Skip to main content

Η μεταμφίεση της βιομηχανίας ψυχαγωγίας σε επιστήμη της γνώσης

Η TED δεν είναι άλλη μια απλή μη κερδοσκοπική οργάνωση η οποία διοργανώνει ιδιωτικά συνέδρια - Η δομική υπόσταση της εταιρείας έχει αλλάξει πολύ

Του Σπύρου Φονταλή

Το ίδρυμα TED Conferences LLC είναι ένας Αμερικανικός οργανισμός μέσων επικοινωνίας και ενημέρωσης ο οποίος διοργανώνει ζωντανές ομιλίες και τις δημοσιεύει διαδικτυακά, επιμελώς επενδυμένες με το διακριτικό πλην περιεκτικό σλόγκαν “ιδέες άξιες μετάδοσης” (“ideas worth spreading”). Το ίδρυμα συστάθηκε το 1984 από δύο πολιτιστικά ενεργούς επιχειρηματίες, τον Richard Saul Wurman και τον Harry Marks, ως ετήσιο συνέδριο. Το θεματικό περιεχόμενο των αρχικών συνεδρίων μονοπωλούσαν θέματα τεχνολογίας και σχεδιασμού, σε λογική συνέπεια με την πρωταρχική ιδεολογική σύλληψη της εταιρείας, καθώς το ακρωνύμιο της επωνυμίας μεταφράζεται επί λέξει σε “Τεχνολογία, Ψυχαγωγία, Σχεδιασμός” (“Technology, Entertainment, Design”). Από εκείνο το χρονικό σημείο ως τώρα, τα συνέδρια έχουν διευρύνει την θεματική τους προοπτική έτσι ώστε να συμπεριλαμβάνουν ομιλίες επί παντός επιστητού, συμπεριλαμβάνοντας επιστημονικό, πολιτιστικό, πολιτικό, ακαδημαϊκό και ανθρωπιστικό περιεχόμενο.

Σήμερα, η δομική υπόσταση της εταιρείας έχει αλλάξει πολύ. Πλέον, η TED δεν είναι άλλη μια απλή μη κερδοσκοπική οργάνωση η οποία διοργανώνει ιδιωτικά συνέδρια. Ορισμένες πλήρως επιτυχημένες και καίριες επιχειρηματικές ενέργειες εξωστρέφειας και αποκεντρωτισμού της επιχείρησης την έχουν οδηγήσει να αναφέρει πέρσι 66 εκατομμύρια δολάρια σε έσοδα. Οι πιο σημαντικές από αυτές ήταν πρώτα να διαθέσει ελεύθερα όλες τις ομιλίες της στο διαδίκτυο ήδη ακόμα από το 2006, και έπειτα το 2009 να εκδημοκρατίσει περαιτέρω τη διαδικασία διάδοσης ιδεών με το να επιτρέψει σε αδειοδοτημένους ιδιώτες να χρησιμοποιούν την τεχνολογία και την πλατφόρμα της επιχείρησης, καθώς και το λογότυπό της. Αυτή η διαδικασία επιτρέπει στον καθένα να διοργανώσει και να διευθύνει οπουδήποτε τοπικές και ιδιωτικές εκδηλώσεις. Αυτός ο ένθερμος και ευθύς εναγκαλισμός της κοινότητας στις βασικές δραστηριότητες της επιχείρησης, μέσω του δανεισμού του λογοτύπου και της άδειας παραγωγής περιεχομένου, αδιαμφισβήτητα εμπεριέχει σημαντικά πλεονεκτήματα. Η απρόσκοπτη συμμετοχή της κοινότητας επιτρέπει στην επιχείρηση να αξιοποιήσει τη δημιουργικότητα χιλιάδων ανθρώπων τελείως ανέξοδα, παράγοντας έτσι έσοδα και φήμη τα οποία ειδάλλως θα κόστιζαν εκατομμύρια δολάρια. Ας μην ξεχνάμε πως πολλές άλλες επιχειρήσεις – κολοσσοί έχουν εν μέρει υιοθετήσει παρόμοια στρατηγική εξωστρεφούς φιλοσοφίας υποδειγματικά, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Apple η οποία “άνοιξε” την ανάπτυξη ιδιότυπων εφαρμογών στο κοινό της. Επιπλέον, η διόγκωση της TED διεύρυνε τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες έτσι ώστε να συμπεριλαμβάνουν συμπληρωματικά την πώληση βιβλίων, την συνεργασία με εταιρείες και άλλα.

