Skip to main content

Οι κίνδυνοι από την αδυναμία των τραπεζών να στηρίξουν την πραγματική οικονομία

Άρθρο στη Voria.gr του Μανόλη Βλαχογιάννη, εμπόρου και Α' αντιπροέδρου του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης.

Του Μανόλη Βλαχογιάννη*

Πριν από μερικές εβδομάδες είχα υποστηρίξει από τις φιλόξενες αυτές στήλες, στηριζόμενος κυρίως σε θεωρητικούς συλλογισμούς, ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα, έτσι όπως έχει διαρθρωθεί στην χώρα μας, αλλά και σε άλλες περιοχές του κόσμου, δεν θα μπορέσει να κατευθύνει την αυξανόμενη προσφορά ρευστότητας από την ΕΚΤ προς την χειμαζόμενη λόγω των συνεπειών της πανδημίας και των συνακόλουθων περιορισμών πραγματική οικονομία. Για το λόγο αυτό η δημόσια πολιτική που στοχεύει σεμια κατά το δυνατόν ταχεία ανάκαμψη της οικονομίας πρέπει να δημιουργήσει πρόσθετα και πιο αποτελεσματικά εργαλεία για την ενεργοποίηση της τελικής ζήτησης και την παροχή ρευστότητας στις επιχειρήσεις, λαμβάνοντας υπόψη και τις δυσμενείς επιπτώσεις της πανδημίας στην καταναλωτική συμπεριφορά. Η επιτυχής εφαρμογή ενός μάλλον ασυνήθιστου μέτρου, της επιστρεπτέας προκαταβολής, αλλά και η ισχυρή ζήτηση για τα προγράμματα περιφερειακών ενισχύσεων αντικατοπτρίζουν το μέγεθος των αναγκώνπου διαμορφώθηκαν για την μερική ανάσχεση των δυσμενέστατων επιπτώσεων για τις επιχειρήσεις, οι οποίες πλήττονται από την συνεχιζόμενη υγειονομική κρίση και τα επακόλουθά της, που δικαιώνουν τον νεολογισμό πολυπανδημία.

Η άποψη μου αυτή ενισχύθηκε με την είδηση και την συνοδευτική ανάλυση που δημοσιεύθηκε εκτενώς στην "Καθημερινή" της 20.12.2020 αναφορικά με την κατανομή της ρευστότητας που αντλήθηκε από το χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας σε εφαρμογή των μέτρων Ποσοτικής Επέκτασης που αποφάσισε για την αντιμετώπιση της ύφεσης η ΕΚΤ. Μικρό μόνο μέρος των 40 δισ. ευρώ που αντλήθηκαν κατευθύνθηκε για την παροχή δανείων προς τις επιχειρήσεις, ενώ τοσυντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό χρησιμοποιήθηκε για την αγορά χρεογράφων του δημοσίου ή παραμένει λιμνάζον υπό μορφή καταθέσεων. Εξάλλου τα δάνεια που βρήκαν το δρόμο τους για τις επιχειρήσεις και έχουν χαμηλότερο επιτόκιο λόγω της στήριξης του εγγυοδοτικού μηχανισμού του δημοσίου στην πλειοψηφία τους αναχρηματοδότησαν ήδη υφιστάμενα δάνεια και σίγουρα δεν προκάλεσαν την ενεργοποίηση της τελικής ζήτησης σε σημαντικό βαθμό.

Από το χρηματοπιστωτικό σύστημα προσφέρεται και μια ερμηνεία για το αποτέλεσμα αυτό. Από τις 830.000 ενεργές επιχειρήσεις της χώρας μόνο περίπου 30.000 έχουν πια πιστοληπτική ικανότητα, αυστηρά σύμφωνα με τα τραπεζικά κριτήρια, όπως αυτά διαμορφώνονται από την τρέχουσα διάρθρωσή του, που καθιστά απαγορευτική την ανάληψη πρόσθετων κινδύνων, και την δυσμενή συγκυρία αναιμικής ζήτησης και χαμηλής αναταξιμότητας της ελληνικής οικονομίας. Το λογικό επακόλουθο είναι εφιαλτικό για την χώρα αφούένας πολύ μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων, ας υποθέσουμε περί το 50% αυτών που δεν έχουν πιστοληπτική ικανότητα, δηλαδή 400.000 θα υποχρεωθεί να οδηγηθεί σε παύση εργασιώνκαι σε πτώχευση. Οι συνέπειες για την απασχόληση θα είναι καταλυτικές, αφού σε πρώτη φάση θα προστεθούν περί τους 600.000 άνεργοι και πιθανά πια μη απασχολήσιμοι. Το μακροοικονομικό περιβάλλον θα διαταραχθεί αποφασιστικά διακινδυνεύοντας την πορεία και την αποδοχή των μεταρρυθμίσεων, περιλαμβανομένου και του σχεδίου Πισσαρίδη.

Ελπίζω να έχει καταστεί σαφές στους διαμορφωτές της οικονομικής πολιτικής ότι ελλοχεύουν σοβαρές απειλές για την οικονομία για μια ιδιαίτερα μεγάλη περίοδο ίσως πια τριών και τεσσάρων ετών ακόμη και εάν δαμασθεί επιτυχώς στο προβλεπόμενο χρονικό διάστημα η υγειονομική κρίση. Σε καμία περίπτωση δεν συμμερίζομαι την αισιοδοξία τωνυποστηρικτών της θεωρίας του ελατηρίου, αντίθετα εκτιμώ ότι η τυχόν απουσία συνεκτικών πολιτικών ενίσχυσης της τελικής ζήτησης θα εξασθενήσει σημαντικά την αποτελεσματικότητα των μεταρρυθμιστικών σχεδίων. Στο βαθμό που η τελική ζήτηση επηρεάζεται όχι μόνο από τα τρέχοντα εισοδήματα, αλλά και από τις προσδοκίες για την μελλοντική εξέλιξή τους και το ύψος του συσσωρευμένου πλούτου, όπως εύστοχα παρατήρησαν ο Friedman για το πρώτο και ο Pigou για το δεύτερο, θα είναι εντελώς άστοχο και αντιπαραγωγικό να διολισθήσει η οικονομική πολιτική σε μια παγίδα εμπιστοσύνης, που θα τροφοδοτείται από τη διόγκωση της ανεργίας και την συνεχή απαξίωση του πλούτου, αποτέλεσμα μαζικών πτωχεύσεων και πλειστηριασμών.

Συμπερασματικά, η ανάκαμψη δεν μπορεί να στηριχθεί μόνο στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, που, επειδή δεν ανασυγκροτήθηκε και δεν ανακεφαλαιοποιήθηκε επαρκώς όταν δόθηκε η ευκαιρία το φθινόπωρο του 2015, έχει πλήρη αδυναμία να αναλάβει κινδύνους. Χρειάζεται η οικοδόμηση ενός διαρκέστερου συστήματος παροχής ρευστότητας στις δοκιμαζόμενες επιχειρήσεις. Είναι απαραίτητη η επεξεργασία μέτρων στήριξης της τελικής ζήτησης. Επιβάλλεται η αποτροπή πτωχεύσεων και πλειστηριασμών για ένα χρονικό διάστημα τριών ετών, ίσως και παραπάνω, αν επιμένει η καχεξία της τελικής ζήτησης.

*Ο Μανόλης Βλαχογιάννης είναι έμπορος και Α΄ αντιπρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης