Skip to main content

Η υπομονή και το σχέδιο λείπουν από την αγορά της Θεσσαλονίκης

Η αγωνία του «ο σώζων εαυτόν σωθείτω» επικρατεί συντριπτικά, κάτι που ενδεχομένως να είναι το μείζων αλλά ταυτόχρονα αποδεικνύεται παραλυτικό.

Το 2010, όταν η Ελλάδα υπέγραψε το πρώτο Μνημόνιο, οι περισσότεροι στη χώρα –πολιτικοί, οικονομικοί παράγοντες, επιχειρηματίες, εργαζόμενοι, πολίτες- πίστευαν ότι η οικονομική κρίση θα διαρκέσει δύο – τρία χρόνια, όχι περισσότερο. Η συνεχής επίκληση για «επιστροφή στο 2009» ήταν στα πρώτα χρόνια σταθερή… αποστροφή στο λόγο οποιουδήποτε ήθελε να στείλει μήνυμα αισιοδοξίας ή να υποδείξει το στόχο. Φυσικά όλοι αυτοί διαψεύστηκαν, αφού δέκα χρόνια μετά η ελληνική οικονομία αναζητά βηματισμό, κάτι που ίσχυε και πριν ξεσπάσει η καταιγίδα του κορωνοϊού.

Ασφαλώς πολλά άλλαξαν σε αυτή τη δεκαετία, αλλά η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει το μεγαλύτερο δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ ανάμεσα στις ανεπτυγμένες χώρες. Επίσης, πολύ μικρό ποσοστό του πλούτου που χάθηκε στα οκτώ χρόνια της ύφεσης έχει ανακτηθεί, η ανεργία εξακολουθεί να είναι από τις υψηλότερες στην Ευρώπη, το ιδιωτικό χρέος αυξάνεται επικίνδυνα, ενώ οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις είτε δεν ξεκίνησαν, είτε δεν έχουν ολοκληρωθεί.

Τον Μάρτιο του 2020, όταν ελήφθησαν τα πρώτα μέτρα για την πανδημία (lockdown, οικονομική στήριξη επιχειρήσεων και εργαζομένων, αναβολή οικονομικών υποχρεώσεων κ.λπ.) οι περισσότεροι ανάμεσα μας ήθελαν να πιστεύουν ότι μέχρι το καλοκαίρι –το αργότερο το φθινόπωρο- το πρόβλημα θα έχει ξεπεραστεί και η κανονικότητα θα επιστρέψει, πρωτίστως στην οικονομία και στην αγορά. Έπρεπε να φτάσει ο Νοέμβριος για να συνειδητοποιήσει το ελληνικό σύστημα ότι η πανδημία θα πάρει αρκετούς ακόμη μήνες για να ξεπεραστεί, οι οικονομικές συνέπειες της θα είναι μακροχρόνιες και το… 2019 μακρινό όνειρο. Το 2021 είναι χρονιά που προσφέρει ελπίδες, αλλά θα… κεράσει και απογοήτευση τους υπεραισιόδοξους αυτής της ζωής. Όπως και το 2022, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό.

Με όλα αυτά ενώπιον μας και την ανυπομονησία να αποτελεί βασικό συστατικό του χαρακτήρα των Ελλήνων, οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές για την ελληνική κοινωνία είναι γκρίζες. Ακόμη και αν με τους εμβολιασμούς το υγειονομικό πρόβλημα ξεπεραστεί σε μεγάλο βαθμό μέχρι το φθινόπωρο, η αποκατάσταση στα υπόλοιπα πεδία θα αργήσει. Η επόμενη ημέρα στην οικονομία, στις επιχειρήσεις, στην εργασία θα είναι διαφορετική και θα περάσουν μερικά χρόνια μέχρι το σκηνικό να γίνει πιο φωτεινό. Την ώρα της πιο σκληρής μάχης πάντα (πρέπει να) υπάρχει χώρος και χρόνος για να συζητηθεί το τι θα ακολουθήσει, όταν ο πόλεμος τελειώσει. Διότι το κακό θα περάσει -πάντα περνάει- και όσο πιο προετοιμασμένο είναι το σύστημα για τα επόμενα βήματα, τόσο γρηγορότερα θα έρθουν τα καλά αποτελέσματα.

Παρακολουθώντας κανείς τις ανακοινώσεις των συλλογικών φορέων των επιχειρήσεων και των εργαζομένων, αλλά και τις μεμονωμένες δηλώσεις επιχειρηματιών και ανθρώπων της αγοράς, αντιλαμβάνεται ότι σχεδόν κανείς σε αυτή τη φάση δεν ασχολείται με το μέλλον. Όλοι –ή σχεδόν όλοι για να μην είμαστε άδικοι- μιλούν με ορίζοντα εβδομάδων ή ολίγων μηνών. Η αγωνία του «ο σώζων εαυτόν σωθείτω» επικρατεί συντριπτικά, κάτι που ενδεχομένως να είναι το μείζων –αν δεν επιβιώσει μια επιχείρηση με ποιο μέλλον να ασχοληθεί;-, αλλά ταυτόχρονα αποδεικνύεται παραλυτικό και υπονομεύει τις προοπτικές. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι περισσότερες από τις μεμονωμένες εμπορικές επιχειρήσεις της Θεσσαλονίκης βρέθηκαν στο lockdown του Μαρτίου χωρίς e-shop και μέχρι σήμερα παραμένουν στην ίδια κατάσταση. Οι περισσότεροι έμποροι δεν ασχολήθηκαν καν με το θέμα προβάλλοντας τις δυσκολίες και το κόστος. Λες και αν υπήρχαν εύκολες και φτηνές λύσεις δεν θα τις εφάρμοζαν όλοι! Αλλά και ο ίδιος ο Εμπορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης προετοιμάζει εδώ και μήνες μια πλατφόρμα ηλεκτρονικού εμπορίου για να εξυπηρετήσει τα μέλη του, χωρίς να έχει καταφέρει μέχρι στιγμής να την ολοκληρώσει και να τη θέσει σε λειτουργία. Δεν πρόλαβε!

