίτι του Λούις Άρμστρονγκ στο Κουίνς – που έχει μετατραπεί σε μουσείο προς τιμήν του θρύλου της τζαζ και της συζύγου του Λουσίλ Ουίλσον – έλαβε επιπλέον 1,9 εκατ. δολ. Από την Πολιτεία της Νέας Υόρκης για την ανακαίνιση και επέκτασή του. Ο Άρμστρονγκ ήταν ήδη ένας από τους πιο διακεκριμένους και διάσημους μουσικούς στον κόσμο όταν, το 1943, διάλεξε σπίτι στην εργατική συνοικία της Κορόνα στο Κουίνς. Σε αυτό το μικρό τούβλινο σπιτάκι πέθανε το 1971 και 12 χρόνια αργότερα τον ακολούθησε η γυναίκα του. Ο ίδιος είχε πει το 1964: «Πάρτε αυτή τη γειτονιά στην οποία ζούμε. Είμαστε εκεί μαζί με τους υπόλοιπους έγχρωμους και τους Πορτορικάνους και τους Ιταλούς και τις Εβραιοπούλες. Δεν χρειάζεται να μετακομίσουμε στα προάστια, σε κάποιο μεγάλο αρχοντικό με πολλούς υπηρέτες κι εργάτες και τέτοια».

Η Ελλάδα και ο… χρόνος

Κάποιοι θα σκεφτούν ότι επειδή οι Αμερικάνοι, ως Ευρωπαίοι έποικοι μιας νέας ηπείρου, αλλά και οι ΗΠΑ ως κρατική οντότητα, μετράνε λίγους αιώνες και επομένως η ιστορία τους δεν έχει βάθος, ούτε πολλά μνημεία, ψάχνονται διαρκώς να δημιουργήσουν νέα τοπόσημα, σε αντίθεση –για παράδειγμα- με την Ελλάδα, που ευλογημένη από την ιστορία έχει τόσα πολλά, που περιφρονεί τα περισσότερα, όταν δεν τα αγνοεί. Το βέβαιον είναι ότι στην Ελλάδα ο σεβασμός κερδίζεται μόνο με το… χρόνο. Όσο παλαιότερο είναι ένα οικοδόμημα ή τα ερείπια του, τόσο μεγαλύτερος είναι ο σεβασμός που το περιβάλει. Αν, μάλιστα, συνδέεται με την αρχαιότητα η αίγλη είναι αυτονόητα δεδομένη. Κάτι λογικό και μάλλον δίκαιο, υπό την έννοια ότι για αρκετούς προ Χριστού αιώνες ο ελλαδικός χώρος κυριαρχούσε για μεγάλα διαστήματα στον τότε γνωστό κόσμο. Το πνεύμα του ακτινοβολούσε –και εξακολουθεί να ακτινοβολεί παγκοσμίως- και οι κάτοικοί του ευημερούσαν, ενώ είχαν και μεγάλες στρατιωτικές επιτυχίες. Το εξωφρενικό στην Ελλάδα είναι η συχνή  υποβάθμιση ανθρώπων και καταστάσεων, που έχουν συμβάλλει αποφασιστικά στη διαμόρφωση της σύγχρονης φυσιογνωμίας της ελληνικής κοινωνίας. Για παράδειγμα οι περισσότεροι άνθρωποι του πολιτισμού καταχωρούνται στο περιθώριο. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη χώρα μας κυριαρχούν τα αγάλματα στρατηγών και πολέμαρχων, ενώ η τιμή στον πνευματικό κόσμο περιορίζεται στην ονοματοδοσία κάποιου μικρού δρόμου. Είναι οι –κατά Καρυωτάκη- «λεροί κι ασήμαντοι δρόμοι / με τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τους». Είναι τα –κατά Θεοδωράκη- «υγρά κι ανήλιαγα στενά / με σπίτια χαμηλά», που αγκομαχούν «φορτωμένα» με τα βαριά ονόματα ανθρώπων που κατέγραψαν τις ιστορίες, σκιαγράφησαν τον ψυχισμό και εξέφρασαν τα όνειρα και τις ελπίδες όσων έχουν κατοικήσει στο νοτιότερο τμήμα της χερσονήσου του Αίμου.    

