Skip to main content

Η κρίση βλάπτει σοβαρά τον αέρα που αναπνέουμε στη Θεσσαλονίκη

Τριετής έρευνα Εργαστηρίου του ΑΠΘ είναι αποκαλυπτική των επιπτώσεων που είχε η στροφή σε φτηνότερα μέσα θέρμανσης για λόγους οικονομίας

Τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην ποιότητα του αέρα της Θεσσαλονίκης, μέτρησαν οι αρμόδιοι του Εργαστηρίου Μετάδοσης Θερμότητας και Περιβαλλοντικής Μηχανικής του Τμήματος Μηχανολόγων Μηχανικών της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ.

Στο 6ο Περιβαλλοντικό Συνέδριο Μακεδονίας που αρχίζει σήμερα παρουσιάζονται από τους επιστήμονες του εργαστηρίου Χ. Βλαχοκώστα, Λ. Χουρδάκη, Α. Μιχαηλίδου, Κ. Παγώνη και Ν. Μουσιόπουλο τα συμπεράσματα από τις μετρήσεις μιας τριετούς έρευνας πεδίου που πραγματοποίησε το Εργαστήριο.

Στόχος της έρευνας ήταν η συλλογή και καταγραφή των συγκεντρώσεων των αιωρούμενων σωματιδίων ΡΜ2.5 (τα πολύ μικρά σωματίδια) στην Πυλαία και στην Άνω Πόλη. Από την έρευνα προέκυψαν συμπεράσματα για την επιβάρυνση της ποιότητας του αέρα κατά τη χειμερινή περίοδο, κυρίως λόγω της μαζικής στροφής του κόσμου στην καύση ξύλου και άλλων προϊόντων σε σχέση με τις κλασικές μεθόδους θέρμανσης.

Η συρρίκνωση των εισοδημάτων, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης που διανύει η Ελλάδα και η αύξηση του φόρου κατανάλωσης στο πετρέλαιο θέρμανσης έχουν στρέψει τους καταναλωτές σε εναλλακτικές μορφές θέρμανσης, με σκοπό τη μείωση των εξόδων. «Η επιλογή αυτή των νοικοκυριών έχει άμεσο αντίκτυπο στο αέριο περιβάλλον. Η αποπνικτική ατμόσφαιρα που δημιουργείται από την εκτεταμένη χρήση των τζακιών και άλλων ανοιχτών εστιών καύσης αμφιβόλου προδιαγραφών είναι φαινόμενο το οποίο γίνεται εύκολα αντιληπτό από τη χαρακτηριστική δυσοσμία, τη μείωση της ορατότητας και τα φαινόμενα της αιθαλομίχλης. Επίσης, απόρροια του ίδιου φαινομένου είναι η μείωση του προσδόκιμου ζωής, η αύξηση της θνησιμότητας λόγω των αναπνευστικών και καρδιακών προβλημάτων, με αποτέλεσμα τη μείωση του βιοτικού επίπεδο των κατοίκων της πόλης», αναφέρουν οι επιστήμονες στην εισήγησή τους.

Η στροφή στη θέρμανση

Εξηγούν μάλιστα ότι λόγω της ύφεσης και της αύξησης της τιμής καυσίμων σημειώθηκε μείωση της χρήσης του αυτοκινήτου για μεταφορές. Παράλληλα μείωση σημειώθηκε και στη κατανάλωση ενέργειας των νοικοκυριών. Το χειμώνα του 2011-2012 ήταν κατά 37% μικρότερη σε σχέση με το αναμενόμενο. «Ωστόσο η ανάγκη για θέρμανση οδήγησε τους κατοίκους στη καύση ξύλου, επίπλων και σκουπιδιών προκειμένου να αποφύγουν την αγορά πετρελαίου με αποτέλεσμα η συγκέντρωση των αιωρούμενων σωματιδίων να παρουσιάζει μια σταθερή αυξητική τάση τα χρόνια της κρίσης. Για τους πολίτες προτεραιότητα είναι η κάλυψη των βασικών αναγκών ενώ αντίθετα για την κυβέρνηση προτεραιότητα είναι η συλλογή φόρων με σκοπό την αποπληρωμή του χρέους», σημειώνουν.

