Skip to main content

Οι μεταπολεμικές δυσκολίες για τη βιομηχανία και η «μάχη» Βορρά–Νότου

Από Voria.gr
Το πρόβλημα πληρωμής των δημοσίων υπαλλήλων, η εαμική «διοικούσα επιτροπή Μακεδονίας», οι βιομήχανοι και ο ρόλος του ΣΒΒΕ.

Μετά την αποχώρηση των γερµανικών στρατευμάτων το Οκτώβριο του 1944, που στη Θεσσαλονίκη συνδέθηκε με την ουσιαστική καταστροφή του λιμανιού, η Ελλάδα υπέφερε από έλλειψη τροφίµων. Μεγάλο τµήµα της γης είχε µείνει ακαλλιέργητο και οι περισσότερες βιοµηχανικές µονάδες αδυνατούσαν να λειτουργήσουν αφενός λόγω της καταστροφής των µηχανηµάτων τους και αφετέρου επειδή υπήρχε έλλειψη πρώτων υλών. Η κατάσταση της πείνας ξεπεράστηκε χάρη στην ξένη βοήθεια, αρχικά από την ML (Military Liaison) και στη συνέχεια από την UNRRA (United Nations Relief and Rehabilitation Administration). Συνολικά µέσα στην πρώτη µεταπολεµική διετία διανεµήθηκε υπερδιπλάσια ποσότητα τροφίµων από εκείνη που διένειµε ο Ερυθρός Σταυρός σε όλη τη διάρκεια της κατοχής. Χάρη στα τρόφιµα αυτά επιβίωσαν οι Έλληνες.

Όπως αναφέρεται στον τόμο για τα 100 πρώτα χρόνια του ΣΒΒΕ η βιομηχανία αναγκάστηκε να λειτουργήσει εκείνη την περίοδο μέσα σε αντίξοες συνθήκες. Τους πρώτους µήνες του 1945 η ροή της βοήθειας υπήρξε περιορισµένη και συνδέθηκε µε πληθώρα προβληµάτων. Το σηµαντικότερο ήταν η έλλειψη µηχανισµών για τη διαχείρισή της. Η διανοµή µέσω του εµπορίου οδήγησε στη δηµιουργία µαύρης αγοράς, αφού οι χονδρέµποροι αποθεµατοποιούσαν τα εµπορεύµατα µέχρι να σηµειωθεί έλλειψη και να ανέβει η τιµή τους. Για να καλύψει το νοµισµατικό κενό, η πρώτη µεταπελευθερωτική κυβέρνηση θέσπισε τη νέα δραχµή, που είχε περίπου τις προπολεµικές ισοτιµίες µε τη βρετανική στερλίνα και το δολάριο. Μέσα σε 13 µήνες, η δραχµή υποτιμήθηκε κατά 34 φορές, με τη στερλίνα να υποχωρεί από τις 600 στις 20.000 δραχµές. Οι χρυσές λίρες κυκλοφορούσαν ως «σκληρό» νόµισµα και µέσο αποθησαυρισµού.

Παράλληλα υπήρχε πρόβληµα πληρωµής των δηµοσίων υπαλλήλων. Για τη λύση του φρόντιζε, πλέον, η εαµική «διοικούσα επιτροπή Μακεδονίας», η οποία απαίτησε να επιβληθούν εισφορές στους εργοδότες. Οι βιοµήχανοι θεώρησαν ότι οι εισφορές ήταν υπερβολικές, η «διοικούσα» επέµενε ότι ήταν χαµηλές και στη µέση βρισκόταν ο Σύνδεσµος.



