Skip to main content

Η επανάσταση του κυνισμού και τρεις γίγαντες σε μπαρ της Θεσσαλονίκης

Ο frontman των Άνιμαλς του «The house of the rising sun» και του «Don't Let me Be Misunderstood», θα εμφανιστεί στο Ηρώδειο.

«Το ροκ δεν έχει ενδιαφέρον. Είναι business. Τα περιοδικά μπορεί να γράφουν για συγκροτήματα που παίζουν ροκ, αλλά θα δεις ότι πίσω από όλα αυτά βρίσκονται παιδιά που έχουν λύσει τα προβλήματά τους. Η εργατική τάξη, ή μάλλον η ηθική της, απομακρύνεται από το ροκ, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι κάπου δεν θα υπάρχει μια ενδιαφέρουσα, garage μπάντα».

Μιλάει ο 78χρονος σήμερα Έρικ Μπάρντον. Ο θρυλικός ρόκερ, που κατάγεται από το Νιούκασλ της Βόρειας Αγγλίας και των ανθρακωρύχων και πλέον ζει στην Ελλάδα –λόγω συζύγου- και στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ο frontman των Άνιμαλς του «The house of the rising sun» και του «Don't Let me Be Misunderstood», που στα τέλη Σεπτεμβρίου θα εμφανιστεί στο Ηρώδειο μαζί με το συγκρότημα, που αντέχει κόντρα στο χρόνο και περιοδεύει μαζεύοντας λεφτά και χειροκροτήματα έναντι αναμνήσεων και νοσταλγίας. Με αφορμή το Ηρώδειο δημοσιεύονται το τελευταίο διάστημα συνεντεύξεις του Μπάρντον, στις οποίες μιλάει έξω από τα δόντια. Ή υποτίθεται ότι μιλάει έξω από τα δόντια, αφού ξέρει καλά πως πλησιάζοντας τα 80 δεν έχει, πλέον, να αποδείξει τίποτα και σε κανέναν. Είναι η ηλικία που οι άνθρωποι προφανώς απελευθερώνονται, καθώς βλέπουν το ποτάμι της ζωής από την απέναντι όχθη, κάτι που τους κάνει σοφότερους. Παρ’ όλα αυτά οι απόψεις του για τη μουσική βιομηχανία έχουν ενδιαφέρον, αφού την έχει ζήσει στο πετσί του.

Όπως άλλωστε και του Μπομπ Ντίλαν, ο οποίος σε αυτοβιογραφικά του κείμενα έχει παραδεχθεί πως όταν ο μισός πλανήτης –ή μήπως ολόκληρος- τον θεωρούσε κάτι σαν ηγέτη μιας παγκόσμιας επανάστασης κι ενός γενικευμένου νεανικού ξεσηκωμού κόντρα στους πολέμους και τις αδικίες, ο ίδιος ενδιαφερόταν κυρίως να γράψει όμορφα τραγούδια και δι’ αυτού του τρόπου να βγάλει το μέσα του έξω. τραγούδια

Όλα αυτά ακούγονται σε κάποιους κυνικά, αφού στη ζωή «το παραμύθι, το κουκί και το ρεβίθι» είναι πάντα πιο γοητευτικό από την πραγματικότητα, που το μόνο που έχει να αντιπαραθέσει είναι η ποιητική αμεσότητα της αλήθειας, που συνήθως είναι πιο σκληρή από τα όνειρα με τα οποία έχει να αντιπαρατεθεί.

«Γενικά μπορώ να πω πως από όλες τις γνώμες που έχουν ειπωθεί για τον άνθρωπο, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, αυτές που ανενδοίαστα ασπάζομαι και πάραυτα υιοθετώ είναι εκείνες που μας καταφρονούν, μας ευτελίζουν και μας μειώνουν».

Με αυτή τη ρήση του Montaigne, Γάλλου λόγιου της εποχής της Αναγέννησης, ως μότο, ξεκινά το «Λεξικό του απόλυτου κυνισμού» του Roland Jaccard, που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα πριν από μια δεκαετία σε μετάφραση Ρούλας Τσιτούρη (Εκδόσεις Ποταμός). Ένα μικρό βιβλιαράκι με αποφθέγματα –εξυπναδούλες τα λένε κάποιοι- που είπαν ή έγραψαν σπουδαίοι άνθρωποι, οι οποίοι στην προκειμένη περίπτωση έχουν χρησιμοποιήσει λοξό βλέμμα. Πρόκειται, δηλαδή, για ρήσεις που ξεφεύγουν από το συνηθισμένο και το συμβατικό.