Οι επιστήμονες κατέγραψαν τα δεδομένα εκπομπών αερίων ρύπων ΡΜ2.5 στην Πυλαία για τα έτη 2012-2015, ενώ παρουσιάζουν και τα δεδομένα που μετρήθηκαν την ψυχρή περίοδο 2015-2016 στην Άνω Πόλη, δίνοντας μια γενικότερη εικόνα της επιβάρυνσης του αέρα της πόλης η οποία συνδέεται με την οικονομική ύφεση.

Σύμφωνα με την έρευνα, «η Θεσσαλονίκη έχοντας πάνω από ένα εκατομμύριο κατοίκους σε μια περιοχή 200 τετραγωνικών χιλιομέτρων, είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας και έχει χαρακτηριστεί ως μια από τις περισσότερο επιβαρυμένες πόλεις της Ευρώπης, όσον αφορά στη ρύπανση από μικροσωματίδια.

Οι ισχυρότεροι άνεμοι στη πόλη είναι Βορειοδυτικοί αλλά οι πιο συνηθισμένοι είναι Νοτιοδυτικοί. Λαμβάνοντας υπόψη τη θέση της πόλης και τις γύρω βιομηχανίες, είναι πιθανόν ότι οι ισχυροί ΒΔ άνεμοι μεταφέρουν τη ρύπανση από τις βιομηχανικές περιοχές μέσα στη πόλη, αντί να καθαρίζουν την ατμόσφαιρά της. Οι ΝΔ άνεμοι αντίστοιχα, μεταφέρουν σωματίδια και υγρασία από τη θάλασσα.

Πυλαία και Άνω Πόλη

Από το Μάιο του 2012 που άρχισαν οι μετρήσεις αιωρούμενων σωματιδίων PM2.5 στην περιοχή της Πυλαίας, παρατηρείται ότι κατά τη ψυχρή περίοδο σημειώνονται τα μέγιστα των συγκεντρώσεων. Η πτώση της θερμοκρασίας οδηγεί στην ανάγκη για θέρμανση και στο άναμμα των τζακιών. Από τον Οκτώβριο αρχίζει να εμφανίζεται η αύξηση των συγκεντρώσεων η οποία μεγιστοποιείται το Δεκέμβριο ενώ εξίσου υψηλές διατηρούνται οι συγκεντρώσεις και το μήνα Ιανουάριο του εκάστοτε έτους.

Η περιοχή της Πυλαίας εμφανίζει υψηλότερες συγκεντρώσεις κατά μηνιαίο μέσο όρο το οποίο οφείλεται κατά κύριο λόγο στην μεταφορά σωματιδίων PM2.5 που προέρχονται από την έντονη κυκλοφορία οχημάτων στην περιφερειακή οδό, η οποία περιβάλει την περιοχή. Αντίθετα η περιοχή της Άνω Πόλης με τα στενά πλακόστρωτα δρομάκια, χαμηλής έως και μηδενικής κυκλοφορίας λειτουργεί ως αστικό υπόβαθρο λόγω της απόστασης από το κέντρο της πόλης.

Κατά τις δύο πρώτες ψυχρές περιόδους των μετρήσεων 2012-13 και 2013-14 η αλόγιστη καύση ξύλου εκτίναξε τις συγκεντρώσεις PM2.5 ενώ σταθεροποιήθηκε η κατάσταση το 2014 με μικρή βελτίωση το 2015. Στη μικρή βελτίωση των συνθηκών αφενός συνέβαλλαν οι πιο ήπιοι χειμώνες του 2014 και του 2015 και αφετέρου η μείωση της τιμής του πετρελαίου με την κατάργηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης».

Μια ακόμη σημαντική επισήμανση είναι η διακύμανση των συγκεντρώσεων κατά τη διάρκεια της ημέρα, που ακολουθεί συγκεκριμένη κατανομή.

Οι επιστήμονες παρατήρησαν δυο «κορυφές». «Μία τις πρωινές ώρες που οφείλεται κυρίως στην αύξηση του κυκλοφοριακού φόρτου και μία κατά τις βραδινές – μεταμεσονύκτιες που οφείλεται κατά το πλείστον στην κάλυψη των αναγκών θέρμανσης. Παρά το γεγονός της διαφορετικής δομής των δύο περιοχών, οι κατανομές ακολουθούν την ίδια τάση γεγονός που προδίδει την ικανότητα μεταφοράς των σωματιδίων. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η συγκέντρωση των σωματιδίων PM2.5 τις νυχτερινές ώρες του Δεκεμβρίου 2015 για την περιοχή της Άνω Πόλης. Ενώ ο μηνιαίος μέσος όρος είναι κατά 7,38 μg/κ.μ. χαμηλότερος σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2014 για την Πυλαία, οι τιμές των συγκεντρώσεων από τις 21:00' και μετά παρουσιάζουν μεγαλύτερη αύξηση αφενός λόγω της κοντινής απόστασης από το κέντρο της πόλης και αφετέρου από την πιο πυκνοκατοικημένη δομή της Άνω Πόλης.

