Skip to main content

Οι ιστορίες πίσω από τις δύο παλαιότερες φωτογραφίες της Θεσσαλονίκης

Τι δείχνουν οι φωτογραφίες για τον τρόπο ζωής, την αρχιτεκτονική αλλά και την αλλαγή της φυσιογνωμία της πόλης τις δεκαετίες του 1860 - 1870.

Περίπου 150 χρόνια έχουν περάσει από τότε που ένας περιηγητής από την Αυστρία, ο Γιόσεφ Σέκελυ, αποτύπωσε τη Θεσσαλονίκη μέσα από τον φωτογραφικό φακό όπως ακριβώς ήταν το 1863.

Αυτό το μοιραίο «κλικ» που έκανε τότε ο Σέκελυ στο πλαίσιο του ταξιδιού του στα Βαλκάνια χάρισε στην πόλη μας την πιο παλαιά, μέχρι τώρα, φωτογραφία της.

Δέκα περίπου χρόνια μετά, ο υποπλοίαρχος του βρετανικού πολεμικού ναυτικού Χέρμπερτ Σέυς αγοράζει ερχόμενος στη Θεσσαλονίκη μια φωτογραφία της πόλης, που έμελε να είναι η δεύτερη παλαιότερη μετά από αυτή του Σέκελυ.

Τις δύο αυτές φωτογραφίες μαζί και με άλλες απεικονίσεις και παλιούς χάρτες της Θεσσαλονίκης που βρίσκονται στο πλούσιο αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τράπεζας παρουσίασε χθες στην αίθουσα του Αρχαιολογικού Μουσείου ο αρχιτέκτονας και διευθυντής του Πολιτιστικού Κέντρου Θεσσαλονίκης του ΜΙΕΤ, Γιάννης Επαμεινώνδας.

Ο κ. Επαμεινώνδας έκανε μια ιστορική αναδρομή στο πώς ήταν τότε η Θεσσαλονίκη αλλά και η ζωή σε αυτή αλλά και το τι μαρτυρούν οι διαφορές μεταξύ των δύο πρώτων φωτογραφιών για την αλλαγή της φυσιογνωμίας της πόλης στις δεκαετίες του 1860 και 1870.

Μια «βρωμερή» πόλη

Η φωτογραφία του Σέκελυ

 

Στη φωτογραφία του Σέκελυ αποτυπώνονται για πρώτη και τελευταία φορά τα θαλάσσια τείχη της Θεσσαλονίκης, τα οποία προστάτευαν την πόλη από επιδρομές.

Στη φωτογραφία φαίνεται ξεκάθαρα η κλίση που είχαν τα τείχη, κατά πάσα πιθανότητα, όπως επισήμανε ο Γιάννης Επαμεινώνδας, για να αντέχουν στη δύναμη των κυμάτων.

Τα μαύρα σημαδάκια που αχνοφαίνονται στην εξωτερική πλευρά των τειχών εικάζεται ότι είναι σκουπίδια. Η φωτογραφία του 1863 αποτελεί μάλλον τρανή απόδειξη των αφηγήσεων εκείνης τη εποχής που παρουσίαζαν τη Θεσσαλονίκη ως μια βρωμερή πόλη της Μεσογείου, καθώς οι κάτοικοι πετούσαν τα σκουπίδια τους έξω από το τείχος κατευθείαν στη θάλασσα.

Μάλιστα, κάποιοι είχαν γράψει τότε ότι αν σκαρφάλωνες στον σωρό με τα σκουπίδια μπορούσες να φτάσεις μέχρι την κορυφή των τειχών.

Τα κτήρια του 1863 που χάθηκαν

Η Θεσσαλονίκη απομονωμένη τότε από τη θάλασσα λόγω του τείχους είχε μόνο ένα άνοιγμα μέσω του οποίου παραλάμβανε τα εμπορεύματα που έρχονταν από τα καϊκια.
Το άνοιγμα αυτό ονομαζόταν Πύλη του Γιαλιού και πλέον συμβολίζεται από τη διπλή αψίδα που υπάρχει στην αναπλασμένη πλατεία Χρηματιστηρίου, που τοποθετήθηκε στο ύψος που βρισκόταν άλλοτε η πύλη.

Η φωτογραφία αποτελεί επίσης τη μοναδική απεικόνιση του οκταγωνικού Πύργου της Αποβάθρας αλλά και της Πύλης του Βαρδαρίου (Χρυσής Πύλης).

Ο Πύργος της Αποβάθρας βρισκόταν εκεί που ενώνονται οι δρόμοι Κατούνη και Ηλία Οπλοποιού. Ο Πύργος φαίνεται ότι γκρεμίστηκε λίγα χρόνια μετά το θαλάσσιο τείχος ενώ ο Σαμπρή Πασάς μετέβη τότε μέχρι την Κωνσταντινούπολη προκειμένου να λάβει ειδική άδεια για την κατεδάφιση του.

Αντίστοιχα, η Πύλη του Βαρδαρίου η οποία μάλιστα είχε τριπλό τείχος προστασίας από τους πιθανούς εισβολείς και βρισκόταν στην έξοδο της σημερινής Εγνατίας προς Μοναστηρίου, κατεδαφίστηκε ώστε να διαπλατυνθεί ο δρόμος.

Στη φωτογραφία παρατηρεί ακόμα κανείς πέρα από γνωστά μνημεία όπως ο Λευκός Πύργος, η Αγία Σοφία, ο Άγιος Δημήτριος και η Ροτόντα, τις αποθήκες του λιμανιού, τον αρχαιολογικό χώρο της Τούμπας, την εβραϊκή συναγωγή αλλά και την καραντίνα, που υπήρχε στο λιμάνι, στην οποία οι επισκέπτες έμεναν έγκλειστοι για σαράντα ημέρες μέχρι να διαπιστωθεί η κατάσταση της υγείας τους.

Στον ορίζοντα της Θεσσαλονίκης του 1863 ξεχωρίζουν οι μιναρέδες από τα πάμπολα τζαμιά που υπήρχαν την εποχή εκείνη της οθωμανικής αυτοκρατορίας ενώ από κτήρια ευρωπαϊκού ρυθμού υπάρχει μόνο η οικία των Άμποτ.

Η αίσθηση που εκπέμπει η φωτογραφία είναι αυτή μιας πόλης κρυμμένης πίσω από σφαλισμένα τείχη, έξω από τα οποία κυριαρχεί ερημιά.

Δέκα χρόνια μετά

Η φωτογραφία του Σέις

 

Η εικόνα αυτή αλλάζει άρδην στη δεύτερη παλαιότερη φωτογραφία της Θεσσαλονίκης που έχει βρεθεί και η οποία χρονολογείται περίπου το 1873.

Στη φωτογραφία, η πόλη έχει «ελευθερωθεί» από τα θαλάσσια τείχη της με αποτέλεσμα να αποκαλύπτεται για πρώτη φορά η εντός των τειχών Θεσσαλονίκη, με τα μεσαιωνικά ξύλινα σπίτια της, τα νέα κτήρια και τα εντυπωσιακά τζαμιά.

Η φωτογραφία του Σέυς απεικονίζει μια πόλη που επιθυμεί διακαώς την εξωστρέφεια και τη σύνδεση της με τα Βαλκάνια και την Ευρώπη.

Με το γκρέμισμα των τειχών γίνεται έµπληση της θάλασσας και δηµιουργούνται ιδιωτικά οικόπεδα και η προκυµαία. Στο πανόραμα των τεσσάρων φωτογραφιών που βρίσκονται στην κατοχή του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τράπεζας, φαίνεται μαλιστα ξεκάθαρα η «Σκάλα των Ανατολικών».

Στόχος της τότε διοίκησης ήταν να δημιουργηθεί σιδηρόδρομος, ο οποίος θα ενώνεται με το λιμάνι προκειμένου να γίνεται άμεσα η μεταφορά των εμπορευμάτων.

Παρότι με την επένδυση της οικογένειας Χιρς κατασκευάστηκε ο σιδηρόδρομος, τα 100 πρώτα χιλιόμετρα του οποίου χτίστηκαν μόλις σε δύο χρόνια, δεν κατέστη δυνατή η ένωση του με το λιμάνι.

Για αυτόν τον σκοπό, δημιουργήθηκε μια διπλής κατεύθυνσης ζώνη μεταφόρτωσης, η λεγόμενη Σκάλα των Ανατολικών, μέσω της οποίας τα προϊόντα μεταφέρονταν γρήγορα και εύκολα από το λιμάνι στον σταθμό των τρένων.

Στη θέση της παλιάς καραντίνας έχει χτιστεί ένα άλλο καινούριο κτήριο, δίπλα στο τότε τελωνείο, ενώ πλέον διακρίνεται το πρώτο Δημαρχείο της πόλης τοποθετημένο στη συμβολή των σημερινών δρόμων Ίωνος Δραγούμη και Ιουστινιανού αλλά και η οικία Αλατίνι.

Στο λιμάνι φαίνονται ακόμα ξεκάθαρα οι μεγάλες αποθήκες του λιμανιού, στην περιοχή των οποίων υπήρχε η αγορά με τα βότανα, το λεγόμενο Μισίρ Τσαρσί (στη σημερινή οδό Αιγύπτου) ο Ιστηράς, η περιοχή όπου γινόταν η αποθήκευση και το εμπόριο των σιτηρών αλλά και τα βυρσοδεψεία.

Η πόλη εκτιμάται ότι εκείνη την περίοδο αριθμούσε τους 80.000 κατοίκους με τους Έλληνες να αποτελούν περίπου το 20% αυτών.