Αν κάτι (έπρεπε να) διδάξουν οι απανωτές κρίσεις στον επιχειρηματικό κόσμο –ιδιαίτερα στους μικρομεσαίους της πιάτσας- είναι η αξία της υπομονής και της πρωτότυπης σκέψης. Των νέων ιδεών. Η προσαρμοστικότητα του εμπόρου και η οξυδέρκεια ενός επιχειρηματία δεν μπορεί να εξαντλούνται στη φοροδιαφυγή, την φοροαποφυγή, την φοροκλοπή και την εισφοροαποφυγή. Χρειάζονται πιο δημιουργικές κινήσεις. Η επιτυχία στον επιχειρηματικό στίβο δεν είναι αυτονόητη, κάτι που αφορά όλες τις επιχειρήσεις, κάθε κλάδου και κάθε μεγέθους. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο υπάρχουν καταστήματα –αν αναφερθούμε στην αγορά της Θεσσαλονίκης- που πηγαίνουν καλά και άλλα που φυτοζωούν. Όπως υπάρχουν μεγαλύτερες επιχειρήσεις, οι οποίες αναπτύσσονται και άλλες, που παρά το λαμπρό τους παρελθόν, βαδίζουν από το κακό στο χειρότερο. Η μόνη σοβαρή δικαιολογία που υπάρχει είναι ότι στην Ελλάδα απουσιάζει πλήρως η καθοδήγηση των επιχειρήσεων. Η μεν κυβέρνηση εξαντλεί συνήθως το ενδιαφέρον της για το επιχειρηματικό σκηνικό σε τυπικές γραφειοκρατικού τύπου νομοθετικές διευθετήσεις, όπως, επίσης, και στη διασφάλιση ευρωπαϊκών κονδυλίων, τα οποία αξιοποιούν συνήθως με τετριμμένο τρόπο και τη βοήθεια ιδιωτών συμβούλων. Όσο για τους παραγωγικούς φορείς, οι οποίοι εκπροσωπούν τις επιχειρήσεις –Επιμελητήρια, Σύνδεσμοι κ.λπ.- λειτουργούν με ένα πνεύμα κλασικού συνδικαλισμού. Διότι για μια πιο ουσιαστική, βαθύτερη και αποτελεσματική προσέγγιση των καταστάσεων είναι δύσκολη υπόθεση. Χρειάζεται καθοδήγηση και ειλικρίνεια. Το να σωθούμε όλοι μαζί –πολύ περισσότερο να ευημερήσουμε όλοι μαζί- μέσα σε συνθήκες κρίσης είναι, απλώς, ανέφικτο.

ΥΓ. Κάτι ακόμη που αποδείχθηκε την περίοδο της κρίσης στην αγορά της Θεσσαλονίκης είναι ότι το παιχνίδι κυλάει προς την πλευρά των μεγάλων επιχειρήσεων, των εμπορικών κέντρων, των πολυκαταστημάτων, των διεθνών αλυσίδων. Όπως ακριβώς συνέβαινε και πριν από την κρίση, στις καλές εποχές, όταν «έδεναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα». Όπως λέγαμε στο σχολείο «μονά κερδίζω, ζυγά χάνεις». Τυχαίο; Ή μήπως μοιραίο;

ΥΓ2. Οι ιστορίες επιχειρήσεων που μέσα από μια κρίση και το ναυάγιο τους αναδύθηκαν και πάλι στον αφρό και την πρωτοπορία των πραγμάτων είναι πολλές. Και αφορούν ένα τοπικό μαζί στη Θεσσαλονίκη, που άλλαξε στιλ, τρόπο λειτουργίας, ακόμη και αντικείμενο και τα κατάφερε, αλλά και τις μεγαλύτερες εταιρείες στον κόσμο. Με την κρίση των τεχνολογικών επιχειρήσεων στις ΗΠΑ το 2000 η Google ήταν έτοιμη να κλείσει, αλλά τελικά άλλαξε φιλοσοφία και προγραμματισμό κι έφτασε να ηγείται του χώρου της. Όπως η Apple, που κινούμενη ανάμεσα στο λουκέτο, δηλαδή την πτώχευση, και την καινοτομία, αναδείχθηκε σε μία από τις μεγαλύτερες, περισσότερο επιδραστικές και εμβληματικές εταιρείες στον πλανήτη.