Skip to main content

Η κοσμοπολίτικη και… μυστηριώδης Θεσσαλονίκη του Γιώργου Χρονά  

Ο ποιητής και εκδότης μιλάει στη voria.gr για τα 40 χρόνια που είναι στον χώρο των εκδόσεων και τη σχέση που απέκτησε με τη Θεσσαλονίκη.

Από το 1981, όταν κυκλοφόρησε το περιοδικό «Οδός Πανός» και ξεκίνησαν οι ομότιτλες εκδόσεις, κάθε χρόνο τέτοια εποχή ο Γιώργος Χρονάς βρίσκεται στην παραλία της Θεσσαλονίκης, στο Φεστιβάλ Βιβλίου. Επί 37 χρόνια –με μοναδική εξαίρεση το 2015 για λόγους υγείας- συναντά τους αναγνώστες και τους φίλους του συστήνοντας ο ίδιος τα βιβλία του.

Πρόκειται για μια συγκινητική σταθερότητα, που αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σε μια εποχή που τα πάντα –από το περιβάλλον και την αγορά μέχρι τις συνήθειες των ανθρώπων- αλλάζουν με μεγάλη ταχύτητα. Συχνά χωρίς προφανή λόγο.

Στη συνέντευξη που ακολουθεί ο ποιητής και εκδότης μιλάει γι’ αυτά τα 40 χρόνια και τη σχέση που απέκτησε με τη Θεσσαλονίκη. Αλλά και για τον εαυτό του, τη ζωή του, τον κόσμο του, τα βιβλία του, τους δασκάλους του, τα τραγούδια του, τις απώλειες του. Τελικά όλα δένουν μεταξύ τους.

-Κύριε Χρονά, μετά από τόσα χρόνια ποια είναι η σχέση σας με τη Θεσσαλονίκη;

«Μου αρέσει πολύ, διότι εγώ εδώ ζω στη δική μου πόλη. Η πόλη είναι αυτή που είναι, αλλά εγώ ζω σε μια δική μου. Η σημερινή Θεσσαλονίκη δε μοιάζει με την παλαιότερη, όταν ερχόμουν στις δεκαετίες του 1970, του 1980 και του 1990. Δεν μπορώ να εμποδίσω τις αλλαγές, ούτε εξετάζω εάν είναι προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο. Εγώ από τη Θεσσαλονίκη αυτό που ζητάω το παίρνω και το δίνω. Δε συναντώ, πλέον, τους παλιούς λογοτέχνες, ανάμεσά τους και τον ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο. Δε θέλω να τον ενοχλήσω. Γνωρίζω, όμως, καινούρια πρόσωπα. Λογοτέχνες και μη».

-Από τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 υπάρχει κάτι σταθερό που αναζητάτε στη Θεσσαλονίκη;

«Αυτό που θέλω είναι να ξεκουραστώ. Με ύπνο και σιωπή. Να σβήσει η εικόνα και το μέγεθος της Αθήνας. Να ηρεμήσω από το χάος που υπάρχει εκεί. Πολλοί στην Αθήνα εκπλήσσονται επειδή έρχομαι συχνά. Έρχομαι από μία εβδομάδα τον Οκτώβριο και το Φεβρουάριο, μαζί με τις 18 ημέρες του Φεστιβάλ Βιβλίου και άλλες πέντε στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου. Συνολικά περίπου 40 ημέρες».

-Ποιες αλλαγές εντοπίζετε;

«Υπάρχουν λιγότερα βιβλιοπωλεία και περισσότερες καφετέριες. Επίσης πωλούνται πολλά σάντουιτς και τυρόπιττες. Η πόλη έχει γεμίσει με μαγαζιά που προσφέρουν φαγητό με τρία, τέσσερα ή πέντε ευρώ. Προκαλούν τον περιπατητή να μη φάει στο σπίτι του, αλλά στο εστιατόριο».

Αν σας ρωτούσε κάποιος να του συστήσετε τη Θεσσαλονίκη τι θα λέγατε;

«Είναι μια κοσμόπολη με πολλά μυστήρια. Έχει ακόμη μυστικά η Θεσσαλονίκη. Κάθε μυστικό υπάρχει εφόσον το ψάχνεις για να το βρεις. Ακόμη και τον έρωτα πρέπει να τον ψάξεις. Εάν είσαι αδιάφορος άνθρωπος δεν θα τον βρεις. Υπάρχουν πολλές Θεσσαλονίκες. Άλλη είναι η Θεσσαλονίκη στους Αμπελόκηπους, άλλη στη Νεάπολη, άλλη στην Καλαμαριά».

