Skip to main content

Η κατάρρευση της Θεσσαλονίκης στον καιρό του κορωνοϊού ξεκίνησε 30 χρόνια πριν

Εκτός από κάποιες μεμονωμένες εξαιρέσεις η Θεσσαλονίκη ακόμη το… παλεύει με την ατζέντα της δεκαετίας του 1980 ή το πολύ του 1990

Σε πρόσφατες ραδιοφωνικές του δηλώσεις ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος, με αφορμή το αλαλούμ που οδήγησε στο να φουντώσει το δεύτερο κύμα της πανδημίας στη Θεσσαλονίκη, σχολίασε ότι η πόλη έχει υποβαθμιστεί την τελευταία 20ετία και σε πολιτικό, πολιτιστικό και οικονομικό επίπεδο. Ότι υπολείπεται, πλέον, πολύ, καθώς η βαρύτητα της απέχει από τη θέση, την ιστορία και την προοπτική. Ότι υποεκπροσωπείται σε όλα τα επίπεδα.

Ότι ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους αίφνης η κεντρική εξουσία ζητάει ευθύνες από τους τοπικούς παράγοντες, κάτι που δεν συνέβη αλλού –και πολύ περισσότερο- στην Αθήνα, όπου τα πράγματα αντιμετωπίζονται ως εθνικά και κανείς δεν ζητάει λόγο ή ευθύνες από κανέναν δήμαρχο και κανέναν περιφερειάρχη.

Χωρίς αμφιβολία όλα αυτά ισχύουν. Η Θεσσαλονίκη βρίσκεται τις τελευταίες δεκαετίες σε καθοδικό κύκλο. Αν, μάλιστα, δούμε τη μεγάλη εικόνα θα διαπιστώσουμε ότι σημείο εκκίνησης της υποχώρησης υπήρξε μια μείζονα εξέλιξη της παγκόσμιας ιστορίας στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Οι οικονομικές δυναμικές που πυροδότησε η πτώση του Ανατολικού μπλοκ και ο συνακόλουθος αχαλίνωτος καλπασμός της παγκοσμιοποίησης επηρέασαν άμεσα μια περιοχή λίγα χιλιόμετρα από το λεγόμενο «σιδηρούν παραπέτασμα», οι χώρες του οποίου εντάχθηκαν στον παραγωγικό ιστό που τροφοδοτούσε τις ανεπτυγμένες αγορές της Δύσης, πιέζοντας τα κοστολόγια και απλοποιώντας τις διαδικασίες. Η Ελλάδα –και ειδικότερα η Β. Ελλάδα και η Θεσσαλονίκη ως παραγωγικό επίκεντρο- για να ανταπεξέλθει στον ανταγωνισμό θα έπρεπε να κινηθεί στις ακόλουθες τέσσερις κατευθύνσεις, από τις οποίες δεν ακολούθησε καμία είτε εκ των πραγμάτων είτε επειδή δε γινόταν, είτε εκ παραλήψεως είτε επειδή έλειπε η βούληση, διαλέγετε και παίρνετε:

- Πρώτον, να γίνει χώρα χαμηλού εργατικού κόστους, κάτι ανέφικτο για μια ανεπτυγμένη χώρα, καθώς θα απαιτούσε την δραματική υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου για ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού.

- Δεύτερον, να αναπροσανατολίσει την παραγωγή της και γενικότερα το επιχειρηματικό της μοντέλο σε πιο σύγχρονη κατεύθυνση. Να αποκτήσει, δηλαδή, επιχειρήσεις ικανού μεγέθους, προσανατολισμένες στην παραγωγή προϊόντων αυξημένης εγχώριας προστιθέμενης αξίας. Προϊόντων επώνυμων και ποιοτικών, τα οποία με την αξιοποίηση μεθόδων του μάρκετινγκ θα ταξίδευαν σε όλο τον κόσμο με τη σφραγίδα «made in Greece». Κάτι που έγινε σε εξαιρετικά περιορισμένο ποσοστό, καθώς η ελληνική παραγωγή στην πλειοψηφία της –ακόμη και σε κλάδους με μεγάλη παράδοση, όπως η αγροδιατροφή- κινήθηκε εν πολλοίς με παραδοσιακό τρόπο και σε μεσαία επίπεδα ποιότητας και τιμών, με αποτέλεσμα η παρουσία των ελληνικών προϊόντων στις ξένες αγορές να επιτυγχάνεται περιορισμένα, με μεγάλο κόπο και μικρά περιθώρια κέρδους.

