Skip to main content

Αθέμιτος ανταγωνισμός και... ανθρωποφαγία στην αγορά της Θεσσαλονίκης

Το ποιοτικό στοιχείο που αντικατοπτρίζει με ακρίβεια μια νοοτροπία που υπάρχει σε έντονο βαθμό ανάμεσα στους μικρούς επιχειρηματίες της Θεσσαλονίκης

Αν οι ψυχροί αριθμοί λένε κάτι τότε τα χαμόγελα επιστρέφουν δικαιολογημένα στους παραγωγικούς φορείς της Θεσσαλονίκης. Για παράδειγμα τα επιμελητήρια, μετά από χρόνια διαγραφών –δηλαδή από μια περίοδο κατά την οποία οι εγγραφές στα μητρώα τους ήταν σαφώς λιγότερες από τις διαγραφές- εισερχόμαστε σε χρόνια εγγραφών, καθώς οι ενάρξεις δραστηριότητας είναι, πλέον, περισσότερες από τα λουκέτα. Χθες ήταν η σειρά του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης να ανακοινώσει ότι το 2019 όχι μόνο οι εγγραφές στα μητρώα του είναι περισσότερες από τις διαγραφές, αλλά οι μεν εγγραφές του 2019 είναι περισσότερες από τις εγγραφές του 2018, οι δε διαγραφές του 2019 είναι λιγότερες από τις διαγραφές του 2018.

Άρα υπάρχουν τρεις λόγοι αισιοδοξίας. Ευτυχώς όμως, οι άνθρωποι του ΒΕΘ είναι πολύ πιο μέσα στα πράγματα της αγοράς και της πραγματικής οικονομίας για να πανηγυρίζουν. Ή μόνο για να πανηγυρίζουν. Έτσι στο Δελτίο Τύπου που εξέδωσαν αναφέρουν επί λέξη: «Αξιοσημείωτο είναι ότι παρά τα συνεχιζόμενα λουκέτα στις ατομικές επιχειρήσεις, οι νεόκοποι στον επιχειρηματικό στίβο κατά την πλειονότητα τους επιλέγουν τις εν λόγω επιχειρήσεις (323 επί συνόλου 507 εγγραφών). Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά το συγκεκριμένο διάστημα ρολά κατέβασαν 388 ατομικές επιχειρήσεις, ενώ ένα χρόνο πριν ο αριθμός τους άγγιζε τις 348».

Αυτό το ποιοτικό στοιχείο συνιστά στην πραγματικότητα λόγο ανησυχίας για την πορεία της επιχειρηματικότητας στη χώρα. Διότι αντικατοπτρίζει με ακρίβεια μια νοοτροπία, η οποία υπάρχει σε έντονο βαθμό ανάμεσα στους επαγγελματίες, τους αυτοαπασχολούμενους και τους μικρούς επιχειρηματίες. Μια νοοτροπία με δύο χαρακτηριστικά. Κατ’ αρχήν πρόκειται για «επιχειρηματικότητα ανάγκης». Κάποιος αποφασίζει να κάνει μια δουλειά ο ίδιος, κυρίως διότι δεν βρίσκει κάποιον άλλο να του δώσει δουλειά, δηλαδή επειδή δεν κατάφερε να γίνει υπάλληλος, τουλάχιστον με τις προδιαγραφές που ο ίδιος έχει θέσει για τον εαυτό του. Το δεύτερο στοιχείο αυτής της νοοτροπίας είναι η απουσία αίσθησης συνεργασίας και συνεταιρισμού. Αφού, λοιπόν, δεν κατάφερε να γίνει υπάλληλος και να έχει το κεφάλι του ήσυχο, γίνεται αφεντικό του εαυτού του για να έχει το κεφάλι του ακόμη πιο ήσυχο. Από τους περισσότερους μικρομικρούς των επιχειρήσεων και των επαγγελμάτων, ούτε καν περνάει η σκέψη να συνασπιστούν. Να βρουν έναν δύο ακόμη και να προχωρήσουν σε ένα εταιρικό σχήμα, το οποίο θα έχει διευρυμένους ορίζοντες και οικονομίες κλίμακος. Προτιμούν ένα μεροκάματο και την ησυχία τους –ή ότι οι ίδιοι ορίζουν ως ησυχία-, παρά τη συμμετοχή σε κάτι πιο σύνθετο και ενδεχομένως στο μυαλό τους πολύπλοκο, το οποίο όμως προσφέρει καλύτερες προοπτικές.

