Skip to main content

Οι επενδύσεις του '60 αλλάζουν το βιομηχανικό προφίλ της Θεσσαλονίκης

Από Voria.gr
Τα διυλιστήρια ESSO Papas, η τσιμεντοβιομηχανία ΤΙΤΑΝ, ο φόβος του ΣΒΒΕ για την Ευρώπη και οι... επικίνδυνες αντιρρήσεις κατά τη δικτατορία.

Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1960 η ανάπτυξη της βιομηχανίας του ελληνικού Βορρά συνεχίστηκε. Μόνο που, πλέον, τον τόνο της εξέλιξης δεν έδιναν οι παραδοσιακοί κλάδοι (κλωστοϋφαντουργία κ.λπ.), ούτε οι παραδοσιακές επιχειρήσεις. Μια νέα γενιά επενδύσεων εμπλούτισε τη βιομηχανική –και γενικότερα τη μεταποιητική- υποδομή της Μακεδονίας, επιβεβαιώνοντας ότι και στην καινούρια αυτή φάση η Θεσσαλονίκη θα αποτελούσε βασική συνιστώσα της παραγωγικής βάσης της χώρας. Ανάμεσα στις επιχειρήσεις που ξεκίνησαν εκείνη την περίοδο τις δραστηριότητές τους είναι το διυλιστήριο της ESSO Papas (ο αρχικός προϋπολογισμός της επένδυσης ήταν 200 εκατ. δολ., ποσό που αντιστοιχούσε στο 33% του συνόλου της τότε ελληνικής βιομηχανίας, τα πετροχημικά ΕΘΥΛ, το χαλυβουργείο της ΑΕΕΧ, η Goodyear, το εργοστάσιο παραγωγής λιπασμάτων, η Ελληνική Βιομηχανία Ζαχάρεως, που ενίσχυσε τη θέση της παραγωγής τροφίμων στο σύνολο της βιομηχανικής παραγωγής της περιοχής, η Siemens, η ταπητουργία «Ανατολή», καθώς και τα εργοστάσια της τσιμεντοβιομηχανίας ΤΙΤΑΝ και της ΞΥΛΟΠΑΝ, που κατασκεύαζε τεχνητή ξυλεία. Δύο μονάδες, οι οποίες μαζί με τα σιδηρουργεία εξυπηρετούσαν την έντονη ανοικοδόμηση εκείνης της περιόδου.  

Με αυτά τα δεδομένα η «ακτινογραφία» της μακεδονικής βιομηχανίας εκείνης της εποχής συμπεριελάμβανε τα ακόλουθα: τρόφιμα 43%, κλωστοϋφαντουργία 34%, δομικά υλικά 8% και σιδηρουργία 7%. Το 1963 ο ρυθμός αύξησης της παραγωγής της μακεδονικής βιομηχανίας ήταν μόλις 2,37% -εξαιτίας της πτώσης στην κλωστοϋφαντουργία, που οφείλονταν και στο κλείσιμο της ΥΦΑΝΕΤ. Το 1964 ο ρυθμός στο 14,7% έναντι 10,6% που ήταν ο µέσος πανελλαδικός όρος και το 1965 διαμορφώθηκε στο 14,8%, σαφώς καλύτερος έναντι του πανελλαδικού 12, 5%. Ως αποτέλεσµα της θετικής διαφοράς του αναπτυξιακού ρυθµού υπέρ της Μακεδονίαςη συµµετοχή της στην ελληνική βιοµηχανική παραγωγή έφτασε στο 12%, αλλά απείχε ακόμη από το 18% του 1939.



Ο φόβος της Ευρώπης

Το κλίμα ευφορίας που υπήρχε εκείνη την εποχή δεν ήταν, πάντως, ικανό να καθησυχάσει τη διοίκηση του Συνδέσμου των βιομηχάνων της Μακεδονίας, που έβλεπε ότι η προσαρμογή της ελληνικής βιοµηχανίας στις συνθήκες της ένταξης στις ευρωπαϊκές κοινότητες δεν ήταν ικανοποιητική. Κι αυτό για τρεις λόγους:

Πρώτον, το κράτος δέσµευε ή κατηύθυνε το µέγιστο µέρος των ιδιωτικών κεφαλαίων σε κρατικές επενδύσεις ή σε συνεταιρισµούς µέσω της Αγροτικής Τράπεζας, µε προφανή βλάβη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και απαξίωση των δυνατοτήτων της.

Δεύτερον, η αναιμική παρουσία της ΕΤΒΑ, που είχε ιδρυθεί για να οργανώσει την μακροπρόθεσμη βιομηχανική πίστη, κάτι που δεν συνέβη τουλάχιστον στη Βόρεια Ελλάδα. Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους: Το 1966 έγινε γνωστό από τις εφημερίδες ότι το 60% των πιστώσεων της ΕΤΒΑ είχαν χορηγηθεί σε 26 µόνον βιοµηχανίες, που όλες ήταν εγκατεστηµένες στο κέντρο και - µε µία εξαίρεση - είχαν δάνεια πολλαπλάσια από τα ίδια κεφάλαια τους. Την ίδια στιγµή, οι βιοµήχανοι της Μακεδονίας δεν µπορούσαν να λάβουν δάνεια µεγαλύτερα από το 30% του κεφαλαίου τους. Και το καλύτερο: η τότε διοίκηση της ΕΤΒΑ που αναγκάστηκε να απαντήσει απέδωσε την υποχρηµατόδοτηση της µακεδονικής βιοµηχανίες σε «καθυστερήσεις», για τις οποίες υπεύθυνη ήταν η έλλειψη ενδιαφέροντος (!) των βιοµηχάνων, οι οποίοι δεν προσκόµιζαν «πλήρη στοιχεία» στις τράπεζες.