Πώς βλέπετε τους ανθρώπους της Θεσσαλονίκης;

«Νομίζω ότι οι άνθρωποι που μένουν στη Θεσσαλονίκη παραμένουν όπως τους περιέγραψε ο Καζαντζίδης και όπως θα τους έλεγα κι εγώ. Ατόφιοι. Είναι άνθρωποι «φορτωμένοι» με τα προσωπικά τους, μερικά από τα οποία λένε και άλλα που δε λένε. Ακούνε όμως, αν θέλεις να τους πεις κάτι».

-Στις μέρες μας υπάρχουν περιθώρια για ατόφια πράγματα;

«Μπορεί τα πράγματα να μην είναι ατόφια, αλλά υπάρχουν ατόφιοι άνθρωποι. Που έχουν κουραστεί από τα πολλά συμφραζόμενα και λένε λίγα και καλά».

-Εσείς πως βλέπετε τον εαυτό σας τώρα που είστε 70 ετών;

«Έχω διάθεση επτάχρονου και το προνόμιο εάν κοιμηθώ το βράδυ και ξεκουραστώ, το πρωί να ξεκινήσω πάλι από την αρχή. Έχω το νευρικό σύστημα των αιλουροειδών, που είναι το πιο ισχυρό. Διότι πρέπει να ξέρετε ότι το μυστικό του κάθε λογοτέχνη έχει σχέση με το νευρικό του σύστημα. Εάν είναι καλό θα έχει την απόδοση που πρέπει σε συνδυασμό με την ευφυία του και το ταλέντο του. Εάν είναι διαλυμένο δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Εάν ένας λογοτέχνης βγάζει τα ρούχα του και τα πετάει στο πάτωμα βάσει του νόμου της βαρύτητας τι μπορείς να περιμένεις; Πολύ γρήγορα δεν θα μπορεί να εφαρμόσει ούτε το νόμο της αυτοσυντήρησης. Τα έχω δει με τα μάτια μου αυτά».

Τι σημαίνει για κάποιον να εκδίδει επί 37 χρόνια και το περιοδικό του να έχει φτάσει στο 179ο τεύχος;

«Φανταστείτε κάποιον 19 ετών ή 15 ή 16, στις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου, που διάβασε για πρώτη φορά την «Οδό Πανός», όταν πρωτοεκδόθηκε το 1981. Επειδή αγόρασε το περιοδικό ή επειδή το βρήκε στο σπίτι από τους γονείς του. Τώρα αυτός ο άνθρωπος είναι 37 χρόνια μεγαλύτερος. Έχει πάει στο στρατό, εάν ήταν αγόρι. Έχει διοριστεί, εάν σπούδασε. Έχει κάνει παιδιά, εάν παντρεύτηκε και ήθελε να κάνει παιδιά. Τα παιδιά του πιθανόν να βρίσκονται στο εξωτερικό, να έχουν παντρευτεί και ο ίδιος να έχει εγγόνια. Τριανταεφτά χρόνια είναι πολλά. Σκεφτείτε ότι κάποιοι πεθαίνουν στα 19 ή στα 23. Ακόμη και επτά μηνών. Όλα αυτά τα χρόνια βλέπω το κοινό μου, όπως ο παλιός έμπορος της Αθήνας ή του Λονδίνου. Ρωτάνε πολλοί «ακόμη κυκλοφορεί η Οδός Πανός;». Επειδή εκείνοι την εγκατέλειψαν νομίζουν ότι σταμάτησε. Κάποιοι αγοράζουν το καινούριο τεύχος, κάποιοι απλώς χαιρετούν, λένε ότι μεγάλωσαν με το περιοδικό και ότι έχουν κρατήσει τα παλιά του τεύχη. Κακά τα ψέματα, όταν επί 37 χρόνια είσαι φίλος με έναν άνθρωπο, με ένα συμμαθητή ή μια συμμαθήτρια, ακόμη και κι πηγαίνεις συνέχεια σε ένα χωριό που σου αρέσει, θέλεις κάτι άλλο ακόμη και για απλή αλλαγή. Πιστεύεις ότι αν κάνεις κάποιες αλλαγές θα αλλάξει και το κάρμα της ζωής σου».

