Skip to main content

Η κατάτμηση της άδειας των εργαζομένων

Μία διάταξη που δημιουργεί πολλά προβλήματα στην πράξη και που εμποδίζει τη συνεργασία μεταξύ των εργοδοτών και των εργαζομένων.
Μία διάταξη που δημιουργεί πολλά προβλήματα στην πράξη, που εμποδίζει την συνεργασία μεταξύ των εργοδοτών και των εργαζομένων και την εξυπηρέτηση των τελευταίων και που αποτελεί την αιτία επιβολής προστίμων εκ μέρους του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας σε πολλές επιχειρήσεις είναι εκείνη του άρθρου 8 του νόμου 549/1977.

Σύμφωνα με την διάταξη αυτή, προκειμένου να κατατμηθεί η άδεια των εργαζομένων σε δύο περιόδους είτε πρέπει να συντρέχουν ιδιαίτερες σοβαρές και επείγουσες ανάγκες της επιχείρησης είτε πρέπει να αιτηθούν την εν λόγω κατάτμηση οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, επικαλούμενοι δικαιολογημένη αιτία. Και στις δύο όμως περιπτώσεις η επιχείρηση οφείλει πριν τη χορήγηση της άδειας να λάβει σχετική έγκριση από το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας.

 Η προβληματικότητα του ανωτέρω νόμου είναι προφανής στην πράξη: Ο εργαζόμενος, για προσωπικούς και οικογενειακούς του λόγους και προκειμένου να εξυπηρετηθεί και να αντιμετωπίσει έκτακτες ανάγκες του, αιτείται εσπευσμένα τη χορήγηση αδείας για τις αμέσως επόμενες ημέρες.

Στην περίπτωση αυτή, ο εργοδότης έχει δύο λύσεις:

α) να χορηγήσει κανονικά την άδεια, επιδιώκοντας να εξυπηρετήσει τον εργαζόμενο του, ο οποίος θα απουσιάζει δικαιολογημένα από την εργασία του λαμβάνοντας τις αντίστοιχες αποδοχές. Η κατάτμηση όμως αυτή της άδειας του εργαζόμενου θα πραγματοποιηθεί προφανώς χωρίς προηγούμενη έγκριση του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, αφού ο εργοδότης είτε δεν θα προλάβει εκ των πραγμάτων να κινήσει τις ανάλογες διαδικασίες είτε δεν θα είναι σε θέση να το κάνει, ιδίως εάν διατηρεί επιχείρηση που απασχολεί σε κάθε περιοχή της Ελλάδος από έναν ή δύο εργαζόμενους, οπότε, εν μέσω οικονομικής κρίσης, είναι βέβαιο ότι δεν θα έχει τη δυνατότητα να απασχολεί σε κάθε περιοχή και έναν επιπλέον εργαζόμενο επιφορτισμένο με το καθήκον της προσφυγής στην Επιθεώρηση Εργασίας για λήψη σχετικής έγκρισης κάθε φορά που ο μοναδικός συνάδελφός του αιτείται την κατάτμηση της άδειάς του. Σε περίπτωση βέβαια μη λήψης σχετικής έγκρισης από την Επιθεώρηση Εργασίας υφίσταται ο κίνδυνος σε ενδεχόμενο έλεγχο να επιβαρυνθεί η επιχείρηση με σχετικά πρόστιμα, πράγμα που συμβαίνει καθημερινά ή 

β) να αρνηθεί τη χορήγησή της, αποφεύγοντας έτσι την επιβολή προστίμων. Στην περίπτωση όμως αυτή, εάν ο εργαζόμενος αναγκασθεί τελικά να απουσιάσει από την εργασία του χωρίς την σύμφωνη γνώμη του εργοδότη του, αντιμετωπίζει με τη σειρά του τον κίνδυνο να θεωρηθεί η εν λόγω απουσία του παντελώς αυθαίρετη, να εκληφθεί ως οικειοθελή του αποχώρηση και να οδηγήσει εν τέλει στην απώλεια της θέσης εργασίας του χωρίς καν την καταβολή αποζημίωσης και χωρίς να υφίσταται η δυνατότητα λήψης επιδόματος ανεργίας από τον ΟΑΕΔ.

Καθίσταται λοιπόν σαφές ότι η ρύθμιση του ανωτέρω νόμου οδηγεί σε αδιέξοδο τόσο τον εργοδότη όσο και τον εργαζόμενο, μολονότι βέβαια αρχικός σκοπός του ήταν να προστατεύσει τον εργαζόμενο από αυθαίρετες κατατμήσεις της άδειάς του εκ μέρους του εργοδότη του και να του παράσχει τη δυνατότητα ξεκούρασης και αναψυχής σε συνεχόμενες ημέρες. Η ανάγκη αλλαγής του, κατά τρόπον, ώστε να μην απαιτείται έγκριση της Επιθεώρησης Εργασίας σε περίπτωση που την κατάτμηση της άδεις την αιτείται ο ίδιος ο εργαζόμενος, είναι άμεση και ορατή και πρέπει να επιτευχθεί με παρέμβαση τόσο του ΣΕΒ όσο και της ΓΣΕΕ.  Αναγκαίος βέβαια, θα είναι και ο έλεγχος από τις αρμόδιος αρχές της πραγματικής αιτίας της κατάτμησης της άδειας, εάν δηλαδή αυτή καταμερίσθηκε επειδή πραγματικά το ζήτησε ο εργαζόμενος ή επειδή το επέβαλε ο εργοδότης με πρόσχημα την αίτηση του εργαζόμενου.  Ο τελευταίος όμως κίνδυνος, ο οποίος ξεπερνιέται με τον πραγματικό έλεγχο, δεν μπορεί να αποτελεί εμπόδιο στην εξυπηρέτηση των εργαζομένων και να οδηγεί στην επιβολή δυσβάσταχτων προστίμων στις επιχειρήσεις, απλώς και μόνο επειδή θέλησαν να εξυπηρετήσουν το προσωπικό τους.