Skip to main content

Η επιβίωση του εμποράκου περνάει από τον αθέμιτο ανταγωνισμό

Οι μικρότεροι μετέρχονται όλα τα μέσα προκειμένου να επιβιώσουν, να φτάσουν στο τέλος του επαγγελματικού τους βίου και να βγουν-επιτέλους-στη σύνταξη.

Τα στοιχεία των τελευταίων ημερών έρχονται από διαφορετικές πλευρές και ο συνδυασμός τους επιβεβαιώνει ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα τα ελληνικής οικονομίας: τον υπερεπαγγελματισμό. Την διασπασμένη σε εκατοντάδες χιλιάδες κομματάκια μικρή επιχειρηματικότητα, που εν πολλοί αποτελεί τροχοπέδη, τόσο για την εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών και για την έξοδο της οικονομίας από τη στασιμότητα, όσο και για την επικράτηση συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού.    

Σημειώστε:

1. Στην Ελλάδα είναι εγκατεστημένα τα περισσότερα κατά κεφαλήν POS ανάμεσα στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Περίπου 49.000 ανά ένα εκατομμύριο κατοίκους.

2. Το 20% από αυτά τα POS δεν έχουν χρησιμοποιηθεί ούτε μία φορά. Βρίσκονται παρατημένα και σκονισμένα σε κάποια συρτάρια.

3. Τον Οκτώβριο δεν αποδόθηκε στην εφορία ΦΠΑ της τάξεως των 203,1 εκατ. ευρώ. Πρόκειται για ΦΠΑ που εισέπραξαν οι επαγγελματίες και οι επιχειρήσεις, αλλά δεν το απέδωσαν στο κράτος. Χώρια οι αδήλωτες, οι «γκρίζες» συναλλαγές που γίνονται χωρίς αποδείξεις ή τιμολόγια ενδεχομένως και από τις εταιρίες και τους επαγγελματίες που δεν απέδωσαν ένα ποσοστό ή το σύνολο του ΦΠΑ που εισέπραξαν.

Ο συνδυασμός αυτών των στοιχείων δημιουργούν ένα παζλ, το οποίο αποτυπώνει με αξιόπιστο τρόπο τι ακριβώς συμβαίνει σε ένα σημαντικό κομμάτι της αγοράς. Κάποιοι τοποθέτησαν POS διότι είναι υποχρεωτικό και το πρόστιμο τσουχτερό, αλλά με διάφορες δικαιολογίες στην πράξη δεν το χρησιμοποιούν. Κάποιοι άλλοι που μπορεί να το χρησιμοποιούν εισπράττουν ΦΠΑ –κατά κανόνα 24% της τιμής των προϊόντων που πωλούν- αλλά δεν το αποδίδουν, απλώς το ενθυλακώνουν. Οι υπόλοιποι, όσοι είναι συνεπείς και τυπικοί στις υποχρεώσεις τους, υφίστανται αθέμιτο ανταγωνισμό, στον οποίο συχνά δεν αντέχουν. Κάτι που αποτελεί αντικίνητρο στην επιχειρηματικότητα και αποθαρρύνει ανθρώπους οι οποίοι θα ήθελαν να δοκιμάσουν και να δοκιμαστούν.

Το μεγάλο κακό για την οικονομία είναι ότι όσοι μετέρχονται αυτές τις παράτυπες – παράνομες μεθόδους στο επιχειρείν συχνά δεν το κάνουν για να κερδίσουν πολλά ή έστω περισσότερα. Ιδιαίτερα οι μικρότεροι μετέρχονται όλα τα μέσα προκειμένου απλώς να επιβιώσουν. Να φτάσουν μέχρι το τέλος του επαγγελματικού τους βίου και να βγουν –επιτέλους!- στη σύνταξη, που κι αυτήν θα την πάρουν πετσοκομμένη.

Η αλήθεια είναι ότι στην Ελλάδα σπανίως λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Ίσως διότι φοβόμαστε το φάντασμα που κρύβεται πίσω από κάθε λέξη. Το κάνουμε, βέβαια, αλλά σε οριακές στιγμές, όταν η καταστροφή όχι μόνο έχει γίνει, αλλά είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού κι επομένως αναπόφευκτη. Εν προκειμένω το θέμα του υπερεπαγγελματισμού, με τις εκατοντάδες χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις, και του προβλήματος που δημιουργεί στο οικονομικό οικοσύστημα της χώρας η τρόικα το κατάλαβε πολύ γρήγορα. Μόνο που δεν μπόρεσε να το περάσει ούτε στους πολιτικούς, ούτε στους εκπροσώπους των παραγωγικών φορέων. Ποτέ και κανένας υπουργός δεν ομολόγησε ανοιχτά το συγκεκριμένο πρόβλημα, διότι τότε θα έπρεπε να εισηγηθεί λύσεις, που είναι αντιδημοφιλείς. Ποτέ και κανείς πρόεδρος Συνδέσμου ή Επιμελητηρίου δεν είπε στα μέλη του «Συνάδελφοι δυστυχώς είμαστε πολλοί και αν αυτό δεν αλλάξει, εάν δεν γίνουμε λιγότεροι με συγχωνεύσεις, αποχωρήσεις και λουκέτα, δεν πρόκειται να δούμε άσπρη μέρα». Αντίθετα σε όλες τις συζητήσεις με υπουργούς και προέδρους το νόημα είναι πως θα γίνει να σωθούν όλοι οι –ηρωικοί- μικρομεσαίοι μαγαζάτορες, επαγγελματίες, επιχειρηματίες. Κι επειδή κάποια απάντηση για τα χάλια μας πρέπει σε κάθε περίπτωση να υπάρχει, οι συζητήσεις αυτές καταλήγουν στο μόνο βέβαιο συμπέρασμα: Εδώ και περίπου 200 χρόνια ανεξαρτησίας φταίει το ελληνικό κράτος, το οποίο αποτελούμε όλοι εμείς. Φταίνε και οι πολιτικοί, τους οποίους εμείς εκλέγουμε.

Σε πρόσφατη χαρτογράφηση της επιχειρηματικότητας της χώρας βρέθηκε μικρομεσαίος νομός με 139 καταστήματα πώλησης υποδημάτων! Για να επιβιώσουν όλα αυτά οι άνθρωποι της περιοχής και οι επισκέπτες θα πρέπει να είναι… σαρανταποδαρούσες. Κι επειδή είναι απολύτως βέβαιον ότι δεν είναι η ερώτηση είναι «πώς επιβιώνουν αυτές οι 139 επιχειρήσεις;». Ας μη το κουράζουμε.

Δεν χρειάζεται διδακτορικό για την απάντηση, η οποία έχει αρκετές πτυχές. Πουλούν ακριβά, δεν κόβουν αποδείξεις, είναι «κοκκινισμένοι» στην εφορία, τα ασφαλιστικά ταμεία, τις τράπεζες. Ειδικά τα τελευταία χρόνια με τις απανωτές ρυθμίσεις που γίνονται και που δρομολογούνται η ψευδαίσθηση της βιωσιμότητας είναι παρούσα στην καθημερινότητα. Επομένως τίποτε δεν θα αλλάξει. Ούτε για τους… υπεράριθμους, ούτε, όμως, και για τους άλλους, που επιμένουν να «παλεύουν» με τιμιότητα. Τι ψάχνουμε; Στην Ελλάδα ακόμη και η ελεύθερη αγορά, η πεμπτουσία του καπιταλισμού, είναι ειδικού τύπου!