Επίσης, από τη σύγκριση των συγκεντρώσεων των χημικών συστατικών των ΡΜ2.5 κατά τις χειμερινές περιόδους του 2012 και 2013 προέκυψε ότι οι δείκτες καύσης πετρελαίου (νικέλιο και βανάδιο) ήταν μειωμένοι κατά 20-30% το 2013 λόγω μειωμένης χρήσης πετρελαίου θέρμανσης, αντίθετα, οι δείκτες καύσης βιομάζας ήταν 2-5 φορές υψηλότεροι. Οι συγκεντρώσεις των σωματιδίων, καθώς και η οξειδωτική τους δραστικότητα παρουσίασαν υψηλότερες τιμές κατά τις βραδινές ώρες, όταν λειτουργούσαν τζάκια και ξυλόσομπες».

Οι επιστήμονες μάλιστα παρατηρούν ότι οι μέσες ημερήσιες συγκεντρώσεις παρουσιάζουν υψηλές τιμές ακόμα και τα Σαββατοκύριακα που πρακτικά η κίνηση στους δρόμους είναι ακόμα μικρότερη. «Ειδικά για τη μέρα της Κυριακής παρουσιάζονται οι μέγιστες τιμές τις εβδομάδας για το 2012 και το 2014 (Πυλαία) καθώς και οι μέγιστες συγκεντρώσεις για την περιοχή της Άνω Πόλης το 2015. Αιτία του φαινομένου αυτού είναι ότι εξαιτίας της παραμονής των κατοίκων στις οικίες τους η ανάγκη για θέρμανση αυξάνεται με αποτέλεσμα την ενεργοποίηση των τζακιών καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας. Γίνεται αντιληπτό ότι με τη μείωση της θερμοκρασίας η ανάγκη για θέρμανση γίνεται επιτακτική. Το Δεκέμβριο παρατηρούνται οι μέγιστες συγκεντρώσεις οι οποίες ξεπερνούν κατά πολύ τα θεσμοθετημένα όρια των 20 μg/κ.μ.», τονίζουν.

Η τιμή του πετρελαίου

Οι ίδιοι είναι σαφείς ως προς τη διαπίστωση ότι η διαμόρφωση της τιμής του πετρελαίου διαδραμάτισε καθοριστικό παράγοντα στην αύξηση των συγκεντρώσεων των αιωρούμενων σωματιδίων.

Όπως περιγράφουν: «Η τιμή του πετρελαίου θέρμανσης την περίοδο του 2011 διαμορφώθηκε λίγο κάτω από το 1 ευρώ/λίτρο σημειώνοντας αύξηση κατά 40% σε σχέση με το 2010 (0,65 ευρώ/λίτρο). Ο λόγος ήταν η αύξηση του ειδικού φόρου από 1 ευρώ/1000 λίτρα σε 60 ευρώ/1000 λίτρα.

Τον Απρίλιο του 2012 ο ΕΦΚ αυξήθηκε από 21 ευρώ το χιλιόλιτρο (Απρίλιος του 2011) στα 412 ευρώ το χιλιόλιτρο δηλαδή κατά 1.861,9%. Ο δε ΦΠΑ επί του ΕΦΚ αυξήθηκε από 4,83 ευρώ το χιλιόλιτρο στα 94,76 ευρώ, δηλαδή και εδώ η αύξηση του ΦΠΑ επί του ΕΦΚ είναι 1861,9%. Συνολικά σύμφωνα με την Ομοσπονδία Βενζινοπωλών Ελλάδος ο επιπλέον φόρος από την αύξηση του ΕΦΚ και τον επί πλέον ΦΠΑ είναι το 2012 στα 480,93 ευρώ το χιλιόλιτρο. Την ψυχρή περίοδο του 2012 η τιμή του πετρελαίου θέρμανσης ήταν σταθερά άνω του 1,3 ευρώ/λίτρο.