-Υπάρχουν σταθεροί αναγνώστες τόσων χρόνων;

«Υπάρχουν, βέβαια, οι σταθεροί που μας στηρίζουν. Μη ξεχνάτε ότι όλοι οι εκδότες στηρίζονται από τους φανατικούς του βιβλίου. Γιατί τώρα πια οι άνθρωποι έχουν άλλα προβλήματα. Κάποτε κάθονταν κάτω από ένα δέντρο, έπιναν τον καφέ τους και διάβαζαν την εφημερίδα τους ή το βιβλίο τους. Και οι εφημερίδες και τα βιβλία συντηρούνται από τους φανατικούς αναγνώστες».

-Πολλοί διαβάζουν από το κινητό τους τηλέφωνο, το τάμπλετ ή τον υπολογιστή τους…

«Πιστεύουν ότι διαβάζουν και ότι έχουν τις ίδιες πληροφορίες, χωρίς να πληρώνουν. Η τυπογραφία είναι τυπογραφία. Scripta manent».

-Αυτή την εποχή τι πιστεύετε ότι ταιριάζει στους αναγνώστες της «Οδού Πανός»;

«Κάθε τεύχος στήνεται από την αρχή. Έχει ετερόκλητα πράγματα μέσα. Ακόμη και ειδήσεις από τις εφημερίδες, που δημοσιεύονται αυτούσιες. Μέσα από αυτές βλέπεις την κοινωνία της Ελλάδος. Τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος της. Έχουμε την είδηση ότι πέθανε η μάνα του και την κράταγε νεκρή στο σαλόνι».

-Πρόκειται για κλασικό μοτίβο, συμβαίνει εδώ και αιώνες…

«Δε βρισκόμαστε, όμως, ούτε στον 17ο, ούτε στον 18ο αιώνα. Βρισκόμαστε στον 21ο αιώνα. Οι άνθρωποι νομίζουν ότι ο κόσμος προχωράει, αλλά σε ορισμένους ανθρώπους η συμπεριφορά και η στάση της ζωής τους δεν έχει αλλάξει καθόλου. Γενικά λέμε ο κόσμος. Όμως ο κόσμος από τον κόσμο διαφέρει. Στην ουσία κάνουμε παρέα ή μιλάμε με αυτούς που μπορούμε να συνεννοηθούμε. Εγώ δεν έχω σκοπό να μιλήσω με ανθρώπους που δεν μπορώ να συνεννοηθώ, αλλά μόνο με αυτούς που νομίζω ότι μπορώ. Κι αν θέλουν. Διότι δεν έχω τίποτα να τους πείσω. Και δεν αγωνίζομαι να τους πείσω, δεν είμαι πολιτικός. Έχω ένα περιοδικό. Η Παξινού, πατριώτισσα μου Πειραιώτισσα, έλεγε την μεγαλύτερη αλήθεια για το εμπόριο. Ή μάλλον τη μεγαλύτερη ιδέα για το πως κάνουμε εμπόριο, έτσι νομίζω. Έλεγε «δεν υπάρχει κοινό, το κοινό εμείς το κάνουμε». Αλλά πρέπει να κάνεις την «Οδό Πανός» για να κάνεις κοινό. Όταν η «Οδός Πανός» κυκλοφόρησε το 1981 υπήρχαν άλλα λογοτεχνικά περιοδικά, που έκαναν μια χαρά τη δουλειά τους. Ήμουν ο μόνος εκδότης που πούλησε άγνωστα ονόματα. Κι έκανα εμπόριο βάζοντας δίπλα σε διάσημα ονόματα του εξωτερικού, όπως ο Φασμπίτερ, ο Τένεσι Ουίλιαμς και άλλοι, μια πωλήτρια κι έναν που έχει ένα μαγαζί, οι οποίοι έγραψαν ένα ποίημα».

