Skip to main content

Οι εξαγωγές λιπασμάτων κρίνουν το μέλλον στις τιμές των τροφίμων - Ρυθμιστής η Ρωσία

Η Ρωσία επιχειρεί ντόμινο αυξήσεων στην αγορά τροφίμων παγώνοντας προσωρινά τις εξαγωγές. Ο ρόλος της Κίνας και η εικόνα των τιμών.

Σε τεντωμένο σχοινί ακροβατεί η αγορά τροφίμων, αφού το κόστος παραγωγής ανεβαίνει με ρυθμό γεωμετρικής προόδου και οι καταναλωτές ήδη βλέπουν βασικά προϊόντα να έχουν αυξημένη την τιμή τους μέρα με τη μέρα.

Η εξίσωση λιπάσματα - σιτηρά αποδεικνύεται πρόβλημα για δυνατούς λύτες, καθώς ο πολέμος στην Ουκρανία αφορά δύο χώρες σιτοβολώνες της Ευρώπης, ενώ την ίδια ώρα οι Ρώσοι έχουν τη δυνατότητα να προκαλέσουν ντόμινο αυξήσεων στα τρόφιμα, κρατώντας τα σκήπτρα στις εξαγωγές λιπασμάτων διεθνώς.

Ο Βλαντιμίρ Πούτιν, βλέποντας τις οικονομικές κυρώσεις από ΗΠΑ και Ευρώπη να προκαλούν σοβαρές αναταράξεις στην οικονομία της Ρωσίας, ανταπάντησε μέσα στην εβδομάδα μέσω του υπουργού Βιομηχανίας της χώρας του, Ντένις Μαντούροφ, ο οποίος ανακοίνωσε την προσωρινή αναστολή εξαγωγών λιπασμάτων.

Κατά τους οικονομικούς αναλυτές, πρόκειται για ένα «τεστάρισμα» νεύρων στην ευρωπαϊκή αγορά τροφίμων κυρίως, αφού η Ρωσία αποτελεί τον νούμερο ένα εξαγωγέα λιπασμάτων στον κόσμο.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2020, η αξία των εξαγωγών λιπασμάτων της Ρωσικής Ομοσπονίας αγγίζει τα 7 δισ. δολάρια. Ένα τέτοιο «πάγωμα» στις εξαγωγές δημιουργεί ένα τεράστιο κενό στην παγκόσμια αγορά και πρόκειται να οδηγήσει σε σημαντικές αυξήσεις.

Η Κίνα, που σε διπλωματικό επίπεδο δεν έχει εκφραστεί σε μεγάλο βαθμό για τον πόλεμο στην Ουκρανία, ευνόησε ουσιαστικά τη Ρωσία στο να προχωρήσει σε αναστολή εξαγωγών. Το Πεκίνο, γνωρίζοντας ότι η μεγαλύτερη πληθυσμιακά χώρα του κόσμου είναι μια χαώδης αγορά παραγωγής προϊόντων αγροδιατροφής, προχώρησε ήδη σε αναστολή των εξαγωγών νιτρικών λιπασμάτων από τον περασμένο Οκτώβριο, κρατώντας αποθέματα για τις εγχώριες καλλιέργειες. Η αξία των εξαγωγών των κινεζικών λιπασμάτων ανέρχεται σε 6,57 δισ. δολάρια.

Οι δύο ηγέτες στην εξαγωγή λιπασμάτων που κρατούν το 24,4% των παγκόσμιων εξαγωγών, μαζί με την ήδη αποκλεισμένη από την παγκόσμια αγορά Λευκορωσία, θέτουν εκτός πάνω από το 1/4 των παγκόσμιων εξαγωγών λιπάσματος, δρομολογώντας εξελίξεις.

Ως εκ τούτου το βάρος πέφτει σε ΗΠΑ και Καναδά, αφού και η Λευκορωσία, που είναι ψηλά, αντιμετωπίζεται από τη Δύση, όπως και η Ρωσία, όσον αφορά τις εξαγωγές και τις οικονομικές συναλλαγές.

Τα σκαμπανεβάσματα της ουρίας

Η ουρία, εκ των βασικών λιπασμάτων που χρησιμοποιείται παγκοσμίως στη γεωργία, στα μέσα του χειμώνα παρουσίασε εκτίναξη της τιμής της διεθνώς. Η τιμή άγγιξε και τα 1.000 δολάρια τον τόνο, ενώ το τελευταίο διάστημα υποχώρησε στα 745 δολάρια.

Η τιμή της ουρίας αναμένεται να καθορίσει τις εξελίξεις γύρω από το κόστος της παραγωγής.

Πιθανότατη έλλειψη εισαγωγών από τη Ρωσία και την Ουκρανία σε σιτηρά, αλλά και η αναστολή εισαγωγών από άλλες χώρες, όπως η Βουλγαρία και η Ουγγαρία, θα φέρει ανακατατάξεις στην αγορά βασικών πρϊόντων τους επόμενους μήνες, εάν το κόστος των δυσεύρετων λιπασμάτων πάει και πάλι στα ύψη.

Οι διεθνείς αναλυτές προμηνύουν νέο κύμα αυξήσεων, αφού το ράλι τιμών στο φυσικό αέριο είναι συνώνυμο με την άνοδο τιμών στα λιπάσματα.

Προβλήματα ωστόσο στον εφοδιασμό της επισιτιστικής αλυσίδας δεν φαίνεται να προκύπτουν όσον αφορά τις χώρες του δυτικού κόσμου. Δεν φαίνεται να ισχύει όμως το ίδιο για πολλές χώρες του τρίτου κόσμου, που βασίζονται στο φτηνό λίπασμα για τη βελτίωση των καλλιεργειών τους με στόχο την παραγωγή προσιτών προϊόντων αγροδιατροφής.