Skip to main content

Οι μπαγιάτηδες του εμπορίου της Θεσσαλονίκης χάνουν το ματς με κατεβασμένα χέρια

Από τις δύο ερμηνείες που υπάρχουν για το προσωνύμιο Μπαγιάτηδες για τους Θεσσαλονικείς, στην περίπτωσή μας ταιριαστή είναι η μία.

Ένας παλιός αστικός μύθος επιμένει ότι η Θεσσαλονίκη είναι πόλη του εμπορίου εδώ και 23, 5 αιώνες, από τη μέρα δηλαδή που ιδρύθηκε στα χρόνια της Μακεδονικής δυναστείας. Η γεωγραφική της θέση και το λιμάνι ευνόησαν από την αρχή τη συγκεκριμένη δραστηριότητα, που στον πυρήνα της έχει τη διακίνηση προϊόντων και φορτίων, ενώ στα αποτελέσματα της περιλαμβάνονται η ευμάρεια και ο κοσμοπολιτισμός. Ένας άλλος –αυτή τη φορά παγκόσμιος- αστικός μύθος υπογραμμίζει ότι οι επιχειρηματίες γενικά -και οι έμποροι ειδικότερα- είναι άνθρωποι της πρωτοπορίας, που καλλιεργούν άμεσα αντανακλαστικά και λαμβάνουν γρήγορες αποφάσεις. Περισσότερο ανοίγουν δρόμους, παρά ακολουθούν την πεπατημένη, καθώς (υποτίθεται ότι) προσπαθούν διαρκώς να διαφοροποιηθούν από τον ανταγωνισμό και δι’ αυτής της μεθόδου να τον ξεπεράσουν.

Ακόμη κι αν αυτοί οι αστικοί μύθοι προέκυψαν στο παρελθόν από πραγματικές καταστάσεις σήμερα δεν ισχύουν. Στην εποχή της μαζικότητας, της ταχύτητας και –εσχάτως- της ψηφιακότητας το εμπόριο της Θεσσαλονίκης έχει μείνει πολύ πίσω. Δίνει «μάχες χαρακωμάτων» για να επιβραδύνει την υποχώρηση του και τίποτα περισσότερο. Εδώ και 30 χρόνια τουλάχιστον η τοπική εμπορική δραστηριότητα περιορίζεται διαρκώς, υπέρ της μεγαλύτερης, πιο οργανωμένης και σαφώς πιο επιθετικής των πολυεθνικών, των μεγάλων αλυσίδων, των πολυκαταστημάτων και των εμπορικών κέντρων. Τον τελευταίο, μάλιστα, χρόνο η πανδημία του κορωνοϊού και οι συνέπειες της απέδειξαν ότι ο… βασιλιάς είναι γυμνός. Ο περιορισμός των μετακινήσεων και το υποχρεωτικό κλείσιμο της αγοράς οδήγησαν πολλούς καταναλωτές στα κανάλια του ηλεκτρονικού εμπορίου και τον εμπορικό κόσμο της Θεσσαλονίκης στη γωνία, υπό την απειλή της εξαφανίσεως. Υπάρχουν περιπτώσεις εμπορικών καταστημάτων που διαθέτουν στην αγορά διαρκή καταναλωτικά αγαθά (ρούχα, παπούτσια, είδη σπιτικού κ.λπ.) με μείωση τζίρου 80% - 90% το 2020. Πλήρης ισοπέδωση. Κανονική καταστροφή. Μη αναστρέψιμη κατάσταση. Συντριβή με κατεβασμένα χέρια. Κάτι που δύσκολα θα αναταχθεί, όση στήριξη και να προσφέρει το κράτος, όσα προγράμματα και να διαμορφώσει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Εν ολίγοις όσα κονδύλια κι αν διατεθούν δεν θα υπάρξει ουσιαστικό αποτέλεσμα. Ίσως κάτι πρόσκαιρο και βραχύβιο, αλλά μέχρις εκεί…

Κάποιοι παλαιότεροι λένε ότι στην πραγματικότητα το μέγεθος ενός προβλήματος αντικατοπτρίζεται στη λύση του. Εάν κάτι θεωρητικά πολύ μικρό δεν μπορεί να λυθεί συνιστά σοβαρό θέμα. Αντίθετα εάν κάτι που εξ’ αντικειμένου θεωρείται πολύ δύσκολο, εάν ξεπεραστεί αφήνει ελαφρύ αποτύπωμα στις εξελίξεις. Διότι τελικά εκείνο που βαρύνει είναι η νοοτροπία, από την οποία συχνά τεκμαίρεται η εργατικότητα, η διάθεση να αντιμετωπίσει κανείς τις προκλήσεις, να ρισκάρει, να επενδύσει, να αλλάξει τους ρυθμούς του, να προσαρμοστεί για να επιβιώσει. Δηλαδή να ξεβολευτεί. Στην περίπτωση μας, στο εμπόριο της Θεσσαλονίκης, είναι προφανές ότι η διασύνδεση με το δημιουργικό και παραγωγικό παρελθόν έχει, πλέον, χαθεί.  

