Skip to main content

Η «αόρατη» αστεγία στις μικρές πόλεις – Η περίπτωση του δήμου Νάουσας

Έρευνα καταρρίπτει τον μύθο ότι οι μικροί δήμοι δεν αντιμετωπίζουν στεγαστικές προκλήσεις – Οι άστεγοι της Νάουσας και το κενό κτηριακό απόθεμα

Τον μύθο ότι οι κάτοικοι των μικρών δήμων δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα στέγασης καταρρίπτει έρευνα της ομάδας H.A.R.T.A. (Housing Affordability in Real Terms Act).

Μέσα από το παράδειγμα του δήμου Νάουσας η ερευνητική ομάδα αποδεικνύει ότι οι περιφερειακές πόλεις που δεν μπαίνουν στο μικροσκόπιο του στεγαστικού ζητήματος, όπως τα μεγάλα αστικά κέντρα, αντιμετωπίζουν θέματα αστεγίας, παρότι έχουν σημαντικό αναξιοποίητο κτηριακό απόθεμα, ωστόσο δεν υιοθετούν τοπικές στρατηγικές αντιμετώπισης του προβλήματος.

Την έρευνα παρουσίασε εκ μέρους της ομάδας ο Νικόλαος Βράντσης, υποψήφιος διδάκτορας Γεωγραφίας στο Ινστιτούτο για τη Στέγαση στην Ουψάλα, στη διάρκεια εκδήλωσης με θέμα «Η αναγκαιότητα της στεγαστικής πολιτικής και ο ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης» που συνδιοργάνωσαν η Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδας (ΚΕΔΕ), η Αναπτυξιακή Μείζονος Αστικής Θεσσαλονίκης ΑΕ/ΑΟΤΑ και το Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ - Γραφείο Θεσσαλονίκης

«Η Νάουσα, παρά τον μύθο ότι οι πληθυσμοί σε μικρούς τόπους δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα, έχει οχτώ ανθρώπους σε ακραία αστεγία, 57 άτομα που ζουν σε δωρεάν παραχωρημένες κατοικίες και 100 άτομα που σιτίζονται καθημερινά στο συσσίτιο της εκκλησίας, αριθμός αρκετά μεγάλος αν συγκριθεί με το μικρό συνολικό πληθυσμό. Η πολιτική διαχείριση του ζητήματος είναι η εξής: η δημοτική αρχή έβαλε τρεις από αυτούς τους ανθρώπους άτυπα και προσωρινά στα καμαρίνια του δημοτικού θεάτρου της πόλης που δεν χρησιμοποιούνται, συχνά τουλάχιστον. Και όταν υπάρχει παράσταση τους βγάζει έξω κι αυτοί αναγκάζονται να μένουν στον δρόμο και, όταν τελειώσει η παράσταση, ξαναμπαίνουν. Οι υπόλοιποι πέντε ζουν στις περιφέρειες της πόλης και των χωριών σε σπίτια εγκαταλειμμένα, ενώ οι εκκλήσεις που κάνουν στον δήμο για παροχή στέγης δεν γίνονται ακουστές», ανέφερε ο κ. Βράντσης.

Αφορμή για την έρευνα ήταν τα όσα συνέβησαν τον Νοέμβριο του 2019 όταν το υπουργείο Μετανάστευσης αποφάσισε να μετεγκατασταθούν σε ξενοδοχεία γύρω από την πόλη με το πρόγραμμα Φιλοξενία περίπου 200 οικογένειες αιτούσες άσυλο. Τότε ένα μέρος της τοπικής κοινωνίας αντέδρασε ασκώντας ακόμα και βία απέναντι στις αφιχθείσες οικογένειες, ενώ εκλεγμένοι αντιπρόσωποι στο δημοτικό συμβούλιο κράτησαν στάση αμυντική χρησιμοποιώντας το επιχείρημα ότι η φέρουσα ικανότητα του δήμου είναι περιορισμένη και ότι αυτόν δεν μπορεί να φιλοξενήσει οικογένειες προσφύγων. «Ξεκινήσαμε τη μελέτη για να δούμε αν όντως ο δήμος δεν έχει τη φέρουσα ικανότητα. Υπάρχει ένας αριθμός κατοικιών που είναι καλής ποιότητας και θα μπορούσαν να καλύψουν τις ανάγκες ανθρώπων που αντιμετωπίζουν στεγαστικά προβλήματα. Μεθοδολογικά επιλέξαμε τη συλλογή στοιχείων κυρίως αλλά όχι αποκλειστικά μέσα από παρατήρηση και συζητήσεις με ανθρώπους που βιώνουν την έλλειψη στέγης. Τα συμπληρώσαμε με σημαντικά ποσοτικά δεδομένα, όπως τον αριθμό των ωφελούμενων επιδομάτων, τον αριθμό των ανέργων για να εκτιμήσουμε πόσοι είναι οι άνθρωποι που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας, καθώς και τα απογραφικά δεδομένα κυρίως του 2011 για να εκτιμήσουμε πόσοι αντιμετωπίζουν πρόβλημα στέγασης, καθώς και την κατάσταση του κτηριακού αποθέματος και τον αριθμό των κενών», εξήγησε ο κ. Βράντσης.

