Skip to main content

Η μεγαλομανία του Πούτιν, η νοοτροπία των Ελλήνων και τα ακίνητα της Θεσσαλονίκης

Γιατί οι Έλληνες «εγκρίνουν» τον Πούτιν περισσότερο από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους και πώς εξηγείται ο αναβρασμός στην αγορά ακινήτων της Θεσσαλονίκης

Την ιστορία κινούν κατά βάσιν δύο παράγοντες. Η οικονομία –ο πόλεμος της τροίας δεν έγινε για τα μάτια της Ωραίας Ελένης, αλλά για τα διόδια στα σημερινά Δαρδανέλια- και η νοοτροπία –ο πόλεμος αυτών των ημερών στην Ουκρανία γίνεται προφανώς για να ικανοποιηθεί η μεγαλομανία του Πούτιν. Το εξήγησε, άλλωστε, καθαρά ο ίδιος στα δύο διαγγέλματά του, που προηγήθηκαν της εισβολής, όταν εμφανίστηκε να συνομιλεί με την ιστορία ή μάλλον σαν αυτός που θα διορθώσει τα λάθη της ιστορίας. Το επαναλαμβάνει από τότε με διάφορους τρόπους σχεδόν καθημερινά. Μόλις προχθές υποστήριξε ότι η Δύση ονειρεύεται να διαλύσει τη Ρωσία και σε αυτό λειτουργούν ως «πέμπτη φάλαγγα» κάποιοι Ρώσοι «προδότες και μπάσταρδοι», όπως τους χαρακτήρισε. Χαλαρά Βλαδίμηρε. Το ημερολόγιο του κόσμου δείχνει 2022 και –όπως έλεγε ο συγχωρεμένος Μίκης Θεοδωράκης- μπορεί η ανθρωπότητα να βρίσκεται ακόμη σε παιδική ηλικία και να κάνει επιπολαιότητες, αλλά ο πολιτισμός μάς επιβάλλει να βάζουμε πάνω απ’ όλα τον άνθρωπο.

Ελληνική νοοτροπία

Πέρα, πάντως, από τη νοοτροπία του πατερούλη Πούτιν, ο οποίος έχει ανάψει φωτιά και απειλεί να κάψει την Ευρώπη και τον εαυτό του μαζί, το πρόβλημα είναι ότι για μία ακόμη φορά με αφορμή ένα μείζον γεγονός αναδύεται στην επιφάνεια ο… καφενόβιος χαρακτήρας του Έλληνα για να το πούμε ευγενικά. Του ανθρώπου που όλα τα… σφάζει και όλα τα μαχαιρώνει. Που όλα τα ξέρει μόνο και μόνο επειδή άκουσε μια είδηση στην τηλεόραση. Που κανείς δεν μπορεί να τον κοροϊδέψει αφού ξέρει τα καλά κρυμμένα μυστικά, βλέπει πίσω από τις κλειστές κουρτίνες και ακούει πίσω από τις κλειδαμπαρωμένες πόρτες. Που το παίζει αντισυστημικός και ας επιβιώνει σε μία οικονομία κατά 50% κρατική. Είναι αυτός που στην ελληνική κρίση της δεκαετίας του 2010 έβριζε τους Ευρωπαίους, οι οποίοι τελικά τον έσωσαν από την εξαθλίωση. Αυτός που αμφισβήτησε την ύπαρξη του κορωνοϊού και την αποτελεσματικότητα των εμβολίων και οδήγησε την Ελλάδα στο να έχει ακόμη και σήμερα. 50, 60, 70 νεκρούς την ημέρα. Δεν είναι έκπληξη, λοιπόν, οι Έλληνες αποδεικνύονται από τους πιο ανεκτικούς απέναντι στον Πούτιν λαούς της Ευρώπης. Διότι μόνο το 60% των Ελλήνων θεωρεί «απαράδεκτη» την εισβολή των ρωσικών δυνάμεων στην Ουκρανία, σύμφωνα με δημοσκόπηση της Euroskopia σε έξι χώρες (Ισπανία, Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία, Ολλανδία και Ελλάδα), που δημοσίευσε το Politico. Επίσης, ενώ μεσοσταθμικά το 17% σε αυτές τις χώρες είπε ότι η εισβολή ήταν «αποδεκτή» ή «απαράδεκτη αλλά κατανοητή», στην Ελλάδα το ποσοστό όσων κατανοούν τον Πούτιν φτάνει στο 34%, έναντι του 9% των Ολλανδών που βρίσκεται στον αντίποδα. Τελικά δεν συνομιλεί μόνο ο Πούτιν με την ιστορία, αλλά ένας στους τρεις Έλληνες. Συγχαρητήρια!