Ο Τσιτσάνης της Θεσσαλονίκης
 
Στη Θεσσαλονίκη- μιας και οι αναφορές μας ξεκίνησαν από Αμερικάνους μουσικούς- είναι χαρακτηριστική η πλήρης αδιαφορία για το πρόσωπο και την προσφορά του Βασίλη Τσιτσάνη. Πρόκειται για τον πιο εμπνευσμένο λαϊκό δημιουργό, ο οποίος επί 50 χρόνια κατέγραφε, αποκωδικοποιούσε και επέστρεφε ως αστικό τραγούδι τα βαθύτερα αισθήματα των νεοελλήνων. Επάνω του επί της ουσίας «πάτησε» όλη η γενιά που μεγαλούργησε στο μουσικό πεδίο από τη δεκαετία του 1960, ενώ ο ίδιος –πριν λειτουργήσει ως δάσκαλος, ως φάρος- αποτέλεσε μία από τις βασικότερες αιτίες της εξόδου του ρεμπέτικου από το σκοτάδι των τεκέδων, στο φως των ματιών και της καρδιάς των ανθρώπων. Ο Βασίλης Τσιτσάνης, λοιπόν, στα χρόνια της κατοχής, πιθανότατα επηρεασμένος από τις δύσκολες έως οριακές καταστάσεις της εποχής, ξεδίπλωσε το ταλέντο του κι έγραψε ορισμένα από τα σημαντικότερα τραγούδια του. Για την ακρίβεια τα περισσότερα από τα καλύτερα του τραγούδια, τα οποία αργότερα, μετά την απελευθέρωση, αγκάλιασαν ολόκληρη την Ελλάδα. Και την αγκαλιάζουν ακόμη. Σημειώστε –δια χειρός Ντίνου Χριστιανόπουλου- τους τίτλους των τραγουδιών που έγραψε ο Βασίλης Τσιτσάνης στη Θεσσαλονίκη, στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής: Με γυναίκες μην τραβιέσαι. Χατζή Μπαξές (μπαξέ τσιφλίκι). Αθηναίισσα. Της μαστούρας ο σκοπός. Αραπίνες. Αχάριστη. Μη χειρότερα, θεέ μου!. Η λιτανεία του μάγκα. Την μοίρα μου την είδα και την ξέρω. Ζητιάνος. Μαγκιόρα. Δεν ξαναπιάνω γκόμενα. Βάρκα-γιαλό. Μπλόκος. Δε με στεφανώνεσαι. Μόρτισσα. Όλα για σένα, κούκλα μου. Συννεφιασμένη Κυριακή. Απ' τη μάνα μου διωγμένος. Σταυροδρόμι. Τρέξε, μάγκα, να ρωτήσεις Ντερμπεντέρισσα). Τρελή, που θέλεις να με στεφανώσεις,. Για τα μάτια π' αγαπώ. Έχει δίκιο το παιδί. Πριγκιπομαστούρηδες. Πέρασαν, έφυγαν οι χρόνοι της σαπίλας. Ζήτω το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ. Κάτσε ν' ακούσεις μια πενιά. Καλέ μου, το παιδί! Χωρίσαμ' ένα δειλινό.Η Σεράχ. Έναντι όλων αυτών, δεν υπάρχει ούτε μια μικρή μεταλλική επιγραφή στην οδό Παύλου Μελά 22, όπου βρισκόταν το «Ουζερί Τσιτσάνη», στο οποίο έπαιζε και τραγουδούσε τα βράδια της κατοχής και επομένως πρωτακούστηκαν αυτά τα τραγούδια. Ούτε, όμως, και απέναντι, στην Παύλου Μελά 21, όπου βρισκόταν εκείνα τα δύσκολα χρόνια το σπίτι του, όπου έγραψε τα περισσότερα.

Οι τρεις μουσικοί

Οι τρεις μουσικοί της σημερινής μας ιστορίας, ο Κερτ Κομπέιν, ο Λιούις Άρμστρονγκ και ο Βασίλης Τσιτσάνης έζησαν διαφορετικές ζωές και υπηρέτησαν διαφορετικά είδη μουσικής. Υπήρξαν και οι τρεις ευλογημένοι από τις μοίρες που τους χάρισαν άπλετο ταλέντο, κάτι για το οποίο ο κόσμος τους αγάπησε και οι μουσικόφιλοι δεν τους ξεχνούν. Ακόμη μεγαλύτερη σημασία έχει ότι υπήρξαν και οι τρεις τους βαθύτατα επιδραστικοί. Και παραμένουν μέχρι σήμερα, αφού πολλοί νεότεροι μουσικοί  παραδέχονται με υπερηφάνεια ότι βάδισαν στα χνάρια τους.

Η διαφορά είναι ότι τα σπίτια των δύο Αμερικανών είναι τοπόσημα, ενώ του Τσιτσάνη δεν το ξέρει κανείς, εξαιτίας μιας ανεξήγητης (;) απάθειας που δείχνουν οι αρχές της Θεσσαλονίκης για την περίπτωσή του. Υπάρχει –για να μην αδικούμε κανέναν- μια μικρή πλατεία στην Άνω Πόλη, που φέρει το όνομά του. Μια… αετοφωλιά στη ορεινή Θεσσαλονίκη, όπου για να φτάσει κανείς πρέπει να τη… σημαδέψει, έχει το όνομα και την προτομή του Τσιτσάνη. Κάτι που οφείλεται στην επιμονή κάποιων ανθρώπων, στους οποίους η δημοτική αρχή, αρκετά χρόνια πριν, έκανε ένα χατίρι. Μάλλον από ντροπή, παρά από ενσυναίσθηση.