Skip to main content

Οι αριθμοί προσγειώνουν τις τουριστικές δυνατότητες στη Β. Ελλάδα

Τη χώρα μας επισκέπτονται ολοένα και περισσότεροι τουρίστες, οι οποίοι ωστόσο ξοδεύουν πολύ λιγότερα χρήματα, στοιχείο που θα έπρεπε να προβληματίζει.

Στην οικονομία οι αριθμοί λένε πάντα την αλήθεια. Όπως έλεγαν οι παλιοί παραδοσιακοί έμποροι και όπως επιμένουν οι σύγχρονοι καλοσπουδαγμένοι μάνατζερς «δουλειά χωρίς χαρτί και μολύβι δε γίνεται». Είτε πρόκειται για μικρή, είτε για μεγάλη. Ακόμη κι όταν το χαρτί και το μολύβι έχει αντικατασταθεί από τον υπολογιστή και τον εκτυπωτή η ουσία δεν αλλάζει.

Πρόσθεση στις εισπράξεις, αφαίρεση στα έξοδα, διαίρεση στα μερίδια, πολλαπλασιασμός στις προβλέψεις. Αλλιώς δε γίνεται. Δηλαδή γίνεται και χωρίς αυτά, αλλά με διαφορετικά αποτελέσματα. Σε ορισμένες περιπτώσεις καταστροφικά. Άλλο τι πιστεύουμε, άλλο τι νομίζουμε και άλλο τι συμβαίνει. Άλλο τι θέλουμε κι άλλο τι μπορεί ρεαλιστικά να γίνει.

Για παράδειγμα το τουριστικό ρεύμα προς τη Θεσσαλονίκη, την Κεντρική Μακεδονία και τη Βόρεια Ελλάδα γενικότερα. Είναι αυξητική η τάση τα τελευταία χρόνια, αλλά αυτό από μόνο του δε σημαίνει ότι υπάρχει ανάλογο αποτέλεσμα.

Η έρευνα του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων για την περίοδο 2005 – 2017, που δημοσιοποιήθηκε προ δύο ημερών, διαπιστώνει την κατά 30% πτώση της μέσης κατά κεφαλή δαπάνης των ξένων τουριστών που έρχονται στην Ελλάδα. Από 746 ευρώ το 2005 έχει υποχωρήσει στα 522 ευρώ το 2017.

Δηλαδή τη χώρα μας επισκέπτονται ολοένα και περισσότεροι τουρίστες, οι οποίοι ωστόσο ξοδεύουν πολύ λιγότερα χρήματα, στοιχείο που θα έπρεπε να προβληματίζει. Αν, μάλιστα, επικεντρωθούμε στη λίστα των εθνικοτήτων των τουριστών αναλόγως της μέσης δαπάνης θα διαπιστώσουμε ότι η Βόρεια Ελλάδα υποδέχεται κυρίως εθνικότητες που ξοδεύουν λίγα. Τα λιγότερα.

