Skip to main content

Η μετονομασία ενός δρόμου της Θεσσαλονίκης και η εργαλειοποίηση της Δικαιοσύνης

Πώς συνδέονται η προσπάθεια για μετονομασία της οδού Αθ. Χρυσοχόου, στην περιοχή Σχολή Τυφλών της Θεσσαλονίκης με τα έργα του μετρό στο κέντρο

Του Γιώργου Δώρα

Τη «βαθιά του ανησυχία για την εμπλοκή της δικαστικής εξουσίας σε μια υπόθεση που αποτελεί αντικείμενο επιστημονικής ιστορικής έρευνας», εκφράζει με ψήφισμά που εξέδωσε μετά από γενική συνέλευση των μελών του ο Ενιαίος Σύλλογος Διαδιακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού ΑΠΘ, αναφερόμενος στην υπόθεση της μετονομασίας της οδού Αθανασίου Χρυσοχόου σε Αλμπέρτου Ναρ. Μετονομασία για την οποία πήρε απόφαση το Δημοτικό Συμβούλιο Θεσσαλονίκης, αλλά ανέτρεψαν τα δικαστήρια, στα οποία προσέφυγαν οι απόγονοι του Αθανασίου Χρυσοχόου ως θιγόμενοι. Επί της ουσίας ο ΕΣΔΕΠ έχει δίκιο, αλλά πού να το βρει; Όταν στην Ελλάδα τα πάντα καταλήγουν στη Δικαιοσύνη –από το τοπικό έως το ανώτατο επίπεδο- γιατί στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτοί που νιώθουν πως αδικούνται να πράξουν διαφορετικά; Για παράδειγμα, κάποιοι στη Θεσσαλονίκη, μεταξύ των οποίων και μέλη του ΕΣΔΕΠ, ήταν εξαρχής αντίθετοι με την κατασκευή το μετρό. Επειδή η άποψή τους δεν πέρασε και το έργο ξεκίνησε, προσπαθούν επί 20 χρόνια συστηματικά και κατ’ επανάληψη –ή τουλάχιστον προσπαθούσαν μέχρι πρόσφατα- να μπλοκάρουν δικαστικά την εξέλιξή του. Τελευταίο τους επιχείρημα, με αφορμή τα αρχαία που βρέθηκαν στο σταθμό της Βενιζέλου, η δική τους ευαισθησία και επιστημοσύνη για την ιστορία της πόλης, έναντι της… αδιαφορίας και της ασχετοσύνης όλων των άλλων. Με αυτά τα δεδομένα πώς είναι δυνατόν να μην περιμένουμε ανάλογες πρακτικές και από όσους θεωρούν ότι σε ένα θέμα –ιστορίας ή οποιοδήποτε άλλο- έχουν δίκιο;

Ως γνωστόν στην Ελλάδα τα δικαστήρια -και ειδικά το Συμβούλιο της Επικρατείας- χαράσσουν αναπτυξιακή, οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική και οποιαδήποτε άλλη πολιτική. Διότι όποιος μπορεί να προσφύγει δικαστικά, επειδή θέλει να ακυρώσει κάποια απόφαση μιας δημόσιας αρχής, το κάνει και σε ορισμένες περιπτώσεις δικαιώνεται. Δε γίνεται κάποιοι να μπορούν να προσφύγουν σε ένδικα μέσα και σε κάποιους άλλους να μην αναγνωρίζεται αυτό το δικαίωμα. Ούτε γίνεται να υπάρχουν υποδείξεις σε ποια θέματα τα δικαστήρια μπορούν να έχουν άποψη και σε ποια δεν μπορούν. Οι δικαστές γνωρίζουν τα όριά τους, ανεξάρτητα αν το σύστημα, η κοινωνία και οι πολίτες τους φορτώνουν πολλά. Όταν, μάλιστα, σε αυτά τα θέματα τα κριτήρια διαχωρισμού έχουν ιδεολογικό πρόσημο ή τοποθετούνται σε επίπεδο… ευαισθησίας και ηθικής, τότε «κάτι τρέχει και το σύννεφο δε βρέχει».

Ο λαός εν τη σοφία και απλότητά του συνηθίζει να λέει «όπως έστρωσες, έτσι θα κοιμηθείς». Κάπως έτσι, λοιπόν, οι… δικαιωματιστές, που έχουν ανοίξει το δρόμο –ή μάλλον τη λεωφόρο- στις δικαστικές προσφυγές για τα πάντα, από το πιο μεγάλο μέχρι το παραμικρό, δεν μπορούν να αιτούνται με αξιοπιστία την α λα καρτ απαγόρευση ή την ακύρωση αυτής της δυνατότητας. Διότι όντως είναι τραβηγμένο να αποφασίζει ένα δικαστήριο για την αλλαγή ή όχι της ονομασίας ενός δρόμου, κόντρα στην απόφαση του δήμου και με βάση την ανάγνωση και την προσέγγιση της ιστορίας που κάνουν οι δικαστές. Αλλά μήπως δεν είναι… κουφό να χρεοκοπεί η χώρα, να συμφωνούν κυβέρνηση και Βουλή στους όρους διάσωσης και χρόνια μετά τα δικαστήρια να ακυρώνουν αυτούς τους νόμους ανατρέποντας τη δημοσιονομική ισορροπία; Ή να καλούνται τα δικαστήρια να αποφασίσουν για τον τρόπο που η κοινωνία της Θεσσαλονίκης θα διαχειριστεί την καθημερινότητά της, επειδή κάποιοι συμπολίτες έχουν άλλη αντιμετώπιση έναντι της ιστορίας και στον τρόπο διαχείρισης των αρχαιοτήτων; Ή να απορρίπτονται συνεχώς οι ενστάσεις που αφορούν την υλοποίηση μιας επένδυσης και συνεχώς κάποιοι να την καθυστερούν προσφεύγοντας στη Δικαιοσύνη με διάφορες –καινούριες κάθε φορά- δικαιολογίες;

Προφανώς για όλα αυτά ο μόνος που δεν φταίει είναι η δικαιοσύνη. Το πρόβλημα είναι το ευρύτερο σύστημα, που επιτρέπει –όταν δεν ενθαρρύνει- να φτάνουν (σχεδόν) τα πάντα στους δικαστές, οι οποίοι καλούνται να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά. Είναι σαφές ότι οι διοικητικές αποφάσεις φορέων του δημοσίου και του ευρύτερου δημοσίου τομέα θα έπρεπε να είναι σε κάθε περίπτωση απόλυτα κατοχυρωμένες εκ των προτέρων. Με αξιόπιστους προ-ελέγχους και διαδικασίες που θα επέτρεπαν μεν την αμφισβήτησή τους –αλίμονο!-, αλλά σε προ-δικαστικό στάδιο, εκτός της τακτικής δικαιοσύνης. Φυσικά πρόκειται για ευχολόγια. Η κατάσταση που υπάρχει πολύ δύσκολα θα αλλάξει. Διότι στις μέρες μας το έλλειμμα εμπιστοσύνης και η απουσία διάθεσης συνεννόησης έχουν πάρει μεγάλες διαστάσεις μέσα στην κοινωνία. Σε αυτό το πλαίσιο δεν είναι λίγοι όσοι εντός του πλαισίου της «κοινωνίας των πολιτών» επιχειρούν καταχρηστικά να εργαλειοποιήσουν τη δικαιοσύνη, αξιοποιώντας τους κανόνες της και τους –κατά γενική ομολογία αργούς- ρυθμούς της για να κερδίσουν εντυπώσεις και χρόνο.