Skip to main content

Η υγρασία και η ακαταστασία της Θεσσαλονίκης έχουν κάτι από Λίβερπουλ

Ο Τζον Λένον υπήρξε μέλος του κορυφαίου ποπ συγκροτήματος του 20ου αιώνα, ενώ μια παράλογη δολοφονία δεν του άφησε περιθώρια να φθαρεί.

«Φαντάσου πως δεν υπάρχει παράδεισος /
είναι εύκολο αν προσπαθήσεις. /
Κανένας κάτω από μας /
από πάνω μας μόνο ο ουρανός».  


«Φαντάσου όλοι οι άνθρωποι /
να ζουν για το σήμερα.
Φαντάσου ότι δεν υπάρχουν χώρες /
δεν είναι δύσκολο να το κάνεις /
τίποτα για να σκοτώσει ή να πεθάνει κανείς /
και καμιά θρησκεία, επίσης».

Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 τα νέα διαδίδονταν αργά, τουλάχιστον σε σχέση με τις σημερινές ταχύτητες. Στο πεδίο των μέσων ενημέρωσης κυριαρχούσαν οι εφημερίδες, ενώ το ραδιόφωνο και οι κουβέντες από στόμα σε στόμα, κυρίως μέσω του τηλεφώνου, ήταν οι δύο άλλοι τρόποι αναμετάδοσης των νέων. Η τηλεόραση υπήρχε βέβαια, αλλά έπαιζε λίγες ώρες από το απόγευμα μέχρι τα μεσάνυχτα και ήταν ασπρόμαυρη. Όταν, λοιπόν, σχετικά νωρίς το πρωί της Δευτέρας 8 Δεκεμβρίου 1980, στο σπίτι της οικογένειας ενός 18χρονου Θεσσαλονικιού κτύπησε το μαύρο, βαρύ τηλέφωνο και η μητέρα του τον κάλεσε δείχνοντας του το ακουστικό, γιατί τον ζητούσε ο φίλος του ο Ηλίας, εκείνος δεν έκρυψε την έκπληξή του.

- Έλα Ηλία τι έπαθες πρωί πρωί;
- Δεν τα ’μαθες;
-Τι να μάθω;
- Σκότωσαν τον Τζον Λένον.
- Τι; Πως;
- Άνοιξε το ραδιόφωνο ν’ ακούσεις τις ειδήσεις.
- Καλά. Θα τα πούμε αργότερα.  

Η επόμενη κίνηση του 18χρονου της ιστορίας μας –ας τον ονομάσουμε Γιώργο- ήταν να ανοίξει το ραδιόφωνο και να περιμένει το δελτίο ειδήσεων. Το σήμα της ώρας σάλπισε, η μουσική των ειδήσεων ακούστηκε και ο εκφωνητής –τότε τα δελτία ειδήσεων τα διάβαζαν εκφωνητές με πτυχίο από δραματική σχολή ως πιστοποίηση της καλής άρθρωσης, όχι δημοσιογράφοι- ξεκίνησε τη μονότονη και άχρωμη εκφώνηση. Πρώτα τα εσωτερικά. Τα πολιτικά. Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, η κυβέρνηση, η αντιπολίτευση κατά σειρά κοινοβουλευτικής δύναμης. Κάτι από οικονομία κι αν υπήρχε αστυνομική είδηση. Στο τέλος: «Και μια διεθνής είδηση. Στις 11 το βράδυ ώρα Νέας Υόρκης δολοφονήθηκε έξω από το σπίτι του στο Μανχάταν ο Βρετανός μουσικοσυνθέτης Τζον Λένον». Μάλιστα. Ο άνθρωπος που συνυπογράφει τα κομμάτια των Μπιτλς, ο τραγουδοποιός που έγραψε το Imagine και αποφάσισε να μη στείλει το γιό του στο σχολείο επειδή δε γούσταρε το εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά να του μάθει ο ίδιος γράμματα, χαρακτηριζόταν στο δελτίο ειδήσεων του ελληνικού κρατικού ραδιοφώνου ως… Βρετανός μουσικοσυνθέτης. Το σκέτο Τζον Λένον, χωρίς ιδιότητα, δεν έφτανε. Άλλωστε τι είναι ένας άνθρωπος χωρίς την επαγγελματική τρόπον τινά ιδιότητά του. Ένα σκέτο όνομα, δηλαδή τίποτα!.