Πέρα από την εμφανή και υπολογίσιμη οικονομική επιτυχία της εταιρείας, η αξία της μετριέται πανηγυρικά και με πολιτιστικά κριτήρια. Ο οργανισμός μάλλον δίκαια αυτοανακηρύσσεται ως θεσμός και αρωγός εκπαίδευσης και πολιτισμού, και το λογότυπό του εμπνέει συνειρμικά γκλάμουρ, ενθουσιασμό και ελκυστικότητα σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού παγκόσμια. Οι ζωντανές εκδηλώσεις της εταιρείας αντιμετωπίζονται από την ίδια και από το κοινό της ως ένα φαντασμαγορικό υπερθέαμα. Η ίδια η εταιρεία δεν πληρώνει τους ομιλητές της, ωστόσο σωρεία επιφανών και μη επιστημόνων και ακαδημαϊκών σπεύδουν να στεφθούν ομιλητές, καθώς το ενδιαφέρον της TED για το άτομό τους νομιμοποιεί και τιμάει το έργο τους στη συνείδηση όλων, επικυρώνοντάς το έτσι με τη σφραγίδα της “αυθεντίας”. Η ίδια η παρακολούθηση των ζωντανών εκδηλώσεων είναι τόσο δημοφιλής, ώστε η συμμετοχή προϋποθέτει ειδική πρόσκληση και ένα εισιτήριο αξίας 17.000 δολαρίων.

Η φυσική ανάδειξη λοιπόν μιας “εκδημοκρατισμένης” μη κερδοσκοπικής εταιρείας σε εκπαιδευτικό επιχειρηματικό κολοσσό αυτόματα γεννάει την δίκαιη περιέργεια για προσδιορισμό της αντικειμενικής ποιότητας του προϊόντος της. Εξάλλου, η ανάληψη του ρόλου ενός παγκόσμιου διακεκριμένου “καθηγητή”, ο οποίος διαθέτει την εξουσία να μεταδίδει και να επικυρώνει “ιδέες άξιες μετάδοσης”, είναι αδιαμφισβήτητα συνυφασμένη με ορισμένες διαπρεπείς και διόλου αμελητέες κοινωνικοπολιτικές ευθύνες. Και σε αυτό ακριβώς το σημείο είναι που μια επιστημονική κριτική ματιά διαγνώσκει έναν σεβαστό αριθμό από ασθενικά χαρακτηριστικά πάνω στο προϊόν της εταιρείας, δηλαδή στο περιεχόμενο των ομιλιών.

Το πιο ευδιάκριτο χαρακτηριστικό του περιεχομένου των ομιλιών είναι απλούστατα: η ρηχότητα. Θα περίμενε κάποιος πως μία τόσο διάσημη και διαδεδομένη “πλατφόρμα για στοχαστές, οραματιστές και δασκάλους”, η οποία προάγει τόσο σθεναρά τη “διάδοση σπουδαίων ιδεών”, θα παρήγαγε περιεχόμενο διδακτικό, επιστημονικό, καταρτισμένο, τολμηρό. Ωστόσο, μια απλή επισκόπηση των τίτλων των αναρτημένων ομιλιών αρκεί για να διαψευστεί ακόμα και η πιο μετριοπαθής προσδοκία. Χαρακτηριστικοί τίτλοι ομιλιών (μεταφρασμένοι και παραφρασμένοι) είναι: “Γιατί να πηγαίνεις γρήγορα όταν η βραδύτητα είναι καλύτερη”, “Αγκαλιάζοντας την δεκτικότητα και πώς να είσαι ο εαυτός σου”, “Τα σχολεία σκοτώνουν την δημιουργικότητα”, “Πώς το να αφήνεις τον εαυτό σου να είναι εκτεθειμένος είναι το σωστό”, ακόμα και “Δένουμε τα παπούτσια μας λάθος, να πώς είναι ο σωστός τρόπος”. Με λίγα λόγια: θέματα και ιδέες απλές, εύκολες, αναμενόμενες, ανάλαφρες, με τις περισσότερες να τείνουν να υιοθετούν το φθηνό ύφος και περιεχόμενο της αναπόδεικτης και μη επιστημονικής αυτοβελτίωσης.  Μα ακόμα και στις ομιλίες οι οποίες σπάνε τη νόρμα και διαπραγματεύονται κάτι αξιόλογο και δυνητικά βαθυστόχαστο, οι εξειδικευμένες αναφορές σε επιστημονικές βάσεις και στοχασμούς είναι όσο περιορισμένες γίνεται, την ίδια ώρα που το περιεχόμενο βρίθει ρητορικών τεχνικών. Έτσι, διαφαίνεται ξεκάθαρα μια συνειδητή υφολογική προτίμηση στην “εύκολη” ελκυστικότητα και λάμψη παρά στη διατήρηση “δύσκολου” πλην ουσιαστικού πυρήνα περιεχομένου.

