Skip to main content

Μεγαλώνει το χάσμα Βορρά - Νότου στον ελληνικό τουρισμό

Τι οδήγησε στο σημερινό χάσμα Βορρά – Νότου στον τουρισμό, το οποίο σύμφωνα με εκτιμήσεις παραγόντων της αγοράς τα επόμενα χρόνια θα διευρυνθεί.

Μία από τις «μαύρες τρύπες» της οικονομίας στη Θεσσαλονίκη και την υπόλοιπη Βόρεια Ελλάδα –πλην εξαιρέσεων, κυρίως στη Χαλκιδική- είναι ο τουρισμός. Διότι μπορεί την ευρύτερη περιοχή τα τελευταία χρόνια να επισκέπτεται μεγάλος αριθμός τουριστών, αλλά με ποιοτικούς όρους το βορειοελλαδικό τόξο βρίσκεται πολύ χαμηλότερα από την Αθήνα, τα νησιά, ακόμη και από περιοχές στην Πελοπόννησο, που παρέχουν ακριβές υπηρεσίες και προσελκύουν υψηλά βαλάντια.  Όλα αυτά είναι λογικά για αρκετούς λόγους: Πρώτον, οι καιρικές συνθήκες ευνοούν τον ελληνικό νότο, εφόσον το κυρίως τουριστικό προϊόν της χώρας είναι εδώ και δεκαετίες ο ήλιος και η θάλασσα. Δεύτερον, η έντονη και επαγγελματική τουριστική δραστηριότητα ξεκίνησε στο νότο της χώρας και στα νησιά από τη δεκαετία του 1950, όταν στη Θεσσαλονίκη τα μπάνια του λαού έφταναν μέχρι την Περαία και το Μπαξέ Τσιφλίκι, άντε και την Καλλικράτεια. Τρίτον, από την εποχή που ξεκίνησε το χτίσιμο των «Ξενία» και ο τουρισμός αποτέλεσε βασική παράμετρο της αναπτυξιακής στρατηγική που υπηρέτησε το μεταπολεμικό σχέδιο Μάρσαλ, στη νότια Ελλάδα έγιναν σημαντικές τουριστικές παρεμβάσεις και μεγάλες επενδύσεις, ενώ η εικόνα της χώρας ήταν –και σε σημαντικό βαθμό παραμένει  συνυφασμένη με την κλασική αρχαιότητα. Την Αθήνα, την Ακρόπολη και τον Παρθενώνα, τις Μυκήνες, την Ολυμπία, τους Δελφούς, τη Φαιστό, την Κνωσό. Για τους ξένους των δεκαετιών του 1950, του 1960 και του 1970 η υπόλοιπη Ελλάδα παρέμενε μια αγροτική χώρα, μια χορτολιβαδική έκταση του βαλκανικού νότου και τίποτα περισσότερο. Άλλωστε ακόμη και μέχρι σήμερα για ασαφείς λόγους το Βυζάντιο με την χιλιόχρονη ιστορία του δεν αναδεικνύεται καν.  

Όλα αυτά οδήγησαν στο σημερινό χάσμα Βορρά – Νότου στον τουρισμό, το οποίο σύμφωνα με εκτιμήσεις παραγόντων της αγοράς τα επόμενα χρόνια θα διευρυνθεί και μάλιστα πολύ. Αντί, δηλαδή, να γεφυρωθεί, ώστε η Βόρεια Ελλάδα να ενισχύσει μια σημαντική πηγή πλούτου, η απόσταση θα μεγαλώσει. Η βεβαιότητα αυτή προκύπτει από το επενδυτικό ενδιαφέρον που εκδηλώνεται στο νότο, όπου βρίσκονται σε εξέλιξη έργα και συμφωνίες δισεκατομμυρίων ευρώ, εάν συνυπολογίζουμε και το Ελληνικό. Μια αδικασία που εντάθηκε τα τελευταία χρόνια και δεν επηρεάστηκε καν από τις συνθήκες που δημιούργησε η πανδημία. Ως αποτέλεσμα ήδη λειτουργούν, ολοκληρώνονται ή βρίσκονται στο στάδιο κατασκευής και ανακατασκευής πολλές ξενοδοχειακές μονάδες πολυτελείας και συναφείς εγκαταστάσεις, που συνιστούν την απόλυτα αναγκαία συνθήκη για να ανέβει το οικονομικό επίπεδο των ξένων επισκεπτών. Αντίθετα στη Β. Ελλάδα, οι τουριστικές επενδυτικές κινήσεις είναι λίγες και όλο το βάρος της αγοράς φαίνεται ότι πέφτει στη διατήρηση των κεκτημένων. Δηλαδή στη διαμόρφωση των κατάλληλων συνθηκών συντήρησης των υφιστάμενων δομών φιλοξενίας (από ξενοδοχεία μικρών κατηγοριών, μέχρι ενοικιαζόμενα δωμάτια και κάμπινγκ), τα οποία εδώ και χρόνια βασίζονται κυρίως στους βαλκάνιους επισκέπτες. Άρα ο οικονομικός τους πήχης βρίσκεται χαμηλά, ενώ τα οικονομικά και κοινωνικά οφέλη της ευρύτερης περιοχής είναι μικρά. Πόσο τυχαίο είναι ότι στα δημοφιλή τουριστικά νησιά οι εμβολιασμοί το καλοκαίρι ξεπέρασαν το 100% και στη Βόρεια Ελλάδα ήταν στο 50% και ακόμη χαμηλότερα;