Σήμερα 8 Δεκεμβρίου 2019 συμπληρώνονται 39 χρόνια από τη δολοφονία του Τζον Λένον. Από έρευνες που έχουν γίνει όλα αυτά τα χρόνια πιστοποιήθηκε ότι οι περισσότεροι θυμούνται καλά το που, πότε και με ποιόν τρόπο πληροφορήθηκαν τη δολοφονία του. Κάτι ανάλογο –ενδεχομένως πιο διευρυμένο- ισχύει και για το κτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, στους Δίδυμους Πύργους. Για το 1980 η είδηση της δολοφονίας είχε τρομακτική απήχηση και λόγω της βιαιότητα της. Άλλωστε ο Λένον ήταν ο ένας από τους δύο ηγέτες του δημοφιλέστερου ποπ συγκροτήματος της ιστορίας και ταυτόχρονα μια έντονα επιδραστική προσωπικότητα στον κόσμο του rock & roll circus.      
 
Για πολλούς η αθωότητα του ροκ και των Παιδιών των Λουλουδιών σκοτώθηκε το καλοκαίρι του 1969. Αρχικά στη Γιορτή Ουτοπίας του Γούνστοκ της Νέας Υόρκης, στο οποίο πρωταγωνίστησε ό Τζίμι Χέντριξ διασκευάζοντας προκλητικά τον Εθνικό Ύμνο των ΗΠΑ. Ο κιθαρίστας που δύο χρόνια νωρίτερα είχε γίνει θρύλος, όταν στο φεστιβάλ του Μοντερέι έκαψε κι έσπασε την κιθάρα του στο τέλος της συναυλίας. Στο Γούνστοκ υπήρξαν δύο θάνατοι, ένας από υπερβολική δόση ναρκωτικών κι ένας από ατύχημα. Λίγες εβδομάδες μετά το Γούνστοκ, στο Άλταμοντ της Καλιφόρνια, όπου οι  Grateful Dead είχαν την ιδέα να οργανώσουν το… Γούντστοκ της Δυτικής Ακτής, στο οποίο έπαιξαν και οι Ρόλινγκ Στόουνς. Εκεί οι Hell’s Angels (Άγγελοι της Κόλασης), οι παραβατικοί δερματοφορεμένοι μακρυμάλληδες και μουσάτοι καβαλάρηδες μηχανών Harley Davidson, που ελλείψει άλλων εναλλακτικών είχαν αναλάβει τη φύλαξη εγκαταστάσεων και καλλιτεχνών, έδωσαν τέσσερις μαχαιριές σε αφροαμερικανό, ο οποίος ξεψύχησε. Μετά από αυτό το καλοκαίρι και τους τρεις βίαιους θανάτους τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο. Από τη μία το συντηρητικό κατεστημένο βρήκε την ευκαιρία να κλείσει τους λογαριασμούς του με αυτούς που «πολεμούσαν» τον πόλεμο του Βιετνάμ, τους επαναστάτες που με «όπλα» κιθάρες, ενισχυτές και έκλυτο βίο αμφισβητούσαν το αμερικάνικο όνειρο. Από την άλλη οι ροκ ήρωες, οι οποίοι ή «έφυγαν» νωρίς από τη ζωή κυνηγώντας τα ουτοπικά τους όνειρα στις ουσίες ή συμβιβάστηκαν με τα πολλά εκατομμύρια των συμβολαίων για δίσκους και συναυλίες. Ευτυχώς οι Μπιτλς ως συγκρότημα είχαν προλάβει επί της ουσίας να διαλυθούν.

Λίγα χρόνια μετά η επίσημη ληξιαρχική πράξη θανάτου της όποιας αθωότητας είχε απομείνει στο μουσικό κίνημα της δεκαετίας του 1960 σφραγίστηκε ανεξίτηλα στην είσοδο μιας πολυκατοικίας στο Μανχάταν. Ήταν 8 Δεκεμβρίου 1980, όταν ένας ψυχωτικός, καταθλιπτικός 25άχρονος έστησε καρτέρι στον Τζον Λένον, τον οποίο δολοφόνησε πισώπλατα  με πέντε σφαίρες, έξω από το σπίτι του. Εκείνος επέστρεφε από το στούντιο, μετά την ηχογράφηση ενός προφητικού –όπως αποδείχθηκε- τραγουδιού με τίτλο «Walking on thin ice». Ο παραλογισμός, η τρέλα έχουν κατά καιρούς διάφορες ερμηνείες, αντανακλάσεις και… μεταφράσεις. Στο λεξικό της δεκαετίας του 1980 οι λέξεις αυτές συνοδεύονται από τη φωτογραφία του Μαρκ Τσάπμαν, έτσι έλεγαν τον τύπο που πρώτα ζήτησε αυτόγραφο από τον Λένον, μετά πυροβόλησε με την ψυχρότητα ενός γκάγκστερ και στη συνέχεια περίμενε να τον συλλάβουν. Τα 80’s, που έμελλε να αποβούν καθοριστική περίοδος για το οικονομικό και γενικότερο μέλλον του πλανήτη –στην αρχή με την επέλαση του Ρήγκαν στις ΗΠΑ και της Θάτσερ στην Αγγλία και στο τέλος με τον Γκορμπατσόφ και την πτώση του Τείχους του Βερολίνου- είχαν ξεκινήσει ένα ψυχρό βράδυ στο Μανχάταν, όπως τους άξιζε: απροσδόκητα, σκληρά, βίαια.  
 
