Skip to main content

Η εμπορική ζωή της Θεσσαλονίκης μπορεί να έχει μέλλον

Θέλουμε ανοιχτά μαγαζιά μέσα στην πόλη, θέλουμε μια πόλη ζωντανή, όχι άρρωστη. Η υγεία όμως μιας πόλης προϋποθέτει δυναμικούς μόνιμους κατοίκους

Του Φάνη Ουγγρίνη*

Αφορμή για τις παρακατω σκέψεις αποτέλεσε το πρόσφατο άρθρο του Γιώργου Μητράκη, σχετικά με τη συρρίκνωση των τοπικών εμπορικών επιχειρήσεων στο κέντρο της πόλης. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσε να διαφωνήσει με τις επισημάνσεις του οποιοσδήποτε κατέχει στοιχειώδεις γνώσεις για την πιάτσα της Θεσσαλονίκης・πράγματι, τις τελευταίες τρεις δεκαετίες τα άλλοτε μεγάλα οικογενειακά μαγαζιά στην Τσιμισκή, στη Βενιζέλου, στην Εγνατία και στην Ερμού έχουν δώσει τη θέση τους σε τεράστια υποκαταστήματα κυρίως πολυεθνικών αλυσίδων. Η προσωπική σχέση των καταναλωτών με τους ιδιοκτήτες δεν υπάρχει πια, η βόλτα στις βιτρίνες των κυριότερων εμπορικών οδών έχει σε μεγάλο βαθμό χάσει την κοινωνική της διάσταση, η σύγχρονη τοπική αγορά στερείται πλέον πολλών εξ όσων την χαρακτήριζαν από την κλασική αρχαιότητα μέχρι σχεδόν τις μέρες μας.

Ωστόσο, όπως και σχεδόν παντού αλλού, κι εδώ τίποτα δεν απόλυτο. Μπορεί η Τσιμισκή (και μετά τη λειτουργια του μετρο λογικά και η Εγνατία) να θυμίζει πλέον μια ελληνική εκδοχή της Ku'damm, της Oxford Street, της Rue Rivoli, της Via del Corso ή της Gran Via, όμως θυμίζω πως γύρω από αυτούς τους πασίγνωστους δρόμους υπάρχουν αμέτρητα μικρότερα καταστήματα που μακροημερεύουν. Μην αντέχοντας τις υψηλότατες τομές των ενοικίων στα πιο πολυσύχναστα μέρη προσαρμόστηκαν, μειώνοντας το λειτουργικό τους κόστος και αυξάνοντας το καθαρό τους κέρδος. Για να παραμείνουν στο παιχνίδι προσφέρουν πιο προσωπική εξυπηρέτηση και εξειδικεύονται σε ακριβότερα είδη υψηλότερης ποιότητας, για τα οποία η ζήτηση δε παύει να υπάρχει. Στην πόλη μας η τάση αυτή εκδηλώνεται κυρίως σε Μητροπόλεως και Προξένου Κορομηλά, αν και οι προοπτικές της είναι σαφώς καλύτερες, εφόσον φυσικά οι έμποροι μας σκεφτούν πιο καινοτόμα και τολμήσουν να «ψαχτούν» λίγο παραπάνω πάνω στο πώς να προσεγγίζουν το καταναλωτικό κοινό. Η ολοκλήρωση του μετρό, η συνεχης αυξηση της τουριστικής κίνησης και ορισμένες κομβικές επενδυσεις στο κέντρο (πχ Μοδιάνο) υπόσχονται ικανοποιητικές αποδόσεις σε όσους επιμένουν στο κέντρο, εφόσον φυσικά ξεφύγουν από τη μίζερη λογική της ξερής μίμησης του γείτονα, τη λογική που διέπει κατά κανόνα την επιχειρηματικότητα ανάγκης.

Κατά τη γνώμη μου, το υπαρκτό πρόβλημα της αναιμικής εμπορικής δραστηριότητας παρατηρείται ιδιαίτερα και είναι πιο δύσκολα αντιμετωπίσιμο στην υπόλοιπη πόλη, και κυρίως στον άξονα Βασ. Όλγας- Εθν. Αντιστάσεως, όπου ειδικά οι παλιές αντιπροσωπείες αυτοκινήτων παραμένουν άδειες και βρόμικες εδώ και χρόνια, στα δε στενά μέχρι την Παπαναστασίου τα μικρομάγαζα ήδη μετατρέπονται σε πάρκινγκ και διαμερίσματα. Η συγκεκριμένη περίπτωση απαιτεί στοχευμένες δράσεις, διότι η αναβάθμιση της περιοχής θα ωφελήσει ολόκληρο τον αστικό ιστό: μεταφορά στην Όλγας από τη Μεγ.Αλεξάνδρου των γραμμών του ΟΑΣΘ, οικονομικά κίνητρα για κατάτμηση των μεγάλων κενών ισόγειων χώρων και γενναία αύξηση των διαθέσιμων θέσεων στάθμευσης και των πεζοδρομήσεων θα μπορουσαν να ξαναδώσουν ζωή στις στοές αυτής της παραμελημένης λεωφόρου. Και παράλληλα, θεματικές αστικές αναπλάσεις σε δρόμους όλου του κεντρικού δήμου με ειδικά χαρακτηριστικά, όπως η Φιλίππου, η Ολύμπου, η Βελισσαρίου, ενδεχομένως και η Σβώλου μετά από αμφιδρόμηση, είναι ικανές να δημιουργήσουν νέους υποδοχείς μικρής επιχειρηματικότητας με φρέσκια αντίληψη.

Θέλουμε ανοιχτά μαγαζιά μέσα στην πόλη, θέλουμε μια πόλη ζωντανή, όχι άρρωστη. Όμως, η υγεία μιας πόλης πρωτίστως προϋποθέτει δυναμικούς μόνιμους κατοίκους. Είναι λοιπόν απολύτως αναγκαίος ένας ενδελεχής διάλογος χωρίς στεγανά και παρωπίδες πάνω στο μέλλον των αμέτρητων ταλαιπωρημένων πενηντάχρονων και εξηντάχρονων πολυκατοικιών της πόλης, και πόσο ελκυστικές είναι σήμερα αυτές ως συστάδες κατοικιών. Η βασικότερη αιτία οικιστικής υποβάθμισης εντοπίζεται εκεί.

*Ο Φάνης Ουγγρίνης είναι στέλεχος επιχειρήσεων