- Τρίτον, να αφοσιωθεί στην τεχνολογική εξέλιξη και αναβάθμιση. Να ενταχθεί στην πρώτη γραμμή της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης, που λες και δημιουργήθηκε με ελληνικές προδιαγραφές, αφού σε σημαντικό βαθμό διαγράφει γεωγραφικές συντεταγμένες, ασκείται από απόσταση και εξαρτάται από το ανθρώπινο κεφάλαιο.

- Τέταρτον, να επενδύσει δυναμικά στον νέο ζωτικό χώρο που ανοίχθηκε στα βόρεια σύνορά της, στο Ελντοράντο (sic) των Βαλκανίων και της ευρύτερης Νοτιοανατολικής Ευρώπης, κάτι που έγινε άναρχα και χωρίς οι ηρωικοί επιχειρηματίες που το τόλμησαν να έχουν κάποια σοβαρή στήριξη από το ελληνικό κράτος.

Αντί όλων αυτών η Θεσσαλονίκη απάντησε στις προκλήσεις της αποβιομηχάνισης και των «σβηστών φουγάρων» κυνηγώντας συνδυαστικά δύο –όπως αποδείχθηκε εκ του αποτελέσματος- χίμαιρες. Αφενός την ανάδειξή της σε κέντρο υπηρεσιών –χρηματοπιστωτικών, εκπαιδευτικών, ψυχαγωγικών κ.λπ.- και αφετέρου την εξ’ ορισμού διεύρυνση της εμβέλειας της προς Βορράν, στο σύνολο των Βαλκανίων. Μόνο που την εποχή μας τέτοιου τύπου στρατηγικές εξελίξεις δεν υλοποιούνται στον «αυτόματο πιλότο». Χρειάζεται σχεδιασμός, οργάνωση και μεσοπρόθεσμες -τουλάχιστον- επενδύσεις από το κράτος.

Στην Ελλάδα του συγκεντρωτισμού τίποτε από αυτά δεν επιχειρήθηκε καν να γίνει, εκτός από κάποια θεωρητικά σχήματα που αποδείχθηκαν «πουκάμισα αδειανά». Διότι την ώρα που η Ελλάδα στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 2000 αποκτούσε αυτοπεποίθηση ως χώρα μέλος της Ευρωζώνης, που σε λίγους μήνες οργάνωσε πολυδάπανους Ολυμπιακούς Αγώνες στην Αθήνα, κέρδισε το Euro στη Λισαβόνα και τον διαγωνισμό της Eurovision στο Κίεβο, ούτε πραγματική πολιτική βούληση υπήρξε, ώστε να παρθούν σημαντικές αποφάσεις, ούτε κονδύλια διατέθηκαν για να υποστηριχθεί ο ρόλος της Θεσσαλονίκης στην ευρύτερη περιοχή. Ίσως μόνο για λίγο μοιράστηκε με δανεικά κι αγύριστα κάποια «καθρεφτάκια κατανάλωσης», τα οποία ίσα ίσα εξασφάλιζαν ολιγοήμερες αποδράσεις στα μπιτς μπαρ της «σαν τη Χαλκιδική δεν έχει». Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του τι θα μπορούσε να γίνει, αλλά δεν έγινε: Η Ολυμπιακή Αεροπορία μπορούσε να μπαίνει μέσα εκατομμύρια ευρώ κάθε μήνα, επί χρόνια, για να εκτελεί οποιαδήποτε άλλα δρομολόγια, παρά για να συνδέει το αεροδρόμιο «Μακεδονία» απευθείας με τις βαλκανικές και τις παρευξείνιες πρωτεύουσες. Ένα δεύτερο παράδειγμα: Η Θεσσαλονίκη θα μπορούσε να έχει ένα παραγωγικό υπουργείο -με κονδύλια, στελέχη και σαφή αποστολή- που θα υπηρετεί επί της ουσίας τον νέο ρόλο της, που ήταν ρόλος για ολόκληρη τη χώρα, αλλά δεν το απέκτησε ποτέ.