Σε ένα έντονα ανταγωνιστικό περιβάλλον και σε μία οικονομία επί χρόνια σε μεγάλο πρόβλημα, αυτή εικόνα συντηρείται σχεδόν αποκλειστικά λόγω της… σκιάς που υπάρχει στην αγορά. Το ΔΝΤ υπολογίζει την παραοικονομία στην Ελλάδα στα επίπεδα του 30%, αλλά κανείς δεν θα εκπλαγεί εάν το μέγεθός της είναι ακόμη μεγαλύτερο. Το μαύρο, μέσα στη νύχτα, σε ένα σκοτεινό σιδηροδρομικό τούνελ, βαθιά μεσάνυχτα, κάπου στη Σκοτία, απλώς δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια. Είναι –όπως λέγαμε παλαιότερα- άκρον άωτον, παντελώς αδύνατο. Οι επιπτώσεις, όμως, αυτών των πρακτικών είναι απολύτως μετρήσιμες. Στα δημόσια ταμεία, στην απασχόληση και –κυρίως και πάνω απ’ όλα- στον ανταγωνισμό, τον οποίο νοθεύουν. Ένα Επιμελητήριο που εκ του καταστατικού του ρόλου δεν είναι συνδικαλιστικός φορέας, αλλά σύμβουλος της Πολιτείας και των μελών του, οφείλει να εκπαιδεύει τα μέλη του σε καλές πρακτικές. Στο συγκεκριμένο ζήτημα η υποχρέωση αυτή καθίσταται ιερή. Όλοι όσοι κινούνται στην ελεύθερη αγορά, από τον πιο μικρό μέχρι τον πιο μεγάλο, γνωρίζουν ότι δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο και πιο αντιπαραγωγικό από τον αθέμιτο ανταγωνισμό. Ακόμη κι αν οι ίδιοι κάποια στιγμή νιώθουν σε πλεονεκτική θέση επειδή –για παράδειγμα- φοροδιαφεύγουν και φοροαποφεύγουν, άρα μπορούν πιο άνετα να χρηματοδοτήσουν την καθημερινότητα τους, έναντι συναδέλφων τους που είναι τυπικοί στις οικονομικές και κανονιστικές τους υποχρεώσεις, γνωρίζουν καλά τι σημαίνει να υφίστασαι αθέμιτο ανταγωνισμό. Άλλωστε όλο και κάποιος «συνάδελφός» τους θα παρανομεί –στην ουσία θα κλέβει- περισσότερο από τους ίδιους και θα τους στριμώχνει στη γωνία.

Σε κάθε περίπτωση η έννοια της ελεύθερης αγοράς, χωρίς την ηθική της διάσταση, δηλαδή την τήρηση των βασικών κανόνων του παιχνιδιού και του θεσμικού πλαισίου, αλλοιώνεται ουσιωδώς. Μέχρι που χάνει το νόημά της. Βέβαια, στην Ελλάδα υπάρχει και μια ακόμη ιδιαιτερότητα: οι περισσότεροι απ’ όσους ασκούν αποκλειστικά «επιχειρηματικότητα ανάγκης» δραστηριοποιούνται σε κορεσμένους κλάδους. Επομένως όταν μιλάμε για φοροδιαφυγή και αθέμιτο ανταγωνισμό δεν εννοούμε τόσο εργοστάσια και πολυεθνικές, όσο περίπτερα, μίνι μάρκετ, καφέ, μικρές εμπορικές επιχειρήσεις, αλλά και τεχνίτες και επιστήμονες ελεύθερους επαγγελματίες, όπου στην πραγματικότητα υπάρχει… ανθρωποφαγία.