-Ποια ήταν τα πιο εμπορικά τεύχη του περιοδικού, ποιους είχαν εξώφυλλο;

«Εξαιρετικά εμπορικό ήταν το τεύχος που είχε στο εξώφυλλο τη Μαλβίνα Κάραλη. Ήμουν στη Θεσσαλονίκη όταν πέθανε, στις 6 Ιουνίου 2002. Ήταν το μοναδικό αφιέρωμα που της έγινε. Επίσης τα τεύχη με τον Χατζιδάκι, πέντε ή έξι τεύχη, πηγαίνουν πολύ καλά. Επίσης το περιοδικό με εξώφυλλο τη Ζυράννα Ζατέλη έφτασε στα όρια του μπεστ σέλλερ».

-Και ποια τα πιο εμπορικά βιβλία των εκδόσεων «Οδός Πανός»;

«"Η περσινή αρραβωνιαστικιά" της Ζυράννας Ζατέλη πούλησε 25.000 αντίτυπα. Το πιο εμπορικό βιβλίο των εκδόσεων μέχρι τώρα. Το βιβλίο μου για τον Τζέιμς Ντιν έχει πάει στα 9,000 αντίτυπα, «Η γυναίκα της Πάτρας» 11.000 αντίτυπα, τα ποιήματά μου 17.000 αντίτυπα, η Καίτη Γκρέυ 8.000 αντίτυπα και το βιβλίο με τους στίχους του Άκη Πάνου έχει φτάσει 4.000 αντίτυπα. Δεν ζω από τις εκδόσεις. Δούλεψα πολύ σε άλλα πράγματα. Έκανα τηλεόραση, ραδιόφωνο, δημοσιογραφία, έγραψα στίχους τραγουδιών. Εδώ και δύο χρόνια παίρνω σύνταξη του ΤΕΒΕ, στο οποίο πλήρωνα ανελλιπώς τις δόσεις μου».

-Τι περιμένουν οι αναγνώστες από την «Οδό Πανός»;

«Ο κόσμος περιμένει από μας την έκπληξη. Το τελευταίο τεύχος έχει διπλό αφιέρωμα, στον Κώστα Καριωτάκη και στον Τίτο Πατρίκιο. Τη χρονιά που αυτοκτόνησε ο Καριωτάκης, γεννήθηκε ο Πατρίκιος. Το 1928».

-Κύριε Χρονά, τι σας έμαθε η ζωή;

«Τώρα πια καταλαβαίνω ότι η φιλία είναι πράξη. Δε γίνεται να με θεωρείς φίλο σου και να έχεις να μου τηλεφωνήσεις χρόνια ολόκληρα. Δε γίνεται. Ξέρω το μυστικό της ζωής μου. Η ζωή που ζω αυτή είναι, δεν έχω άλλη. Είναι η Θεσσαλονίκη, οι άλλες πόλεις που πηγαίνω μέσα στη χρονιά, η Καλαμάτα, η Κάρπαθος, η Κως, στην οποία πήγα μέσα στο χειμώνα το έργο μου για τον Τζέιμς Ντιν. Η εργένικη ζωή μου στην Αθήνα, όπου έχω την επιστασία του σπιτιού μου, της τροφής μου. Είχα ένα γάτο για έντεκα χρόνια, τρία αδέσποτα που τα πήρα μετά, ένα σκύλο για 14 χρόνια. Όλα αυτά τα χρόνια ζω και με ανθρώπους που άλλοι υπάρχουν στη ζωή μου, κάποιοι έχουν πεθάνει και κάποιοι είναι ζωντανοί – νεκροί. Συμβαίνει κι αυτό. Αλλά η ζωή που ζω, που μιλάμε μαζί, που το έχω κάνει 700 φορές και θα το κάνω άλλες 700, αυτή είναι η ζωή μου. Δεν έχω άλλη. Με ενδιαφέρει που αναπνέω για να μιλήσω».

-Πώς κατάφεραν οι δάσκαλοί σας, ο Τσαρούχης, ο Χατζιδάκις να ξεχωρίσουν και να αφήσουν έργο που όσο περνάει ο χρόνος αποκτά μεγαλύτερη αξία;

«Με σιωπή, μοναξιά και εργασία. Παρ’ όλο που ο Χατζιδάκις ήταν άνθρωπος άσχετος με το χρόνο είναι ένας πολυγραφότατος συνθέτης, που έκανε θέατρο, σινεμά, τραγούδια, δούλεψε στο αμερικάνικο σύστημα. Εργάστηκε σκληρά και πολύ».