Τρίτον, η αύξηση των εισαγωγών και η αδιαφορία του κράτους απέναντι στη συνεχιζόµενη µετανάστευση.

Εκτός από αυτά οι βιομηχανίες της Μακεδονίας είχαν εκείνη την περίοδο να αντιμετωπίζουν μεγάλα θέματα αθέμιτου ανταγωνισμού. Από τα ζητήματα που η διοίκηση του Συνδέσμου έθεσε στην κυβέρνηση το καλοκαίρι του 1966 προκύπτουν τα ακόλουθα:

1.    Δεν υπήρχε ακόμη εξίσωση της τιµής του βιοµηχανικού ρεύµατος µεταξύ Αθηνών (όπου ίσχυε ακόµη το τιµολόγιο της Power) και της Θεσσαλονίκης (όπου ίσχυε το τιµολόγιο της ∆ΕΗ). Σειρά υπουργών είχαν αποδεχτεί το αίτηµα, αλλά κανείς δεν το είχε ικανοποιήσει.

2.    Η ΕΤΒΑ είχε παραδώσει τη διαχείριση εργοστασίων που είχαν αναστείλει τη λειτουργία τους στους εργατικούς συνεταιρισμούς, οι οποίοι χάρη στην ευνοϊκή χρηµατοδότηση της τράπεζας, πουλούσαν σε μειωμένες τιμές.

3.    Οι αγροτικοί συνεταιρισμοί επέκτειναν τη δράση τους στο βιοµηχανικό τοµέα με προνομιακούς όρους, αφού διέθεταν άφθονη χρηµατοδότηση µε ελάχιστο επιτόκιο από την Αγροτική Τράπεζα.



Αναπτυξιακός νόμος

Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύονται στον τόμο για τα πρώτα 100 χρόνια λειτουργίας του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος ο νόμος του 1967 «περί συµπληρώσεως της περί κινήτρων διά βιοµηχανικάς επενδύσεις κειµένης νοµοθεσίας» αποτέλεσε σταθµό στην ιστορία της ελληνικής νοµοθεσίας αναπτυξιακών κινήτρων, διότι δεν περιορίστηκε σε φορολογικές διευκολύνσεις, αλλά προχώρησε και σε σοβαρή επιδότηση του επιτοκίου από το Δηµόσιο για επενδύσεις µεσαίου και µεγάλου µεγέθους. Ενώ όµως οι φορολογικές διευκολύνσεις κλιµακώνονταν προοδευτικά υπέρ της Περιφέρειας, ευνοώντας την επαρχιακή βιοµηχανία, η επιδότηση επιτοκίου ίσχυε για ολόκληρη την επικράτεια. Έτσι, ατονούσε η προστασία της επαρχιακής βιοµηχανίας και εξαλείφονταν τα κίνητρα για επενδύσεις στην περιφέρεια, κάτι που αποδείχθηκε στην πράξη, αφού στη διάρκεια του 1967 πάνω από το 90% των αδειών ίδρυσης νέων µονάδων δόθηκαν σε επιχειρήσεις της Αττικής 744.  

Επικίνδυνες… αντιρρήσεις

Στη διάρκεια της δικτατορίας 1967-1974, το µηνιαίο δελτίο του Συνδέσμου Βιομηχάνων Μακεδονίας, που το καλοκαίρι του 1968 μετονομάστηκε σε Σύνδεσμο Βιομηχάνων Βορείου Ελλάδος (ΣΒΒΕ) ήταν ένα από τα ελάχιστα έντυπα στο οποίο διατυπωνόταν κριτική σε βάρος των κυβερνητικών αποφάσεων. Για παράδειγµα, η θέσπιση βαρύτερου φόρου κληρονοµιάς παρουσιάστηκε ως µέτρο «το οποίο προβληµατίζει κάθε βιοµήχανο» αναφορικά µε την επιβίωση και το µέλλον της µονάδας του. Οι ανατιµήσεις στο τιµολόγιο του λιµανιού επικρίθηκαν ανοιχτά. Το ίδιο και η θέσπιση ενιαίου προγράµµατος προµηθειών του Δηµοσίου, το οποίο υπήρχε κίνδυνος να υλοποιείται αποκλειστικά στην Αθήνα, σε βάρος της περιφέρειας. Επίσης, ο Σύνδεσμος δεν έκρυψε την αντίδρασή του για την γενική αύξηση των κατώτατων ηµεροµισθίων κατά 15% ούτε και για τη συνεχιζόµενη «άτακτη» δραστηριότητα των γεωργικών βιοµηχανικών συνεταιρισµών.