Skip to main content

Η «επιχειρηματικότητα της ανάγκης» πνίγει τη Θεσσαλονίκη

Από τις μπουτίκ, τα βίντεο κλαμπ και τα ίντερνετ καφέ, στο street food, τα καφέ και τα μίνι μάρκετ που ορισμένα λειτουργούν ακόμα και 24 ώρες το 24ωρο

Οι άνθρωποι της αγοράς αναγνωρίζουν δύο μεγάλες κατηγορίες επιχειρηματικότητας –επομένως και επιχειρηματιών.

Στην πρώτη ανήκουν οι επιχειρηματικές προσπάθειες που ξεκινούν με όραμα. Είτε πρόκειται για μια καινούρια ιδέα, είτε για τη συνέχεια μιας υφιστάμενης δραστηριότητας. Οι άνθρωποι που κινούνται σε αυτή την κατεύθυνση έχουν μελετήσει τα πράγματα σε κάποιο βάθος και γνωρίζουν αφενός τις ανάγκες της αγοράς σε συνδυασμό με τις δυνατότητες του συστήματος που οι ίδιοι και οι συνεργάτες τους μπορούν να δημιουργήσουν και αφετέρου διαβλέπουν την προοπτική σε βάθος μερικών ετών τουλάχιστον. Βάζουν κάτω χαρτί και μολύβι και οι λογαριασμοί τους δεν έχουν μόνο προσθέσεις και αφαιρέσεις. Πρόκειται για ορθολογικό τρόπο προσέγγισης μιας οποιουδήποτε τύπου επιχειρηματικής δραστηριότητας, η επιτυχία της οποίας έχει καλές πιθανότητες επιτυχίας, αναλόγως της επάρκειας του εμπνευστή και οργανωτή της.

Στη δεύτερη κατηγορία ανήκει η επιχειρηματικότητα της ανάγκης. Για την ακρίβεια της βιοποριστικής ανάγκης όσων καταλήγουν να την ασκούν. Συνήθως πρόκειται για ανθρώπους οι οποίοι θα ήθελαν να εργάζονται στη δουλειά κάποιου άλλου –ιδιωτική ή δημόσια- με όρους και αμοιβή που να τους ικανοποιεί. Επειδή δεν το πετυχαίνουν προσανατολίζονται στην μικρή επιχειρηματικότητα, που για τους ίδιους συχνά ταυτίζεται με την αυτοαπασχόληση, η οποία –μάλιστα- δεν απαιτεί και κάποια ιδιαίτερη δεξιότητα. Σε αυτή την περίπτωση οι επιλογές του αντικειμένου υπακούν συνήθως στη συγκυρία και το γενικότερο περιβάλλον της περιοχής. Αν και σε ορισμένες περιπτώσεις οι ιδέες αποδεικνύονται καλές, κυρίως διότι καλύπτουν υπαρκτές ανάγκες της αγοράς ή μιας περιοχής και μάλιστα γρήγορα και ευέλικτα, στις περισσότερες αναπαράγουν με ελάχιστες παραλλαγές γνωστά μοτίβα της αγοράς. Στη Θεσσαλονίκη –για παράδειγμα- κάποτε είχαμε για μόδα τις μπουτίκ με τα γυναικεία ρούχα, αργότερα τα βίντεο κλαμπ, πριν από λίγα χρόνια τα internet cafe και κατά καιρούς διάφορα άλλα. Τώρα η περιοχή διανύει τις μέρες της εστίασης –κυρίως των καφέ και του street food. Αλλά και των mini market, τα οποία παραμένουν ανοιχτά από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το βράδυ, επτά ημέρες την εβδομάδα, ενώ ορισμένα από αυτά λειτουργούν 24 ώρες το 24ωρο, όπως συνέβαινε παλαιότερα με κάποια κομβικά περίπτερα. Είναι, μάλιστα, τόση η υπερπροσφορά υπηρεσιών στους συγκεκριμένους τομείς, που ενδεχομένως θα αναλογούσε σε πόλη με αισθητά μεγαλύτερο πληθυσμό. Ακόμη και οι χώροι φιλοξενίας (ξενοδοχεία, πανδοχεία, βραχυχρόνιες μισθώσεις κλπ.) έχουν αυξηθεί αδικαιολόγητα πολύ, ενώ διαφαίνεται ότι το «χειρόφρενο» που ανέβηκε λόγω πανδημίας έχει, πλέον, κατέβει.

Είναι λογικό κι επόμενο όλο αυτό το σκηνικό να προκαλεί προβληματισμό στα ακόλουθα πεδία:

Πρώτον, στην προοπτική αυτών των κινήσεων σε βάθος χρόνου. Συνήθως είναι περιορισμένη, κάτι που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι σε πολλά σημεία ανάλογες επιχειρήσεις ανοιγοκλείνουν, διότι πάντα κάποιος θα πιστεύει χωρίς τεκμηρίωση ότι το δικό του concept, επί του ιδίου αντικειμένου στην ίδια γωνία είναι καλύτερο και επομένως θα πάει καλύτερα από το προηγούμενο που δεν τα κατάφερε κι έκλεισε.