-Σας λείπουν οι δάσκαλοί σας;

«Όλοι μου λείπουν. Ο Τσαρούχης, ο Χατζιδάκις, ο Μιχάλης Κατσαρός, ο Ασλάνογλου, ο Χριστιανόπουλος. Με όλους είχα προσωπική σχέση, ήταν φίλοι μου. Όπως και ο εξαιρετικός ζωγράφος και σπάνιος άνθρωπος Δημήτρης Λαλέζας από την Αλεξανδρούπολη, τον οποίο γνώρισα τέτοια εποχή στη Θεσσαλονίκη και πέθανε αναπάντεχα στα 46 του χρόνια. Βρέθηκε στη ζωή μου σε δύσκολα χρόνια. Μου έμαθε την πόλη που ήθελα πάντα να πάω, όταν διάβαζα ότι έχει ένα ψηλό φάρο που τη νύχτα τον βλέπουν τα καράβια, ενώ τη μέρα δεν το βλέπουν διότι υπάρχει πολύ φως. Περπάτησα στη βάση αυτού του φάρου και τώρα επιστρέφω για να δω τη μητέρα και τον αδελφό του Δημήτρη. Ο θάνατος του με στιγμάτισε. Όπως και η ασθένεια μου το 2015, που με άλλαξε πλήρως, διότι έφτασα πολύ κοντά στο θάνατο».

-Οι δραστηριότητες σας που σχετίζονται με τον βιοπορισμό σας στέρησαν περισσότερη ασχολία με την δική σας ποίηση;

«Ποτέ δεν ήμουν πολυγραφότατος. Και ίσως δεν έχει νόημα να γράψω άλλα ποιήματα. Έγραψα για τη φτώχεια, για τους ανθρώπους που δεν έχουνε γνώσεις, για τη νύχτα, για τη μέρα, για την αρρώστια, για τη φιλία, για το μίσος, για πολλά πράγματα. Είμαι ευτυχισμένος, εύχομαι να έχω υγεία, μου το εύχονται ειλικρινά και όσοι περνούν από το περίπτερο στην παραλία –το περίπτερο 4, κοντά στο Λευκό Πύργο, πίσω από το Βασιλικό θέατρο».

-Ποια τραγούδια σας συνοδεύουν;

«Μου αρέσουν πολλά τραγούδια του Άκη Πάνου και το «Ακρογιαλιές δειλινά» του Τσιτσάνη. Μου αρέσουν πολύ τα λόγια στα ρεμπέτικα τραγούδια, που είναι η συνέχεια των δημοτικών τραγουδιών».

-Από τα σημερινά;

«Δεν παρακολουθώ τις εξελίξεις στο ελληνικό τραγούδι. Διαβάζω για κάποιες καινούριες τραγουδίστριες που υπάρχουν. Άλλες μιμούνται τη Μέριλιν Μονρόε, άλλες τη Νάταλι Γουντ. Εμένα μου αρέσουν η Καίτη Γκρέι, η Γιώτα Γιάννα, η Καίτη Ντάλη, που έχουν ασοσυρθεί».

-Πώς εξηγείτε την μεγάλη λογοτεχνική παραγωγή στη χώρα μας;

«Υπάρχουν πολλοί λογοτέχνες, ποιητές και πεζογράφοι. Απορώ πως ζουν. Εγώ κάνω 100 δουλειές για να ζήσω. Έσοδα – έξοδα, όπως όλοι. Ορισμένοι από αυτούς την έχουν ψωνίσει κανονικά. Πριν κυκλοφορήσει το βιβλίο ρωτούν πότε θα γίνει παρουσίαση και πόσος κόσμος θα έρθει. Κι όταν τους λέω ότι θα έρθουν μόνο οι γνωστοί τους στεναχωριούνται. Και αυτό συμβαίνει όταν τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα οι άνθρωποι διαβάζουν λιγότερο. Οι φανατικοί των βιβλίων και των εφημερίδων λιγοστεύουν και όπως λένε δεν τους περισσεύουν χρήματα για να αγοράσουν περισσότερα βιβλία. Τους καταλαβαίνω».