Skip to main content

Οι αριθμοί της ΤτΕ ξεσκεπάζουν το τουριστικό πρόβλημα στην Κ.Μακεδονία

Η Θεσσαλονίκη και η υπόλοιπη Κεντρική Μακεδονία πάσχουν περισσότερο ποιοτικά, παρά ποσοτικά. Υποδέχονται πολλούς τουρίστες που ξοδεύουν λίγα.

Το τραγούδι των αριθμών λέει πάντα μία ή και περισσότερες αλήθειες. Αρκεί να το ακούσει και να το «μεταφράσει» κανείς σωστά και κυρίως ρεαλιστικά. Να μην αλλοιώσει το συνολικό του νόημα, παρασυρόμενος ενδεχομένως από κάποια συναισθηματική στροφή ενός στίχου ή ένα στιγμιαίο μελοδραματικό «γλίστρημα» της μελωδίας. Για όποιον το ψάχνει, οι αριθμοί δείχνουν το δρόμο πολύ καθαρότερα από τις θεωρητικές αρλούμπες και την ακατάσχετη πολιτικολογία. Τουλάχιστον σε οικονομικά και αναπτυξιακά θέματα, μόνο μέσα από τους αριθμούς αντιλαμβάνεται κανείς τόσο την επιφάνεια, όσο και το βάθος των καταστάσεων.

Όπως έγραψε χθες η Voria.gr (δείτε εδώ), σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος οι ταξιδιωτικές εισπράξεις στην Περιφέρεια Κεντρική Μακεδονία στο εννεάμηνο Ιανουάριος – Σεπτέμβριος 2018 ήταν αυξημένες κατά 20,3%, σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2017. Σύμφωνα με την Έρευνα Εσόδων της ΤτΕ, ο ρυθμός αύξησης των τουριστικών εσόδων στην Κεντρική Μακεδονία είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος στην Ελλάδα. Οι τουρίστες που επισκέφθηκαν την περιοχή άφησαν σε εννέα μήνες πάνω από δύο δισ. ευρώ (2,017), ένα ποσό που τοποθετεί την περιοχή στην 3η θέση των περιφερειών της Ελλάδας σε επίπεδο τουριστικών εσόδων, πίσω από το Νότιο Αιγαίο και την Κρήτη. Ταυτόχρονα η περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας βρίσκεται στην πρώτη θέση των αφίξεων επισκεπτών στο εννεάμηνο με 6,82 εκατομμύρια, στη δεύτερη θέση σε αριθμό διανυκτερεύσεων με  40,38 εκατομμύρια, αλλά μόλις στην 9η θέση σε ό,τι αφορά τη μέση δαπάνη ανά επίσκεψη, η οποία διαμορφώθηκε στα 295,6 ευρώ.

Αυτά λένε οι αριθμοί στη δική τους γλώσσα. Αξία, όμως, έχει η μετάφραση με όρους αγοράς. Από την τουριστική εικόνα που συνθέτουν οι αριθμοί είναι σαφές ότι η Θεσσαλονίκη και η υπόλοιπη Κεντρική Μακεδονία πάσχουν περισσότερο ποιοτικά, παρά ποσοτικά. Υποδέχονται, δηλαδή, μεγάλα κύματα τουριστών που ξοδεύουν λίγα και –προφανώς- επιβαρύνουν πολύ περισσότερο. Πρόκειται για ζήτημα κοινωνικού και περιβαλλοντικού κόστους, αλλά και αντοχής των υποδομών που υπάρχουν στην περιοχή. Εάν όλα αυτά συμπεριληφθούν στο ισοζύγιο, το αποτέλεσμα θα αλλάξει επί τα χείρω, για μια περιοχή που διαθέτει τα γεωφυσικά και ιστορικά εχέγγυα για να αναβαθμίσει το τουριστικό της προϊόν. Διότι μπορεί στη γειτονιά της Β. Ελλάδος που είναι τα βαλκάνια να υπάρχουν φτωχές χώρες, με πολίτες που στην πλειοψηφία τους καταφθάνουν στη χώρα μας με τα πορτ μπαγάζ γεμάτα από τρόφιμα, μπύρες, αναψυκτικά, εμφιαλωμένα νερά κ.λπ. και κάνουν τα καλοκαιρινά τους μπάνια διαβιούντες σε ενοικιαζόμενα δωμάτια (rooms to let) και κάμπινγκ, αλλά το προφίλ της περιοχής έχει δυνατότητες να προσελκύσει επισκέπτες από ανεπτυγμένες αγορές, οι οποίοι διαθέτουν γερό πορτοφόλι και μπορούν να ξοδέψουν περισσότερα.