Η δημοσκόπηση που έδωσε πριν από δύο ημέρες στη δημοσιότητα το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης είναι αποκαλυπτική σε αρκετά επίπεδα και προφέρεται για συμπεράσματα:

Πρώτον, στο online ερωτηματολόγιο που ανέβασε το ΕΒΕΘ των δεκάδων χιλιάδων μελών, μεγάλο ποσοστό των οποίων είναι λιανεμπορικές επιχειρήσεις, ανταποκρίθηκαν 194, ούτε καν 200. Οι άνθρωποι του Επιμελητηρίου δεν εξεπλάγησαν γι’ αυτό, αφού είναι κοινός τόπος, πλέον, ότι ο επιχειρηματικός κόσμος της Θεσσαλονίκης δεν πιστεύει στις συλλογικές διαδικασίες και δεν συμμετέχει σε αυτές. Μια στάση κυριολεκτικά ακατανόητη για τους μικρούς και τους μικρομεσαίους της αγοράς, οι οποίοι κατά μόνας έχουν ελάχιστες δυνατότητες ενημέρωσης και δράσης, ενώ συλλογικά ίσως κάτι να καταφέρουν.  

Δεύτερον, από τις επιχειρήσεις που απάντησαν το 40% δήλωσαν ότι διαθέτουν ηλεκτρονικό κατάστημα (e-shop) και το 60% ότι δεν διαθέτουν.

Τρίτον –και σοβαρότερο-, όσες επιχειρήσεις δεν έχουν ηλεκτρονικό κατάστημα επικαλούνται αφενός το κόστος και αφετέρου την έλλειψη κατάλληλης γνώσης και ενημέρωσης. Αυτά αναδεικνύονται ως τα σημαντικότερα αντικίνητρα για πολλές επιχειρήσεις, προκειμένου να αναπτύξουν μία επαρκή ηλεκτρονική παρουσία με e-shop και συμμετοχή σε διαδικτυακές πλατφόρμες και αγορές (marketplaces), όπως και σε μηχανές αναζήτησης και σύγκρισης τιμών. Σημειώνεται ότι με βάση τις απαντήσεις μόνο το 19% θεωρούν ότι το ειδικότερο αντικείμενό τους δεν μπορεί να πωληθεί μέσω ηλεκτρονικού καταστήματος, αν και αυτό ούτως ή άλλως σηκώνει μεγάλη ανάλυση και συζήτηση. Υο υπόλοιπο 81%;

Τέταρτον, το 26% των επιχειρήσεων δηλώνουν στην έρευνα του ΕΒΕΘ ότι λαμβάνουν υπόψη «Λίγο» ή «Καθόλου» την εμπορική πολιτική των διαδικτυακών λιανοπωλητών που εδρεύουν στην Ελλάδα, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τους διαδικτυακούς λιανοπωλητές που εδρεύουν στο εξωτερικό φτάνει το 45%. Τα δεδομένα αυτά, σύμφωνα με το Επιμελητήριο, δείχνουν ότι κυριαρχεί στις τοπικές επιχειρήσεις λιανεμπορίου μια νοοτροπία «συνοικιακού καταστήματος», που μάλλον δεν έχει αντιληφθεί τη δυναμική και την εμβέλεια των διαδικτυακών πωλήσεων, την υπερτοπικότητα των διαδικτυακών αγορών και του ηλεκτρονικού εμπορίου, μέσω των οποίων μπορεί να απευθυνθεί σε δυνητικούς πελάτες έξω από τους γεωγραφικούς περιορισμούς ενός φυσικού καταστήματος.  

Προφανώς πρόκειται για αποθαρρυντικά στοιχεία, τα οποία δεν επιτρέπουν αισιόδοξες εκτιμήσεις για το μέλλον των τοπικών εμπόρων. «Δεν είναι τυχαίο ότι εμάς τους Θεσσαλονικείς μας λένε μπαγιάτηδες*, αλλά κάποια στιγμή πρέπει να νικήσουμε αυτό το χαρακτηρισμό» λέει ο γενικός γραμματέας του ΕΒΕΘ Πάνος Μενεξόπουλος, ο οποίος διαπιστώνει ότι δυστυχώς στη Θεσσαλονίκη πολλές φορές ο ανταγωνισμός δεν λειτουργεί ως ξυπνητήρι, αλλά ως καταπραϋντικό που οδηγεί στην ατονία και στην αδράνεια.

*Από τις δύο ερμηνείες που υπάρχουν για το προσωνύμιο Μπαγιάτηδες για τους Θεσσαλονικείς, στην περίπτωσή μας ταιριαστή είναι εκείνη που λέει ότι προέρχεται από την τουρκική λέξη μπαγιάτ που σημαίνει όχι φρέσκο, μπαγιάτικο. Οπότε μπαγιάτης είναι τόσο ο παλιός Θεσσαλονικιός, όσο και ο συντηρητικός και οπισθοδρομικός που δεν αγαπάει τις αλλαγές και την πρόοδο. Η δεύτερη ερμηνεία που προσδίδει στη λέξη μπαγιάτης κάτι το ηρωικό είναι μάλλον μακριά από όσα συμβαίνουν στο εμπόριο της πόλης το 2021.