Οι τιμές για το 2013 διαμορφώθηκαν σε εξίσου υψηλές τιμές οι οποίες διατηρήθηκαν μέχρι και την τελική διάθεση του πετρελαίου θέρμανσης τον Απρίλιο του 2014 κλείνοντας στα 1,25 ευρώ/λίτρο.

Για τη χειμερινή περίοδο (από τις 15 Οκτωβρίου 2014 έως τις 30 Απριλίου 2015 ) μειώνεται κατά 30% ο ΕΦΚ από 330 ευρώ το χιλιόλιτρο σε 230 ευρώ το χιλιόλιτρο. Η τιμή του πετρελαίου θέρμανσης πέφτει κοντά στο 1 ευρώ/λίτρο.

Από τον Οκτώβριο του 2015 καταργείται η εξομοίωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης του πετρελαίου θέρμανσης-κίνησης με αποτέλεσμα την περαιτέρω πτώση της τιμής του πετρελαίου».

Σύμφωνα πάντα με την έρευνα, «από την απαρχή της οικονομικής κρίσης ολοένα και περισσότερα νοικοκυριά επιλέγουν εναλλακτικούς τρόπους θέρμανσης. Ο κύριος λόγος είναι η αδυναμία αγοράς πετρελαίου θέρμανσης και η στροφή στην οικονομικότερη καύση ξύλου. Το 2011 για τη παραγωγή θερμικής ενέργειας (το 85,9% της οποίας χρησιμοποιείται για τη θέρμανση χώρων) χρησιμοποιήθηκε κατά 60,3% το πετρέλαιο θέρμανσης και 23.8% καυσόξυλα.

Τρία στα δέκα νοικοκυριά χρησιμοποιούν εκτός του κύριου συστήματος θέρμανσης και κάποιο συμπληρωματικό σύστημα, το οποίο είναι κυρίως το τζάκι. Τα επόμενα χρόνια τα νοικοκυριά που για να ζεσταθούν χρησιμοποίησαν τη κεντρική θέρμανση υποδιπλασιάστηκαν φτάνοντας κάτω των 1.500.000 νοικοκυριών το 2014 εκπροσωπώντας το 35,5% των νοικοκυριών σε αντίθεση με το 75,1% του 2011.

Αντίστοιχα η μέση μηνιαία κατανάλωση στερεών καυσίμων (ξύλο, pellet ) από 37,2 kg/μήνα το 2011 έφτασε τα 75,81 kg/μήνα για το 2014. Η μείωση της τιμής του πετρελαίου για το χειμώνα του 2015 ώθησε τους πολίτες στην αγορά πετρελαίου και στην ενεργοποίηση της κεντρικής θέρμανσης.

Η συνεχής άνοδος της τιμής του πετρελαίου και η αυξημένη ζήτηση σε ξύλο οδήγησε σε φαινόμενα λαθροϋλοτομίας, που παρουσιάζουν έξαρση από την απαρχή της κρίσης».

Επιπτώσεις στην υγεία

Η αυξανόμενη καύση ξύλου είναι άμεσα συνδεδεμένη με την αύξηση της συγκέντρωσης αιωρούμενων σωματιδίων στην ατμόσφαιρα. Τα πιο βλαβερά για την υγεία είναι τα πολύ μικρά μικροσωματίδια.

«Η βραχυχρόνια έκθεση σε σωματίδια PM2.5 αυξάνει την καρδιακή νοσηρότητα και θνητότητα, τα αγγειακά εγκεφαλικά, τις αρρυθμίες, την καρδιακή ανεπάρκεια και την αναπνευστική νοσηρότητα και θνητότητα. Παράλληλα η μακροχρόνια εισπνοή των PM2.5 οδηγεί σε αύξηση των θανάτων από στεφανιαία νόσο. Οι επιπτώσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης αντικατοπτρίζονται τόσο στην επιβάρυνση της υγείας όσο και σε οικονομικές-κοινωνικές επιπτώσεις.

Για κάθε 10 μg/m3 αύξηση των PM2.5 στην ατμόσφαιρα, αυξάνεται περίπου κατά 10% η καρδιαγγειακή θνητότητα, κατά 3% η θνητότητα από όλες τις αιτίες και κατά 27% η θνητότητα από τους πνεύμονες σε όσους δεν κάπνισαν ποτέ. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι την πενταετία 2010-2014 οι θάνατοι από αναπνευστικά ήταν κατά 7.414 περισσότεροι από ότι την προηγούμενη πενταετία (2005-2009).Ενώ πρόσφατη έκθεση έδειξε ότι 13.730 πρόωροι θάνατοι στην Ελλάδα οφείλονται στην έκθεση σε ΡΜ2.5 και χάνονται 1.235 ώρες ζωής ανά 100.000 κατοίκους ετησίως», λένε οι επιστήμονες.