Σημειώστε τις έξι τελευταίες θέσεις –από κάτω προς τα πάνω- της λίστας με τις χώρες καταγωγής που κατήρτισε ο ΣΕΤΕ για να καταλάβετε: Βουλγαρία (111 ευρώ), Σκόπια (114 ευρώ), Αλβανία (229 ευρώ), Ρουμανία (319 ευρώ), Τουρκία (330 ευρώ), Τσεχία (390 ευρώ). Πρόκειται στην ουσία για το πολύ μεγάλο ποσοστό του πελατολογίου των τουριστικών προορισμών της Βορείου Ελλάδος. Όλοι κάτω από τον μέσο όρο των 522 ευρώ της κατά κεφαλήν κατανάλωσης. Αντίθετα στην κορυφή της λίστας βρίσκονται η Αυστραλία (1218 ευρώ), οι ΗΠΑ (941 ευρώ) και ο Καναδάς (903 ευρώ). Ασφαλώς απ’ όσο πιο μακριά έρχεται κανείς στην Ελλάδα τόσο περισσότερες ημέρες μένει κι επομένως τόσο περισσότερα ξοδεύει, αλλά η ουσία δεν αλλάζει. Οι Αυστραλοί, οι Αμερικάνοι και οι Καναδοί τουρίστες είναι για τη Βόρεια Ελλάδα… σπάνιο είδος, σε αντίθεση με τους γείτονες που κυριαρχούν συντριπτικά. Επομένως η λύση για τον τουρισμό στη Μακεδονία και τη Θράκη δεν είναι η αύξηση του αριθμού των επισκεπτών, αλλά η αλλαγή το μείγματος, ώστε να ενισχυθεί η παρουσία των πλουσιότερων εξ’ αυτών και κυρίως των δυτικοευρωπαίων. Κάτι που είναι εύκολο να το λέει κανείς, αλλά δύσκολο να το επιτύχει. Όχι μόνο διότι οι τουριστικές επιδόσεις της Νότιας Ελλάδας και των νησιών είναι αποτέλεσμα της ιστορίας, των παγκόσμιας εμβέλειας μνημείων, των σημαντικότατων υποδομών που υπάρχουν, αλλά και του πολυετούς μάρκετινγκ του ελληνικού μύθου. Αλλά και διότι όλη αυτή η ανάπτυξη συνοδεύεται από τεχνογνωσία και επαγγελματισμό, που σίγουρα δεν υπάρχουν τόσο εκτεταμένα στο Βορρά. Για να αλλάξει η εικόνα –τόσο επί της ουσίας, όσο και με όρους μάρκετινγκ- απαιτούνται μεγάλες επενδύσεις και πολλά χρόνια.

Η αλήθεια είναι ότι ορισμένες υψηλού επιπέδου επενδύσεις έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια στην ευρύτερη Β. Ελλάδα και προγραμματίζονται κι άλλες. Το χάσμα Βορρά – Νότου μειώνεται, αλλά παραμένει σημαντικά μεγάλο. Εκείνο που σίγουρα λείπει είναι η υπομονή για την αλλαγή του υποδείγματος και τη χάραξη μακροπρόθεσμης  στρατηγικής. Κι αυτή η διαδικασία επένδυση είναι. Άυλη, αλλά πάντως επένδυση, την οποία ούτε μπορούν, ούτε θέλουν να υπηρετήσουν οι περισσότεροι μικρομεσαίοι του τουρισμού στο Βορρά. Οι περισσότεροι από αυτούς το μόνο που γνωρίζουν είναι να διαχειρίζονται το σήμερα και το αύριο. Κάτι που σε πραγματικούς χρόνους στη δουλειά τους σημαίνει την ερχόμενη σεζόν.

Η έρευνα του ινστιτούτου του ΣΕΤΕ δείχνει και κάτι ακόμη εξαιρετικά σημαντικό για την Β. Ελλάδα, αλλά και ολόκληρη τη χώρα. Ο μαζικός τουρισμός συνεπάγεται πέρα από έσοδα και σημαντικό κόστος. Προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα εκατομμύρια των επισκεπτών επιβαρύνονται οι υποδομές (δρόμοι, δίκτυα ύδρευσης, αποχέτευσης κ.λπ.), η διαχείριση των απορριμμάτων, η ασφάλεια, η περίθαλψη, όπως βέβαια και το περιβάλλον. Αυτά τα κόστη –δυστυχώς- δεν γράφονται πουθενά. Ούτε υπολογίζονται. Αν γίνει, όμως, μια προβολή τους στη Χαλκιδική, στην Πιερία, στη Θάσο, στη Σαμοθράκη, στο Σταυρό, στην Ασπροβάλτα, αλλά και στην ίδια τη Θεσσαλονίκη, τότε ενδεχομένως κάποιοι να τρίβουν τα μάτια τους από έκπληξη.