Στεγαστικό παράδοξο

Από την ανάλυση των δεδομένων προέκυψε ότι ο δήμος παρουσιάζει δημογραφική συρρίκνωση, πληθυσμιακή γήρανση και εκροή του νεαρού πληθυσμού ήδη από το 2011. Στη δεκαετία 2001-2011 καταγράφηκε μείωση του εργαζόμενου πληθυσμού κατά 20%, ποσοστό που εκτιμάται ότι αυξήθηκε την επόμενη δεκαετία και ταυτόχρονα αύξηση κατά 80,21% των ατόμων που είναι σε αναζήτηση εργασίας. Το ίδιο διάστημα ο συνολικός πληθυσμός συρρικνώθηκε κατά 4,88%, ενώ υπάρχει και γήρανσή του, με τους νέους (15-34) που αποτελούσαν το 27,15% του συνόλου, να πέφτουν στο 22,31% (-4,84%) και τους γηραιότερους (65+) να αυξάνονται από το 17,01% στο 22,59%. Επίσης αυξήθηκαν τα μονομελή νοικοκυριά (+44,43%) και τα διμελή νοικοκυριά (+13,72%), ενώ μειώθηκαν σημαντικά τα τετραμελή νοικοκυριά (-16,22%) και όλα τα νοικοκυριά με περισσότερα μέλη.

Την ίδια στιγμή, από τις 15.100 κατοικίες οι 3.376 ήταν ανενεργές ή αραιά χρησιμοποιούμενες. Το 2019 υπήρχαν 3.058 άνεργοι μια τάση που αυξήθηκε μέσα στη συνθήκη του κορωνοϊού. Τον Φεβρουάριο του 2021 οι ωφελούμενοι από το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα ήταν 719, ενώ υπήρχαν 1.492 ωφελούμενοι ενοικιαστές από το στεγαστικό επίδομα. Οχτώ άνθρωποι διαβιούν στον δρόμο, αλλά δεν υπάρχει πολιτική για την αστεγία, ούτε επίσημοι χώροι φιλοξενίας αστέγων. Το 37,5% του συνόλου του πληθυσμού κατοικούσε σε σπίτια χωρίς μόνωση, ενώ ένας σημαντικός αριθμός ατόμων ζούσε χωρίς θεμελιώδεις παροχές, όπως θέρμανση και λουτρό. Το 13,5% του πληθυσμού βρισκόταν αντιμέτωπο με διάφορες μορφές στεγαστικών προβλημάτων. Σύμφωνα με τον κ. ερευνητή, πίεση δέχονται επίσης οι νέοι που αναγκάζονται να επιστρέψουν στην γονεϊκή κατοικία, γυναίκες εγκλωβισμένες σε καταπιεστικά περιβάλλοντα, καθώς επίσης οι πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο, που μπαίνουν από τη γραφειοκρατία και έναν δομικό ρατσισμό.

«Ο δήμος Νάουσας, όπως και άλλοι δήμοι, είναι σε δημογραφική και κοινωνική συρρίκνωση. Ο νεαρός πληθυσμός απομακρύνεται και αυτή η μετανάστευση δημιουργεί ένα πλήθος ανενεργών στεγαστικών πόρων. Σύμφωνα με τα δεδομένα της απογραφής του 2011 φαίνεται ότι το ένα πέμπτο του κτηριακού αποθέματος παραμένει κενό, ενώ υπάρχουν άνθρωποι που ζουν ακόμη και στον δρόμο. Σε αυτή τη βάση, η άρνηση να υπάρξει ένας μηχανισμός που να προσφέρει στεγαστική βοήθεια στους αιτούντες άσυλο μπορούμε να καταλάβουμε ότι πλήττει και τον μεγάλο αριθμό φτωχών νοικοκυριών και ατόμων της πόλης που δεν έχουν πρόσβαση σε προσιτή κατοικία και θα μπορούσαν να επωφεληθούν από μία τοπική στρατηγική για τη στέγαση», τόνισε ο κ. Βράντσης.

Ο ίδιος σημείωσε ότι σε συγκεκριμένες περιοχές του είναι πιο έντονο το πρόβλημα. «Στην πόλη της Νάουσας υπάρχει και οριζόντια διαφοροποίηση. Υπάρχουν γειτονιές όπου συγκεντρώνονται περισσότερα κενά σπίτια ή περισσότεροι άνθρωποι και νοικοκυριά σε επισφάλεια. Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν στον δρόμο ή σε εγκαταλειμμένα σπίτια και στα χωριά. Ακόμα, όμως, και για την κραυγαλέα ορατή αστεγία ανθρώπων που ζουν στο δρόμο ή σε εγκαταλειμμένα σπίτια δεν βλέπουμε να υπάρχει κάποια συγκροτημένη και συνεκτική πολιτική απόκριση. Οι δομές για αστέγους δεν είναι λύση, είναι προσωρινές, δεν προσφέρουν πραγματική βοήθεια και οδηγούν σε στιγματισμό. Μιλάμε για μια άλλου τύπου στεγαστική πολιτική που θα χρησιμοποιήσει κενά διαμερίσματα και κτήρια για να παρέχει βοήθεια όχι μόνο στους ακραία άστεγους, αλλά και σε όσους έχουν στεγαστική ανάγκη», ανέφερε.

Για την αντιμετώπιση του προβλήματος η ερευνητική ομάδα προτείνει την εκτίμηση των αχρησιμοποίητων κατοικιών, τη δημιουργία ενός φορέα που θα αναλάβει τη διαχείριση του διαθέσιμου στεγαστικού αποθέματος, την παροχή κινήτρων σε ιδιοκτήτες των κενών και αχρησιμοποίητων κατοικιών ώστε να διευκολυνθεί η επανένταξη του φθίνοντος αποθέματος κατοικιών στην τοπική αγορά σε προσιτές τιμές, καθώς επίσης την αναβάθμιση, συντήρηση και αναδιαμόρφωση του διαθέσιμου κτηριακού αποθέματος με στόχο την αύξηση της προσφερόμενης οικονομικά προσιτής κατοικίας σε αντιστοιχία με τις στεγαστικές ανάγκες των κατοίκων του δήμου.