Δεύτερον, στην απώλεια κεφαλαίων, καθώς για να στηθεί μία έστω μικρή επιχείρηση απαιτούνται χρήματα, τα οποία επενδύονται προερχόμενα από οικονομίες, οικογενειακά και φιλικά δάνεια, εκποίηση ακινήτων, σπανιότερα από τραπεζική χρηματοδότηση. Κάποιοι, λοιπόν, χάνουν χρήματα πριν απωλέσουν και τις ελπίδες τους.

Τρίτον, στην ψευδαίσθηση της οικονομικής άνθησης και της αύξησης της απασχόλησης που δημιουργείται στο κοινωνικό σύνολο. Όπως αποδεικνύεται πάντα στην οικονομία, οι κατασκευές που αντί για θεμέλια στηρίζονται σε πήλινα πόδια κάποια στιγμή καταρρέουν, συνήθως γρήγορα.

Σε ό,τι αφορά την οικονομία της Θεσσαλονίκης, με αυτή την «επιχειρηματικότητα της ανάγκης» δεν μπορεί να πάει πολύ μακριά. Ακριβέστερα είναι καταδικασμένη να παραμείνει στάσιμη, εκτός και αν ως εκ θαύματος η πόλη εξελιχθεί σε δημοφιλή προορισμό και οι δρόμοι της κατακλύζονται σε μόνιμη βάση από ξένους επισκέπτες. Εάν γίνει δηλαδή κανονικός τουριστικός προορισμός, κάτι που δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα. Διότι η οικονομική κατάσταση κατά την οποία σε μία περιοχή ο ένας εξυπηρετεί τον άλλο, δεν έχει νόημα όταν ο τελικός λογαριασμός είναι αρνητικός. Για παράδειγμα όλοι χαίρονται να γνωρίζουν πως αν χρειαστούν κάτι μέσα στα μαύρα τα μεσάνυχτα ή την Κυριακή υπάρχει στη γωνία ένα mini market έτοιμο να εξυπηρετήσει, αλλά κανείς δεν ψάχνει να δει με ποιο τρόπο και ποιο κόστος παραμένει σε λειτουργία αυτή η επιχείρηση που τη χρειάζονται ως καταναλωτές μία φορά το μήνα, το δίμηνο, το τρίμηνο ή τον χρόνο!

Αντίθετα, σε ένα σκηνικό αναλώσιμων επιχειρήσεων –και μάλιστα αυστηρά εντός του πολεοδομικού ιστού-, που συντηρείται από την ανακύκλωση ανθρώπων και καταστάσεων και ταυτόχρονα καίει διαρκώς «φρέσκα» καύσιμα, πολλές παραγωγικές δυνάμεις παραμένουν εγκλωβισμένες. Από αδυναμία, από συνήθεια ή επειδή δε μπορούν να φανταστούν ή και να δουν κάτι διαφορετικό.

Με δύο λόγια: το αισιόδοξο σενάριο για το αναπτυξιακό μέλλον της Θεσσαλονίκης σε σημαντικό βαθμό θα εξαρτηθεί από την προώθηση της κανονικής επιχειρηματικότητας, που συνδυάζει τεχνογνωσία, όραμα και υγιή κεφάλαια. Από τον δυναμισμό που πιθανόν θα επιδείξει ο πρωτογενής τομέας, δηλαδή η αγροτική οικονομία. Από την αναγέννηση του δευτερογενούς τομέα, με την ενδυνάμωση και τον εκσυγχρονισμό των υφιστάμενων και την ίδρυση νέων μεταποιητικών και με εξαγωγικό προσανατολισμό επιχειρήσεων στη Σίνδο ή στο Καλοχώρι. Από την ευδοκίμηση της νέας επιχειρηματικότητας, που να συνδυάζει την καινοτομία, την ψηφιακότητα και την εξωστρέφεια. Από την ανάδειξη της περιοχής σε διαμετακομιστικό σύμπαν, με επίκεντρο το λιμάνι και δορυφόρους τα logistics και τις μεταφορές. Από την πιστοποίηση στην πράξη της Θεσσαλονίκης ως τουριστικού προορισμού 12μηνης διάρκειας, κάτι που αν το παραλιακό μέτωπο αξιοποιηθεί γρήγορα και δημιουργικά δεν είναι απίθανο να συμβεί. Εάν όλα αυτά ανθίσουν, το εμπόριο –μικρό η μεγαλύτερο- και οι υπηρεσίες –σύγχρονες ή παραδοσιακές- θα αναπτυχθούν και θα προσφέρουν, διαφορετικά τα νερά θα παραμείνουν βαλτωμένα, παρασύροντας στον βυθό πολλούς ανθρώπους και πολλές καταστάσεις.