Παύση… πληρωμών

Άλλο ζήτηµα αποτελούσε η πληρωµή του προσωπικού στα εργοστάσια που είχαν πάψει να λειτουργούν, την οποία απαιτούσαν οι νέες αρχές. Το τρίτο ζήτηµα ήταν η διατήρηση των παιδικών συσσιτίων, που είχαν οργανωθεί επί Κατοχής. Η διοίκηση του Συνδέσµου κατέβαλε προσπάθειες για τη συνέχισή τους, αλλά µε δεν είχε τα μέσα. Αρκεί να σημειωθεί ότι εκείνη την περίοδο δεν υπήρχε τρόπος να πληρωθούν ούτε οι δύο υπάλληλοι του Συνδέσµου. Τα µισά εργοστάσια ήταν κλειστά και δεν ήταν σε θέση να πληρώσουν την εξαµηνιαία συνδροµή τους. Το Δεκέμβριο του 1944 η «διοικούσα επιτροπή Μακεδονίας» επέβαλε στις επιχειρήσεις αναγκαστική εισφορά σε χρυσό. Όσοι βιοµήχανοι δεν ανταποκρίθηκαν, συνελήφθησαν.

Στα μέσα εκείνου του σκληρού για την Ελλάδα Δεκέμβρη του 1944 η µαγική λέξη στη χώρα ήταν «Εµ - Ελ», από το αρκτικόλεξο ML. Η βρετανική αυτή υπηρεσία εφοδιασµού χορήγησε στους Έλληνες τεράστιες ποσότητες τροφίµων και πρώτων υλών, µέχρι να αναλάβει την πεινασµένη Ελλάδα η UNRRA. Στο μεταξύ από τα μέσα  Νοεμβρίου η κυβέρνηση της απελευθέρωσης είχε στείλει από την Αθήνα ως αντιπρόσωπό της στη Μακεδονία τον Γεώργιο Μόδη, στον οποίο η «διοικούσα επιτροπή Μακεδονίας» δεν επέτρεψε να ασκήσει τα καθήκοντά του µέχρι τις αρχές Ιανουαρίου 1945. Μόλις ανέλαβε την εξουσία, ο Μόδης ήρθε σε επαφή µε το συµβούλιο του ΣΒΜΘ και υποσχέθηκε να βοηθήσει τη βιοµηχανία να ορθοποδήσει, µέσω της ML. Μέσα στις επόµενες µέρες, η αρµόδια διεύθυνση της Γενικής ∆ιοίκησης ήρθε σε επικοινωνία µε τους σιδηρουργούς και τους νηµατουργούς και - το κυριότερο - τους παραχώρησε καύσιµα. Επίσης, ο Μόδης είπε στους εκπροσώπους των βιοµηχάνων ότι η κυβέρνηση επρόκειτο να χρηµατοδοτήσει τη βιοµηχανία µε 1,6 εκατοµµύρια λίρες, και ότι ο ίδιος θα φρόντιζε ένα δίκαιο µερίδιο του ποσού αυτού να δοθεί στη Θεσσαλονίκη.

Νότος VS Βορράς

Τις µέρες εκείνες καταργήθηκαν οι αντιπροσωπείες της κυβερνήσεως και δηµοσιεύτηκε κανονιστικό διάταγµα περί ιδρύσεως γενικής διοικήσεως Βορείου Ελλάδος, η οποία περιέλαβε ολόκληρη τη Μακεδονία και τη Θράκη. Σε ό,τι αφορά τις σχέσεις της βιοµηχανίας µε τις κυβερνήσεις που σχηµατίσθηκαν στην εν λόγω περίοδο, αξίζει να σταθούµε στην περίπτωση της κυβέρνησης Βούλγαρη, ο ισχυρός άντρας της οποίας ήταν ο Αντιπρόεδρος και Υπουργός Εφοδιασµού Κυριάκος Βαρβαρέσσος, ο οποίος προέβη σε υποτίµηση της δραχµής, απαγόρευση των συναλλαγών σε χρυσό, διοικητικό καθορισµό των τιµών, επιβολή έκτακτης φορολογίας και πάγωµα των εργατικών αµοιβών.