Από τη Θεσσαλονίκη με το λαμπρό –κυρίως βυζαντινό- και κοσμοπολίτικο παρελθόν, τα δεκάδες ιστορικά και πολιτιστικά μνημεία, αλλά και το σύγχρονο ευρωπαϊκό προφίλ, μέχρι τον μυθικό Όλυμπο, την Πέλλα, τη Βεργίνα και –οσονούπω- την Αμφίπολη του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Φιλίππου, του Νέαρχου και της Μακεδονικής Δυναστείας γενικότερα. Και από τη Χαλκιδική του πανεπιστήμονα Αριστοτέλη, της Αθωνικής Πολιτείας και των σύγχρονων τουριστικών υποδομών, μέχρι τη Βέροια, όπου δίδαξε ο θεμελιωτής της Καθολικής Εκκλησίας Απόστολος Παύλος.

Εάν προσθέσει κανείς και το φυσικό κάλος –θάλασσα, παραλίες, λίμνες, ποτάμια, βουνά- η περιοχή έχει πολλά για να γοητεύσει και να συγκινήσει ακόμη και τον πιο απαιτητικό επισκέπτη. Ένα δεν έχει. Την εμπορική οργάνωση και το μάρκετινγκ, ώστε όλα αυτά να αποτελέσουν προϊόν, που θα διατίθεται στις πιο ακριβές αγορές. Για να μη μηδενίζουμε, προσπάθειες γίνονται. Αποσπασματικές. Ενδεχομένως με κάποιο αποτέλεσμα, κυρίως αυτή την κοσμοσυρροή που καταγράφουν οι αριθμοί της ΤτΕ. Δε φτάνουν, όμως, για να επιτευχθεί ο στόχος, που αν και παραμένει επισήμως ακαθόριστος, δεν μπορεί παρά να είναι η προσέλκυση τουρισμού υψηλής ποιότητας.

Έτσι κι αλλιώς η Θεσσαλονίκη ως μεγαλούπολη και φοιτητούπολη μοιραία προσελκύει νέους ανθρώπους από την Ελλάδα, τα Βαλκάνια και τον υπόλοιπο κόσμο, οι οποίοι διαμένουν σε μεσαίας κατηγορίας ξενοδοχεία, αλλά και  διαμερίσματα Airbnb, έχοντας ως βασικές τους προτεραιότητες το ξενύχτι και την κρεπάλη. Εκείνο που χρειάζεται για να ισορροπήσει η κατάσταση είναι να αυξήσουν την πληρότητά τους τα πολυτελή ξενοδοχεία που λειτουργούν στην πόλη και –σε αντίθεση με ότι συνέβαινε πριν από 20 χρόνια- είναι, πλέον, πολλά και καλά.  Αλλά και να υπάρξουν τουριστικές επενδύσεις υψηλής ποιότητας, που θα συνοδευθούν με ενίσχυση των υποδομών. Όλα αυτά πρέπει να ενταθούν τώρα, όχι σε δέκα ή 20 χρόνια. Διότι αν όλα όσα χρειάζεται να γίνουν για να αλλάξει το μείγμα του τουρισμού στην Κεντρική Μακεδονία ακολουθήσουν τους ρυθμούς είτε της κατασκευής του μετρό της Θεσσαλονίκης, είτε των έργων στο δρόμο Μουδανιά – Κασσανδρεία, που βελτιώνεται κομμάτι κομμάτι τα τελευταία δέκα και περισσότερα χρόνια, αλλά ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί, το τρένο θα έχει χαθεί για πάντα.