Μα το πιο βαρύγδουπο παράπτωμα των ομιλιών είναι άλλο: οι ιδέες απλούστατα δεν κάνουν κριτική. Καθόλου. Δεν αναμοχλεύουν τίποτα, δεν επιτίθενται σε τίποτα, δε λαμβάνουν ουσιαστική και συμπαγή θέση σε καμία υπαρκτή κοινωνικοπολιτική αντιπαράθεση. Συνεπώς, δεν εντάσσονται σε κανένα ιδεολογικό φάσμα, άρα, κατά την ταπεινή γνώμη του αρθρογράφου, απλούστατα δεν υπάρχουν. Ας μην ξεχνάμε πως ο ιδανικός θεσμικός ρόλος της πραγματικής εκπαίδευσης και της παιδείας δεν είναι να εκφέρει ρηχές γενικολογίες χωρίς επίδραση και επιπτώσεις, αλλά να αποστασιοποιείται υγιώς από τα όρια της εκάστοτε καθεστωτικής πραγματικότητας και να να μιλάει για τα πράγματα που δεν δουλεύουν και γιατί δεν δουλεύουν. Δηλαδή να αξιολογεί υπεύθυνα την πραγματικότητα και να ασκεί γενναία πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική κριτική. Ειδάλλως, όταν ένα σύστημα ιδεών μας διαμηνύει πεισματικά πως το πρώτο βήμα για να ξεπεράσουμε τις οικονομικές μας δυσκολίες και τις ψυχολογικές μας ανησυχίες είναι να στρώνουμε το κρεβάτι μας κάθε πρωί έτσι ώστε να παρακινήσουμε τον εαυτό μας να προσπαθήσει περισσότερο, τότε αυτό το ιδεολογικό σύστημα μπορεί εκτός από ρηχό, να χαρακτηριστεί εξ ορισμού και ως συντηρητικό.

Μία προφανή ερμηνεία για τη χαμηλή ποιότητα περιεχομένου θα μπορούσε να είναι πως η TED έχασε τον πλήρη έλεγχο του περιεχομένου της όταν “άνοιξε” στο κοινό της. Και είναι εν μέρει αλήθεια. Ωστόσο, ο κύριος και πρωταρχικός λόγος είναι άλλος, δηλαδή ότι στον πυρήνα της είναι μια εταιρεία αμιγώς ψυχαγωγική. Το ύφος της, οι προσεγγίσεις της, η ουσία της είναι αδιαμφισβήτητα προσανατολισμένα στην ψυχαγωγία, και όχι στην παιδεία ή την εκπαίδευση, όσο και αν προσπαθεί να μας πείσει το αντίθετο. Οι ομιλίες ευνοούν την παράσταση επί των αποδείξεων, το μήνυμα επί της μεθοδολογίας. Οι ομιλητές δείχνουν κάθε φορά τόσο σαρωτικά πανευτυχείς και πατερναλιστικοί, σε πλήρη αντίθεση με το σεμνό και συγκρατημένο ύφος ενός πραγματικού καθηγητή που θέλει να προκαλέσει δημιουργικό προβληματισμό στο κοινό του. Ο χρόνος όλων των ομιλιών είναι αδιάκριτα συμπυκνωμένος σε λίγα λεπτά, ώστε να μην προκαλέσει κούραση ή πλήξη στους θεατές. Η όλη διαδικασία είναι λοιπόν ένας μηχανισμός απόλαυσης, σχεδιασμένος να εκμεταλλεύεται μαεστρικά τον εγωισμό των θεατών, παριστάμενος ότι γονιμοποιεί το μυαλό τους με ρηξικέλευθες ιδέες.

Και αυτό δεν είναι κακό από μόνο του. Είναι φυσιολογικό κάποιος να αντλεί ευχαρίστηση περιστασιακά από αντίστοιχες ψυχαγωγικές παραστάσεις. Αρκεί να γνωρίζει ποια είναι τα σύκα και ποια η σκάφη. Το πρόβλημα ξεκινάει και τελειώνει με τον αυτοπροσδιορισμό της εταιρείας. Και επιπρόσθετα, η μελέτη της συγκεκριμένης περίπτωσης είναι και μία ηχηρή υπενθύμιση πως οι τάσεις της ελεύθερης αγοράς δε μπορούν σε καμία περίπτωση να αναλάβουν την στέρεα και βαθειά ευθύνη ορισμένων κοινωνικών θεσμών, όπως η εκπαίδευση και η παιδεία. Η αγορά αποζητάει παθιασμένα την ευκολία και την άνεση, ενώ η κριτική σκέψη για να εκκολαφθεί και έπειτα να ζυμωθεί απαιτεί νοητικές δοκιμασίες και προκλήσεις, κάτι που πρέπει να επιβληθεί και όχι να αγοραστεί η να προτιμηθεί. Εφόσον η βιομηχανία της ψυχαγωγίας στηρίζεται θεμελιωδώς στο να κάνεις το κοινό να συνεχίσει να παρακολουθεί όσο το δυνατόν πιο πολλή ώρα, για αυτό τον λόγο και η TED ενσαρκώνει τον δρόμο της λιγότερης αντίστασης στη σκέψη. Αν είναι να μείνει ένα συμπέρασμα λοιπόν από αυτή τη μελέτη περίπτωσης, είναι πως σε οποιαδήποτε θεσμική λειτουργία εμπλέκεται η ελεύθερη αγορά, το αποτέλεσμα στο τέλος είναι πάντα, είτε εν μέρει είτε ολοκληρωτικά, μια φιέστα εντυπώσεων και ψυχαγωγίας.