Συμπεράσματα και μέτρα

Οι επιστήμονες εκτός από τα συμπεράσματά τους, με κυρίαρχο τη σύνδεση της κρίσης με την επιβάρυνση της ποιότητας του αέρα της Θεσσαλονίκης και τις επιπτώσεις στην υγεία των κατοίκων, προτείνουν και συγκεκριμένα μέτρα για την αντιμετώπιση της κατάστασης:

-Τα επίπεδα των αιωρούμενων σωματιδίων παραμένουν υψηλά. Ειδικά τη χειμερινή περίοδο παρατηρείται μια σταθερή αύξηση των συγκεντρώσεων αιωρούμενων σωματιδίων προερχόμενων από την καύση ξύλου. Η στροφή από το πετρέλαιο στο ξύλο ήταν αποτέλεσμα της μείωσης των εσόδων των νοικοκυριών σε συνδυασμό με την αύξηση της τιμής του πετρελαίου (αύξηση φορολογίας , επιβολή ΕΦΚ). Τα τζάκια και γενικότερα οι ανοιχτές εστίες καύσης αποτελούν την εναλλακτική λύση για φθηνή θέρμανση αγνοώντας της επιπτώσεις τόσο στην υγεία όσο και στο περιβάλλον.

-Η μεγιστοποίηση των τιμών τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες όπου η κίνηση είναι περιορισμένη, ήταν μια βασική διαπίστωση της παραπάνω έρευνας. Αυτό το γεγονός υποδεικνύει ότι η συνεισφορά του τομέα της θέρμανσης των νοικοκυριών είναι μεγαλύτερη από αυτή των μεταφορών σε αντίθεση δηλαδή με το τι ίσχυε τα χρόνια πριν την κρίση.

-Οι άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις στην υγεία των κατοίκων από την εξωτερική ρύπανση είναι ένα θέμα που βρίσκεται στο προσκήνιο. Ωστόσο δεν πρέπει να αγνοείται το γεγονός ότι ιδιαίτερα κατά τη χειμερινή περίοδο σε εσωτερικούς χώρους με ανοιχτή εστία καύσης η συγκέντρωση επικίνδυνων ρύπων μπορεί να αποβεί μοιραία.

-Επιτακτική είναι η ανάγκη εφαρμογής μέτρων για τη μείωση των επιπέδων ρύπανσης όπως: α) επιδότηση της χρήσης άλλων μη-ρυπογόνων τρόπων θέρμανσης (φυσικό αέριο, ηλιοθερμικά συστήματα), β) επιδότηση της μετατροπής ανοικτών τζακιών σε ενεργειακά, γ) διεύρυνση της πρόσβασης των νοικοκυριών σε προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας (θερμομόνωση σπιτιών), δ) διεύρυνση των κριτηρίων πρόσβασης στα επιδόματα θέρμανσης με πετρέλαιο και επιτάχυνση των διαδικασιών έγκρισης από τις αρμόδιες υπηρεσίες, ε) έλεγχος ποιότητας και πιστοποίηση των μπρικετών και των πέλετς βιομάζας, καθώς και των συσκευών καύσης τους, στ) αύξηση των ελέγχων από τη δασοφυλακή για την αντιμετώπιση της παράνομης υλοτομίας, ζ) Ανάπτυξη περιβαλλοντικής παιδείας, η οποία αποτελεί το αποδοτικότερο μέτρο και ταυτόχρονα το δυσκολότερο να επιτευχθεί, η) δημιουργία περιοχών ελέγχου καπνού (smokecontrolareas) στα πρότυπα του Ηνωμένου Βασιλείου.

-Εξίσου απαραίτητη είναι η επέκταση του δικτύου μετρήσεων για την έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωση των κατοίκων αλλά και για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των μέτρων από τους αρμόδιους φορείς. Κύριο μέλημα οφείλεται να είναι η προστασία του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας, παράγοντες οι οποίοι αγνοήθηκαν έως τώρα και διαμόρφωσαν την σημερινή κατάσταση του αέρα της πόλης.