Η προβολή της Θεσσαλονίκης

Η δεύτερη μεγάλη Χολιγουντιανή παραγωγή που γυρίζεται αυτές τις μέρες στη Θεσσαλονίκη δεν φέρνει απλώς έσοδα και έμμεση προβολή στην πόλη. Επειδή το σενάριο τροποποιήθηκε και ο χώρος δράσης από το Μόναχο, που αναφέρει το βιβλίο στο οποίο βασίζεται η ταινία, μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη είναι προφανές ότι η πόλη θα προβληθεί ως ο εαυτός της και τα τοπωνύμιά της, οπότε και κάποιοι που γκρίνιαζαν το προηγούμενο καλοκαίρι με τον Μπαντέρας δεν ακούγονται. Τώρα κατά πόσον αποτελεί στις μέρες μας η Θεσσαλονίκη χώρο σύγκρουσης κατασκόπων είναι άλλη ιστορία. Προφανώς και δεν είναι, ούτε καν ως σκηνικό, απόδειξη –μεταξύ άλλων- της υποχώρησης της σημασίας της στη γεωπολιτική σκακιέρα. Όπως και όλων των Βαλκανίων φυσικά.

Από την άλλη η Θεσσαλονίκη δεν είναι ούτε η πόλη της ανεμελιάς και του σύγχρονου… χιπισμού. Όπως την παρουσιάζει τον  τελευταίο καιρό ένα από τα καθημερινά σίριαλ μεγάλης ακροαματικότητας που μεταδίδει η ελληνική τηλεόραση. Με τέσσερα νέα και ερωτευμένα παιδιά να τριγυρίζουν στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, να τρώνε μπουγάτσες, να πίνουν τσίπουρα και να ψωνίζουν στην καταπληκτική της αγορά, στην Τσιμισκή, στη Μητροπόλεως και τα πέριξ. Ωραίες εικόνες, θεαματικές εικόνες, όταν οι λήψεις γίνονται από ψηλά, πραγματικές εικόνες σε κάποιο βαθμό, οι οποίες, όμως, στις μέρες μας μάλλον δεν είναι ικανές να… ψήσουν κανέναν ούτε εντός, ούτε –πολύ περισσότερο- εκτός Θεσσαλονίκης, ότι τα πράγματα είναι τόσο ειδυλλιακά, ώστε να την επισκεφθεί ή να τη θυμηθεί και να ξανάρθει. Τους λείπει το βάθος, που υπάρχει -για παράδειγμα- στα τραγούδια του Τσιτσάνη, στα κείμενα του Ιωάννου, στα ιστορίες του πανεπιστημίου.

Χρειάζεται μια γοητευτική ιστορία με φόντο την παραλία, τον Λευκό Πύργο, την Αριστοτέλους και –γιατί όχι;- έναν υφέρποντα κοσμοπολιτισμό, με την οποία αυτός που ακούει, βλέπει και αισθάνεται να μπορεί να ταυτιστεί. Να νιώθει στο πετσί του την υγρασία του τόπου, ακόμη και το βάρος της ιστορίας περίπου 2.350 χρόνων. Βέβαια στην παρούσα συγκυρία η κάθε προβολή είναι για τη Θεσσαλονίκη χρήσιμη. Το… στοίχημα για τους αρμόδιους της πόλης –διότι υπάρχουν αρμόδιοι, πως να το κάνουμε- είναι να βρεθεί ο κατάλληλος τρόπος για να εξελιχθεί η Θεσσαλονίκη σε κάτι μοδάτο, trendy που θα έλεγαν οι νεότεροι, ώστε η προβολή να έχει διάρκεια και να γοητεύει. Οι εικόνες, τα τοπία δε φτάνουν. Γι’ αυτό, κύριοι αρμόδιοι, χρειάζονται οι ειδικοί. Βρείτε τους, εμπιστευθείτε τους και αναθέστε τη δουλειά.