Το µεγάλο ζήτηµα που δημιουργήθηκε τότε για τον Σύνδεσµο ήταν η κατάφωρα άνιση κατανοµή των καυσίµων και των πρώτων υλών. Ενώ η ML και στη συνέχεια η UNRRA εφοδίαζαν την Ελλάδα µε πρώτες ύλες και καύσιµα, οι ποσότητες που έφταναν στη Θεσσαλονίκη ήταν ελάχιστες. Αλλά και αυτές δεν διανέµονταν σε λογικό χρόνο. Παρέµεναν κλειδωµένες σε αποθήκες στο λιµάνι, προς µεγάλο όφελος της «ελεύθερης» αγοράς, οι τιµές της οποίας οργίαζαν. Οι βιοµηχανίες είχαν να επιλέξουν µεταξύ της διακοπής της παραγωγής και της προµήθειας από την «ελεύθερη αγορά», µε δυσµενείς επιπτώσεις στο κόστος και στην κερδοφορία τους. Άλλωστε από τις 20 κατηγορίες πρώτων υλών, µόνον τρεις κατηγορίες ήταν διαθέσιµες στη Θεσσαλονίκη στα τέλη Δεκεµβρίου 1945. Ανάλογη κατάσταση υπήρχε και στα καύσιµα. Η επιτροπή κατανοµής έλαβε εντολή από την UNRRA να µην δίδει καύσιµα σε επιχειρήσεις που διέθεταν αποθέµατα περισσότερα από το 10% των αναγκών τους. Το µέτρο ήταν λογικό, λόγω των τεράστιων ελλείψεων αφενός καυσίµων και αφετέρου µεταφορικών µέσων, αλλά προϋπέθετε ότι η τροφοδοσία των εργοστασίων θα γινόταν χωρίς χρονοτριβή. Αυτό όµως δεν συνέβαινε. Ενδεικτικά, τα καύσιµα µηνός ∆εκεµβρίου 1945 διανεµήθηκαν στις 20 αντί την 1η του µηνός.



Συρρίκνωση παραγωγής

Το Μάρτιο του 1945 µερικά εργοστάσια που είχαν διακόψει τη λειτουργία τους, ελλείψει καυσίµων και πρώτων υλών, επιχείρησαν να ξανανοίξουν. Για το διάστηµα της αργίας τους, οι εργάτες τελούσαν σε διαθεσιµότητα και εισέπρατταν το 50% των αποδοχών. Όταν κλήθηκαν για εργασία, ζήτησαν αυξήσεις 75-100% και απέργησαν. Καθώς η νέα δραχµή, που είχε τεθεί συνεχώς σε χρήση, έχανε την αξία της, το αίτηµα των αυξήσεων γενικεύτηκε και τον Απρίλιο η απεργία είχε επεκταθεί στα περισσότερα εργοστάσια.

Αυτά και άλλα προβλήματα είχαν ως συνέπεια τη συρρίκνωση της βιοµηχανικής παραγωγής, η οποία διατηρήθηκε χαµηλή και το πρώτο µεταπολεµικό έτος. Σύµφωνα µε τις εκτιµήσεις του Συνδέσµου, η παραγωγή κατά κλάδο κυµάνθηκε σε ποσοστά 12% έως 37% της προπολεµικής. Εξαίρεση αποτέλεσαν η µακαρονοποιία και η αλευροβιοµηχανία που διατήρησαν ποσοστά 86% και 76% της προπολεµικής παραγωγής τους αντιστοίχως.

Παρά τη συρρίκνωση της παραγωγής, ο νόµος δεν επέτρεπε την απόλυση του πλεονάζοντος προσωπικού. Οι υπολειτουργούσες βιοµηχανίες της Θεσσαλονίκης περίµεναν να ενεργοποιηθεί ο µηχανισµός του Ταµείου Ανεργίας των µισθωτών βιοµηχανίας, προκειµένου να απολύσουν το πλεονάζον προσωπικό τους. Το Ταµείο είχε συσταθεί το Φεβρουάριο του 1945 και αρχικώς λειτούργησε µόνον στην Αττική. Στα τέλη Νοεµβρίου εκδόθηκε διάταγµα για την επέκτασή του και στη Θεσσαλονίκη, όπου οι υπολειτουργούσες τοπικές βιοµηχανίες θα μπορούσαν, πλέον, να απολύσουν το πλεονάζον προσωπικό.