Η αλήθεια είναι ότι η τουριστική δραστηριότητα έχει στην πραγματικότητα πολύ μεγαλύτερη αξία από τα οικονομικά οφέλη που προσφέρει και τα οποία είναι έτσι κι αλλιώς πολύ σημαντικά. Διότι αφενός προέρχονται από πηγές στο εξωτερικό και αφετέρου διαχέονται οριζόντια στην κοινωνία με μεγάλη ταχύτητα. Για παράδειγμα, η Θεσσαλονίκη προσπαθεί τα τελευταία χρόνια πριν την πανδημία, μέσω της αύξησης της επισκεψιμότητάς της που αυξήθηκε, να ανακτήσει ένα χαμένο κομμάτι από τον επί αιώνες ακμάζοντα κοσμοπολιτισμό, που την εγκατέλειψε τον τελευταίο αιώνα. Υπ’ αυτή την έννοια οι επενδύσεις σε ξενοδοχεία και καταλύματα πόλης που βρίσκονται σε εξέλιξη, είναι εξαιρετικά σημαντικές. Μόνο που είναι περιορισμένες και δεν σηματοδοτούν μια γενικότερη τάση της αγοράς. Το ίδιο ισχύει και σε τουριστικές περιοχές της υπόλοιπης Β. Ελλάδας, όπως είναι η Πιερία, η Θάσος, η Σαμοθράκη, ακόμη και προορισμοί χειμερινού τουρισμού, όπως τα χιονοδρομικά κέντρα και ορεινές περιοχές σε Γρεβενά, Φλώρινα, Καστοριά, Πέλλα και Ημαθία. Μόνο η Χαλκιδική ξεφεύγει εν μέρει από αυτόν τον κανόνα, αλλά εκεί η ιδιαιτερότητα της συνύπαρξης αναβαθμισμένου και του μαζικού τουρισμού, σε συνδυασμό με τις προβληματικές βασικές υποδομές, όπως είναι η ύδρευση, η ηλεκτρική ενέργεια, το οδικό δίκτυο και η διακομιδή των απορριμμάτων, δημιουργεί πολλά προβλήματα.

Συμπέρασμα: η ενδυνάμωση του τουρισμού στη Βόρεια Ελλάδα απαιτεί την αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος, κάτι που είναι εν μέρει δουλειά της Πολιτείας (περιβάλλον, υποδομές κλπ.), ώστε να… συγκινηθεί ο ιδιωτικός τομέας και να επενδύσει. Επίσης, χρειάζεται την ευρεία συνεργασία για τη διαμόρφωση μιας μεσοπρόθεσμης στρατηγικής και τη διατύπωση συγκεκριμένων στόχων. Το ποιος, πως και πότε θα γίνουν αυτά παραμένει ζητούμενο. Γι’ αυτό άλλωστε στην παρούσα φάση στον ελληνικό νότο θα γίνονται πολλά, τα οποία ο βορράς θα παρακολουθεί σε ρόλο θεατή. Οι προοπτικές δεν δείχνουν σημαντικές, επειδή –προφανώς- το «πακέτο» δεν είναι ελκυστικό.