Skip to main content

Οι μικρές νίκες που αναβαθμίζουν σταδιακά το κέντρο της Θεσσαλονίκης

Με λιγότερα αυτοκίνητα το κέντρο θα καταστεί περισσότερο λειτουργικό, ενώ η γενικότερη αναβάθμιση θα δώσει μεγαλύτερη αξία σε ακίνητα και δουλειές

Η πεζοδρόμηση της Αγίας Σοφίας από την Τσιμισκή μέχρι τη λεωφόρο Νίκης –εννοείται ότι οι οδοί Μητροπόλεως και Προξένου Κορομηλά θα παραμείνουν ανοιχτές-, αλλά και η ανάδειξη της πλατείας Φαναριωτών στην κατάληξη της Δημητρίου Γούναρη, στο σημείο στο οποίο συναντά την Παύλου Μελά, είναι δύο ακόμη κινήσεις του δήμου Θεσσαλονίκης που δυσκολεύουν την παρουσία –την κυκλοφορία και τη στάθμευση- των αυτοκινήτων στο κέντρο της πόλης. Επειδή, μάλιστα, πρόκειται για έργα τα οποία είτε έχουν ξεκινήσει –πλατεία Φαναριωτών- είτε ξεκινούν άμεσα –Αγίας Σοφίας- οι επιπτώσεις τους θα γίνουν ορατές σε λίγους μήνες. Στην ουσία μέσα στο καλοκαίρι θα αποκαλυφθούν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα. 

Η αλήθεια είναι ότι το κέντρο της Θεσσαλονίκης ασφυκτιά από πολλές απόψεις. Δεν υπάρχουν αρκετοί δρόμοι για να εξυπηρετήσουν την κίνηση και από αυτή την άποψη το να γίνουν ακόμη λιγότεροι σημαίνει πρόβλημα. Οι έμποροι και οι επαγγελματίες (γιατροί, δικηγόροι κ.λπ.) που δραστηριοποιούνται στην περιοχή ήδη διαμαρτύρονται. Από την αρχή το σχέδιο επέκτασης των πεζόδρομων δεν τους άρεσε, διότι η ήδη προβληματική πρόσβαση στο κέντρο γίνεται ακόμη πιο δύσκολη. Από την άλλη εύκολα μπορεί κανείς να προβλέψει ότι με λιγότερα αυτοκίνητα το κέντρο της Θεσσαλονίκης θα καταστεί περισσότερο λειτουργικό, ενώ συγχρόνως η αναβάθμιση του αστικού περιβάλλοντος θα δώσει στα ακίνητα και τις δουλειές μεγαλύτερη αξία. Επειδή, μάλιστα, πολλοί απ’ όσους δραστηριοποιούνται επαγγελματικά στο κέντρο είναι ταυτόχρονα ιδιοκτήτες ακινήτων, η ισορροπία είναι λεπτή. Σε αυτήν άλλωστε την κατάσταση βασίστηκε εν πολλοίς ο Γιάννης Μπουτάρης για να περάσει το σχεδιασμό του, με τις λιγότερες δυνατές αντιδράσεις.

Ιδανικά η Θεσσαλονίκη μπορεί κάποτε να αποκτήσει ένα πλήρως πεζοδρομημένο κέντρο, το οποίο θα μπορεί από μόνο του να σηκώσει ένα σημαντικό κομμάτι από την ανάπτυξη. Να συμβάλλει στη δημιουργία πλούτου και ως εκ τούτου να τονώσει την απασχόληση στην πόλη. Αλλά αυτό θα προϋπόθετε πολλά, που δεν υπάρχουν. Πρωτίστως ένα πλήρες και αξιόπιστο δίκτυο μέσων μαζικής μεταφοράς, ώστε η πρόσβαση και η αποχώρηση από το κέντρο να είναι άνετη και ευχερής. Τότε όλοι θα ήταν ευχαριστημένοι. Οι κάτοικοι του κέντρου, διότι θα ζούσαν σε αναβαθμισμένη περιοχή δίπλα στη θάλασσα, κάτι που όλοι επιθυμούν. Οι έμποροι και οι επαγγελματίες, διότι θα δραστηριοποιούνταν σε ένα πολυσύχναστο σημείο, με πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα για τη δουλειά τους. Και οι επισκέπτες, διότι το κέντρο της Θεσσαλονίκης είναι γοητευτικό. Διαθέτει ιδιαίτερη αρχιτεκτονική, ιστορική βαρύτητα, αστικό χαρακτήρα, σύγχρονη αγορά και ζωντάνια, την οποία τροφοδοτεί η νεολαία που σπουδάζει στα πανεπιστήμια της πόλης.

Επειδή η Θεσσαλονίκη δεν διαθέτει μητροπολιτικό δήμο –κάτι που συμβαίνει σε πολύ μεγαλύτερες πόλεις από την Κωνσταντινούπολη μέχρι τη Νέα Υόρκη- οι πιθανότητες να υπάρξει ένα συνολικό σχέδιο, μέρος του οποίου θα είναι η αναβάθμιση του κέντρου, είναι μηδαμινές. Το «project Θεσσαλονίκη» είναι καταδικασμένο να παραμείνει στα μυαλά αυτών που το σκέφτονται ως πλάνο που περιλαμβάνει όλη την πόλη. Από το κέντρο και το παραλιακό μέτωπο, μέχρι την ανάπλαση της ΔΕΘ, την αξιοποίηση αγορών όπως το Μοδιάνο και το Καπάνι, αλλά και την καινοτομικότητα και τη διεθνή προβολή. Διότι όποιος κάτσει απλώς να απαριθμήσει και να μετρήσει τους εμπλεκόμενους φορείς θα χάσει τον λογαριασμό. Μαζί και την ώρα του. Γι’ αυτό ας περιοριστούμε προς το παρόν σε μικρά βήματα – κάποιοι τα χαρακτηρίζουν μικρές νίκες. Ας ελπίσουμε ότι οι εν εξελίξει παρεμβάσεις θα βελτιώσουν την εικόνα και τη λειτουργικότητα του κέντρου, ώστε να υπάρξει –εάν υπάρξει- συνέχεια. Κι ας μην ξεχνάμε ότι τα επόμενα χρόνια με τη λειτουργία του μετρό (κάποτε!), την πιθανή βελτίωση των αστικών συγκοινωνιών (πόσο πιο κάτω μπορούν να πάνε!) και τα άλλα σχέδια (Μοδιάνο, καπάνο, ΔΕΘ κ.λπ.) οι ευκαιρίες στο κέντρο της Θεσσαλονίκης θα υπάρξουν. Τα παράθυρα προς μία καλύτερη εικόνα ενδεχομένως θα δημιουργηθούν. Το θέμα είναι να βρεθεί αυτός που θα τραβήξει τις κουρτίνες και θα τα ανοίξει. Αυτός, δηλαδή, που δεν θα ακολουθήσει τον εύκολο δρόμο του παρατηρητή από τη σκιά!