«Φαντάσου όλοι οι άνθρωποι /
να ζουν ειρηνικά. /
Μπορείς να με πεις ονειροπόλο /
αλλά δεν είμαι ο μόνος. /
Ελπίζω να έρθεις μαζί μας μια μέρα /
και ο κόσμος να είναι σαν ένας. /
Φαντάσου καμία ιδιοκτησία /
αναρωτιέμαι αν μπορείς. /

Δεν υπάρχει ανάγκη για απληστία ή πείνα /
μια αδελφότητα του ανθρώπου /
φαντάσου όλοι οι άνθρωποι /
να μοιράζονται όλο τον κόσμο. /
Μπορείς να με πεις ονειροπόλο /
αλλά δεν είμαι ο μόνος /
ελπίζω να έρθεις μαζί μας μια μέρα /
και ο κόσμος να ζήσει ως ένα.
 
Ο Τζον Λένον υπήρξε μέλος του κορυφαίου ποπ συγκροτήματος του 20ου αιώνα, ενώ μια παράλογη δολοφονία δεν του άφησε περιθώρια να φθαρεί ή να εκφυλιστεί. Επομένως δύσκολα κάποιος μπορεί να του προσάψει κάτι. Αλλά προφανώς το Imagine δεν υπήρξε η καλύτερη μελωδία του 20ου αιώνα, ούτε τα λόγια του αποτελούν πολιτικό μανιφέστο άξιο λόγου. Ούτε καν ο ευρύτερος λόγος του τροβαδούρου ήταν ότι βαθύτερο έχει ειπωθεί στην εποχή του, ακόμη και σε επίπεδο της ποπ και ροκ μουσικής σκηνής. Αλλά είναι το φρέσκο μέχρι σήμερα αεράκι που φυσούν οι Μπιτλς στις ψυχές των ανθρώπων και η τρέλα του αφανισμού του, που ανυψώνουν την παρουσία του Λένον ως σύμβολο.

ΥΓ. Στα μέσα της εβδομάδας, αργά το απόγευμα της μέρας που στη Θεσσαλονίκη ψιλόβρεχε, φυσούσε Βαρδάρης κι έκανε το πρώτο πραγματικό κρύο του φετινού χειμώνα, ένα αδύνατος άνδρας, με ευγενική φυσιογνωμία, ίσια μακριά μαλλιά και στρόγγυλα γυαλιά χωρίς σκελετό, κατέβηκε από το τρένο που μόλις είχε φτάσει από την Αθήνα. Κουκουλώθηκε στο μακρύ του πανωφόρι, βγήκε από το κτήριο του Σιδηροδρομικού Σταθμού και κατευθύνθηκε προς την πλατεία Δημοκρατίας. Έτσι είχε σημειώσει εκείνος πάνω στο χάρτη το μέρος που οι Θεσσαλονικείς λένε «Βαρδάρης». Δεν κρατούσε ομπρέλα, οπότε προσπαθούσε όσο γινόταν να περπατάει κάτω από τα υπόστεγα, με τα χέρια στις τσέπες. Λίγο πριν φτάσει στην πλατεία κοντοστάθηκε, έλεγξε τι έγραφε η επιγραφή του κτηρίου, μπήκε στην είσοδο του ξενοδοχείου και κατευθύνθηκε στο σαλόνι, όπου τον περίμενε μια γιαπωνέζα μεγαλύτερης ηλικίας. Φιλήθηκαν και τράβηξαν προς το ασανσέρ για να ανέβουν στο δωμάτιο, που ήταν στον τελευταίο όροφο, με προσανατολισμό πάνω στο δρόμο και στο βάθος είχε θέα έβλεπε το λιμάνι. Όταν βρέθηκαν στο ύψος της ρεσεψιόν η 40χρονη που είχε βάρδια εκείνη την ώρα τα έχασε. Αγαπούσε από μικρή τη μουσική χάρη στον πατέρα της και τον μεγαλύτερο αδελφό της και είχε μεγάλη αδυναμία στα τραγούδια των Μπίτλς. «Τι δουλειά έχει στο ξενοδοχείο μας ο Τζον Λένον;» αναρωτήθηκε. Και πριν προλάβει να απαντήσει τον άκουσε να λέει –ή έτσι της φάνηκε- στη γιαπωνέζα: «Αυτή η πόλη νομίζω ότι μου πάει, έχει την υγρασία και την ακαταστασία του Λίβερπουλ».