Για απόψεις που βγάζουν τη γλώσσα στην κοινή λογική και την κοινή ηθική και ακούγονται σαν κουβέντες πεζοδρομίου, που λένε μεγάλες αλήθειες, χωρίς ωραιοποιήσεις. Οι άνθρωποι σχεδόν πάντα εκφράζονται αφού πρώτα έχουν αυτολογοκριθεί. Το πολιτικώς ορθόν κυριαρχεί συντριπτικά στο δημόσιο λόγο, συχνά και στον προσωπικό και ιδιωτικό. Οι χαρακτηρισμοί απλοϊκός ή λαϊκιστής απαξιώνουν συχνά αλήθειες που μοιάζουν άβολες. «Αν λέγαμε τα πράγματα με τα’ όνομα τους / θα γέμιζε φαντάσματα το νόημα τους» λέει ένα τραγούδι, που με ποιητικό τρόπο επιβεβαιώνει το περιεχόμενο αυτού του μικρού, έξυπνου και ιδιαίτερου λεξικού.    

Ένα βιβλίο επίκαιρο στην μεταμνημονιακή ελληνική κοινωνία. Που ακόμη βρίσκεται σε βαθιά πολύπλευρη κρίση και αναζητά εκφραστική διέξοδο –αν όχι δικαίωση- στα social media. Που ενώ επιθυμεί να αποκτήσει σταθερό βηματισμό, ακόμη μετεωρίζεται και ταλαντεύεται επικίνδυνα σε τεντωμένο σχοινί, χωρίς δίκτυο προστασίας από κάτω. Έτσι κι αλλιώς τα πράγματα ποτέ δεν έχουν μία όψη. Ότι φαίνεται φωτεινό για κάποιους φαντάζει κατασκότεινο, ενώ το –περίφημο- κοινώς αποδεκτό είναι –για λιγότερους ίσως- απολύτως απαράδεκτο. Ας θυμηθούμε ότι όταν στην αρχαιότητα οι Έλληνες μιλούσαν για διαλεκτική, εννοούσαν την τέχνη να φτάνει κανείς στην αλήθεια, μέσω της σύγκρουσης αντίθετων απόψεων, όπως συμβαίνει στον Πλάτωνα.  

Το «Λεξικό του απόλυτου κυνισμού» είναι ταυτόχρονα χρήσιμο, διότι προσπαθεί να νομιμοποιήσει κάποιες αιρετικές απόψεις, με επιχείρημα τις βαριές υπογραφές αυτών που τις διατυπώνουν και όχι βαθυστόχαστες αναλύσεις. Τελικά αυτές οι απόψεις ίσως και να μην είναι τόσο… αιρετικές. Ίσως, μάλιστα, να πρόκειται για κοινές απόψεις, που παραμένουν για μεγάλα διαστήματα σιωπηλές μέσα στους ανθρώπους. Λόγια σαν κι αυτά που έλεγαν μεταξύ τους τρεις τύποι, οι οποίοι βρέθηκαν ινκόγκνιτο στη Θεσσαλονίκη τότε –προ δεκαετίας- με αφορμή την έκδοση του λεξικού. Ένας φίλος που καθόταν στη μπάρα του «Αλέα», του κλασικού μπαρ που βρίσκεται στον πεζόδρομο της Ισαύρων, τους είδε να κάθονται σε ένα τραπεζάκι στη γωνία, κάτω από τη φωτογραφία του Χόμφρει Μπόγκαρτ στην «Καζαμπλάνκα», λουσμένους από κόκκινο φως και ήχους πνευστών της τζαζ, ορκίζεται ότι τους αναγνώρισε. Ήταν μια παρέα από τρεις γίγαντες της ιστορίας και του ευρωπαϊκού πνεύματος που μιλούσαν για την επανάσταση. «Το να αναζητεί κανείς την ευτυχία σε τούτη τη ζωή!



Ιδού σε τι συνίσταται το αληθινό επαναστατικό πνεύμα» είπε ο πρώτος, ο Νορβηγός Ερρίκος Ίψεν, ο θεατρικός συγγραφέας που έγραψε πιο ωμά από οποιονδήποτε για τους «Βρυκόλακες» που εμπεριέχουν μέσα τους οι άνθρωποι, ο καθένας ξεχωριστά και όλοι μαζί. «Μόλις εξατμιστεί η Επανάσταση, αυτό που μένει είναι ο βούρκος μιας νέας γραφειοκρατίας. Οι αλυσίδες της πολύπαθης ανθρωπότητας είναι φτιαγμένες από σφραγίδες και επίσημο χαρτομάνι» ψιθύρισε ο δεύτερος, ο τραγικός και συνάμα τρυφερός μέσα στους εφιάλτες του Φραντς Κάφκα, ο οποίος κάτι παραπάνω ξέρει για το θέμα. Και ο τρίτος, ο γνωστός και μη εξαιρετέος Ναπολέων Βοναπάρτης, που μίλησε τελευταίος και λόγω ηλικίας ξεκαθάρισε με ύφος που δε σήκωνε αντιρρήσεις -ίσως λόγω της συνήθειας που αποκτά κάποιος που έχει στρατιωτική ιδιότητα- το εξής: «Στις επαναστάσεις υπάρχουν δύο είδη ανθρώπων: εκείνοι που τις κάνουν και οι άλλοι που επωφελούνται από αυτές».