Εν ολίγοις η ταχύτατη παραγωγική και οικονομική υποχώρηση της Θεσσαλονίκης στη δεκαετία του 1990 οδήγησε στην παρακμή της ευρύτερης περιοχής. Σημαντικές επιχειρήσεις έκλεισαν ή μετακόμισαν. Μαζί τους και οι άνθρωποι -επιχειρηματίες και στελέχη- που τις… έτρεχαν. Δηλαδή εξαιτίας της οικονομικής υποχώρησης η Θεσσαλονίκη απώλεσε τις προϋποθέσεις να κρατήσει ανθρώπινο δυναμικό ανάλογο με αυτό που από το 1960 έως το 1990 στήριξε την πρόοδό της και είχε ως σημείο αναφοράς το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Στερήθηκε επιχειρηματικών πρωτοβουλιών ευρέως φάσματος, αλλά και κάποιων δημιουργικών παρεμβάσεων της κεντρικής εξουσίας, όπως –για παράδειγμα- ο εκσυγχρονισμός του λιμανιού στη δεκαετία του 1960 και την αναβάθμιση της Διεθνούς Εκθέσεως μετά τη Μεταπολίτευση. Διότι σε αυτά τα 30 χρόνια –τόσο πριν, όσο και μετά τη Δικτατορία- στην πολιτική της σκηνή της Θεσσαλονίκης έδρασαν πολιτικές προσωπικότητες που έπαιξαν ευρύτερο ρόλο. Κάπως έτσι μετά το 1990, το 2000, ακόμη και μέχρι σήμερα, με διάφορες αφορμές –δουλειές, καριέρα, ασφυξία- πολλά φωτεινά μυαλά, άνθρωποι με ικανότητες, μετακόμισαν στην Αθήνα και στο εξωτερικό, για να υπηρετήσουν με καλύτερες προϋποθέσεις τα προσωπικά τους αιτήματα. Ως αποτέλεσμα η υποβάθμιση των θεσμών και φορέων, οι οποίοι όντας ελληνικού τύπου, δηλαδή εύπλαστοι, ευρύχωροι και… χαλαροί, συχνά παίρνουν οντότητα από αυτούς που τους υπηρετούν. Από την εκπροσώπηση στην κεντρική πολιτική σκηνή και την αυτοδιοίκηση, μέχρι το επιχειρείν, τα πανεπιστήμια, τον αθλητισμό και τον πολιτισμό οι λίγοι ηρωικοί που παρέμειναν και επιμένουν δεν είναι δυνατόν να σηκώσουν το βάρος των εξελίξεων. Γι’ αυτό στις περισσότερες συλλογικές εκπροσωπήσεις δεν υπάρχει ανανέωση, αλλά ανακύκλωση προσώπων. Όπως δεν υπάρχει ούτε ανανέωση ιδεών. Εκτός από κάποιες μεμονωμένες εξαιρέσεις η Θεσσαλονίκη ακόμη το… παλεύει με την ατζέντα της δεκαετίας του 1980 ή το πολύ του 1990.

ΥΓ. Η αλήθεια είναι ότι σήμερα κάτι φαίνεται ότι μεσοπρόθεσμα μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο. Αν και η οικονομική οπισθοδρόμηση που συνεπάγεται η πανδημία ενδέχεται να δημιουργήσει προσκόμματα. Κάτι η υπερωρίμανση μεγάλων έργων, κυρίως του μετρό, αλλά εσχάτως και της επέκτασης της Περιφερειακής Οδού, κάτι η εμπλοκή ιδιωτών σε κομβικές υποδομές (λιμάνι, αεροδρόμιο, ΕΛΒΟ, εκθεσιακό κέντρο κ.λπ.), κάτι μερικές επενδυτικές εκπλήξεις όπως -για παράδειγμα- της Pfizer και της Cisco, κάτι η αναβάθμιση προνομιακών για την περιοχή κλάδων όπως η αγροδιατροφή, την επόμενη δεκαετία πιθανόν θα δούμε ενδιαφέροντα πράγματα.

ΥΓ 2. Όταν το 1992 ο Μπίλ Κλίντον τέθηκε αντιμέτωπος του πατέρα Μπους και κέρδισε την προεδρία των ΗΠΑ, βασικό σύνθημα στην προεκλογική του εκστρατεία ήταν η φράση «Είναι η οικονομία, ανόητε!». Την εμπνεύστηκε ο πολιτικός σχολιαστής και επικοινωνιολόγος James Carville και επειδή λειτούργησε απολύτως χρησιμοποιείται έκτοτε για να υπογραμμίσει ότι κανείς δεν μπορεί να υποτιμά τα αποτελέσματα των οικονομικών δεδομένων στην πορεία μιας κοινωνίας. Οικονομικά δεδομένα που εξαρτώνται τόσο από την πρωτοβουλία του εγχώριου και αλλοδαπού ιδιωτικού τομέα, όσο και από κανονιστικού και στρατηγικού τύπου πρωτοβουλίες της Πολιτείας. Στο δίλημμα «η κότα έκανε το αβγό ή το αβγό την κότα;» ταιριάζει μία και μόνη απάντηση. Και το ένα και το άλλο.