Skip to main content

Η ευκαιρία που δίνει ο κορωνοϊός στον τουρισμό της Θεσσαλονίκης

Το τουριστικό προϊόν της πόλης έχει τώρα την ευκαιρία να πάρει συγκεκριμένο σχήμα, ώστε να μπορεί να προβληθεί και να πουληθεί με αξιώσεις.

Η μετά τον κορωνοϊό εποχή είναι για την οικονομία, τις αγορές και τις επιχειρήσεις περίοδος αναστοχασμού. Όλοι βλέπουν ότι οι αλλαγές στην κοινωνική ζωή και τις συνήθειες ήρθαν για να μείνουν και προσανατολίζονται στους τρόπους που θα προσαρμοστούν και στις αλλαγές που οφείλουν να κάνουν, εάν ενδιαφέρονται να μείνουν στο παιχνίδι. Σε αυτό το σκηνικό το τουριστικό προϊόν της Θεσσαλονίκης ίσως έχει μία ευκαιρία. Έτσι όπως είναι αδιαμόρφωτο και επί της ουσίας παρατημένο στην τύχη του, δηλαδή στα «χέρια» της ιστορίας και της γεωγραφίας, ενδεχομένως να έχει τώρα το χρόνο να διαμορφωθεί. Να πάρει συγκεκριμένο σχήμα, να… πακεταριστεί, ώστε να μπορεί να προβληθεί και να πουληθεί με αξιώσεις. Διότι τα περιθώρια ανάπτυξης είναι πολλά και τα οφέλη της οικονομίας και της κοινωνίας μπορούν να είναι ακόμη περισσότερα.

Τα πολλά τελευταία χρόνια –εξαιρουμένου του τελευταίου «νεκρού» τριμήνου- η Θεσσαλονίκη προσελκύει Έλληνες και ξένους επισκέπτες για πολλούς και διαφόρους λόγους. Οι περισσότεροι εξ αυτών είναι κατά κάποιο τρόπο αντικειμενικοί, αφού σχετίζονται με την ιστορία και τη γεωγραφία. Οι Βαλκάνιοι φτάνουν στην πλατεία Αριστοτέλους επειδή βρίσκονται κοντά, οι Τούρκοι για να επισκεφθούν το σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ, οι Εβραίοι επειδή στην πόλη επί αιώνες –μέχρι τον Β' παγκόσμιο πόλεμο- υπήρχε έντονη εβραϊκή παρουσία και επιρροή. Όσο για τους Έλληνες επισκέπτες φτάνουν στη Θεσσαλονίκη για δουλειές (συνέδρια, εκθέσεις κ.λπ.) ή για διασκέδαση, αφού ο αστικός μύθος θέλει τη Θεσσαλονίκη να έχει καλή αγορά, δυνατά ξενύχτια, νόστιμη γαστρονομία και… ερωτική ατμόσφαιρα. Επίσης τη Θεσσαλονίκη επισκέπτονται όσοι ενδιαφέρονται για την βυζαντινή εποχή, αφού στην πόλη υπάρχουν πολλά και αξιόλογα μνημεία της συγκεκριμένης περιόδου (εκκλησίες, κάστρα, Ροτόντα κ.λπ.).

Όλα αυτά υπάρχουν και ενισχύονται αφενός από το γεγονός ότι πρόκειται για παραθαλάσσια πόλη –πάντα η θάλασσα λειτουργεί σαν μαγνήτης- και αφετέρου ότι η σημαντικότερη δραστηριότητα της είναι το εμπόριο, κάτι που περίπου υποχρεωτικά τροφοδοτεί τον κοσμοπολιτισμό. Το ερώτημα είναι αν η Θεσσαλονίκη υποδέχεται τον τουρισμό που της αναλογεί σε μέγεθος και της αξίζει σε ποιότητα. Η προφανής απάντηση είναι αρνητική, αφού ενώ οι προδιαγραφές παραπέμπουν σε 12μηνη τουριστική λειτουργία με αυξημένες πληρότητες, στην πράξη τα αποτελέσματα κινούνται σε… ρηχά νερά. Τα κρουαζιερόπλοια μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού, το ίδιο και τα ακτοπλοϊκά δρομολόγια. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει ζήτηση και αυτή τη… μαύρη τρύπα οφείλει να καλύψει η πόλη. Για να συμβεί αυτό απαιτούνται στρατηγική, προγραμματισμός και μεσοπρόθεσμες επενδύσεις. Για να δημιουργήσεις τουριστική ταυτότητα και να καλλιεργήσεις συνείδηση και συνθήκες επαγγελματικής φιλοξενίας δεν είναι κάτι απλό.

Ιδιαίτερα μετά από δεκαετίες κλειστοφοβικής νοοτροπίας, που ράγισε μόνο επί δημαρχίας Μπουτάρη απαιτείται εργώδης προσπάθεια. Και επαγγελματισμός. Κάτι που σημαίνει ότι πρέπει να βρεθούν τα κατάλληλα πρόσωπα για να δουλέψουν πάνω σε ένα συγκεκριμένο πρότζεκτ. Αυτή θα έπρεπε να είναι η απόλυτη προτεραιότητα για τον Οργανισμό Τουριστικής Προβολής και Μάρκετινγκ Θεσσαλονίκης, στον οποίο συμμετέχουν αυτοδιοικητικοί και παραγωγικοί φορείς. Σχεδόν 15 χρόνια μετά την ίδρυση του είναι σαφές ότι τα αποτελέσματα των δράσεων του είναι πενιχρά. Κυρίως, όμως, οι κινήσεις του είναι αποσπασματικές και στην πλειοψηφία τους κλασικού τύπου και αναμενόμενες.

Μετά την επέλαση του κορωνοϊού –που δεν ξέρουμε εάν έχει περάσει και πότε θα επιστρέψει- όλοι αντιλαμβάνονται ότι ο τουρισμός αλλάζει. Τα υγειονομικά πρωτόκολλα και τα ψηφιακά εργαλεία θα παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Κατά κάποιο τρόπο η συγκυρία ευνοεί τους αργοπορημένους να κερδίσουν έδαφος, ευκαιρία που η Θεσσαλονίκη και η ευρύτερη περιοχή δεν πρέπει να χάσουν.

Ειδικά για τον Κωνσταντίνο Ζέρβα, έναν δήμαρχο λίγων μηνών, το στοίχημα πρέπει να είναι ευπρόσδεκτο.